Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

ΠΟΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

καθρεπτ...  ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

1. Μνήμη θανάτου

Γιὰ νὰ μὲ καταλάβετε, θὰ σᾶς ὁμιλήσω μὲ ἕνα μικρὸ ἀνέκδοτο.
Ὑπῆρχε μιὰ κυρία, ποὺ ὅλη τὴν ἡμέρα δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ φροντίζῃ τὴν ἐμφάνισί της. Ἦταν μιὰ κυρία τῆς ἀριστοκρατίας, φιλάρεσκος, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιδεικνύεται ἐξωτερικῶς.
Ἡ κυρία αὐτὴ συνάντησε μιὰ μέρα ἕνα διδάσκαλο, ἕνα φιλόσοφο, ποὺ θὰ ἔφευγε γιὰ ταξίδι στὸ ἐξωτερικό. Θὰ πήγαινε σὲ μιὰ πόλι, ποὺ φημιζόταν γιὰ ὡρισμένα προϊόντα της, προϊόντα πολυτελείας. Ἰδίως φημιζόταν διότι στὴν πόλι αὐτὴ ἔφτειαχναν τοὺς καλύτερους καθρέπτες. Τὸν παρεκάλεσε λοιπὸν ἡ φιλάρεσκος κυρία, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τὴν πόλι ἐκείνη, νὰ τῆς φέρῃ ἕνα καθρέπτη. Ὁ φιλόσοφος ἐφάνη πρόθυμος. Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι, ἔφερε καὶ ἕνα κιβώτιο μὲ τὸν καθρέπτη. Ἡ κυρία γέμισε ἀπὸ χαρὰ ὅταν τὸ ἔμαθε. Καὶ ὁ φιλόσοφος τῆς λέει·

―Ἐξετέλεσα τὴν ἐπιθυμία σας. Ἀγόρασα τὸν καθρέπτη τὸν πολύτιμο. Ἀνώτερος ἀπ᾿ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Θὰ σᾶς παρακαλέσω ὅμως, ἐπειδὴ ὁ καθρέπτης εἶνε μεγάλης ἀξίας καὶ πρέπει νὰ τὸν θαυμάσῃ ὅλος ὁ κόσμος, νὰ τὸν παρουσιάσω στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ σας, ὅταν θὰ μαζευτοῦν ὅλες οἱ φίλες σας.
Ἐδέχθη ἡ κυρία καὶ ἔκανε ὅ,τι τῆς εἶπε ὁ διδάσκαλος.

Τὴν ὡρισμένη ἡμέρα στὸ σαλόνι μαζεύτηκαν ὅλες οἱ φιλενάδες τῆς κυρίας καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Καὶ τότε ὁ διδάσκαλος, μπροστὰ σὲ ὅλους, ἄνοιξε τὸ κιβώτιο. Τὰ μάτια ὅλων ὅσοι βρίσκονταν στὸ σαλόνι, ἦταν ἐπάνω στὸ κιβώτιο ποὺ περιεῖχε τὸν πολύτιμο καθρέπτη.
Νὰ μὴν τὰ πολυλογοῦμε, ἀνοίγει τὸ κιβώτιο. Ἀλλὰ μόλις τὰ χέρια του πιάσανε τὸν πολύτιμο καθρέπτη, τρόμος καὶ φόβος κατέλαβε τὶς κυρίες καὶ τὶς δεσποινίδες. Ἕνα ἐπιφώνημα φόβου βγῆκε ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων, καὶ ἄρχισαν ὅλες νὰ φεύγουν μία – μία μέσα ἀπὸ τὸ σαλόνι. Τί συνέβη;

Δὲν ἦταν ἕνας συνηθισμένος καθρέπτης, ποὺ περίμεναν γιὰ νὰ δοῦν; Ἦταν κάποιος ἄλλος, σπουδαιότερος καὶ πραγματικὸς καθρέπτης.
Τί περιεῖχε τὸ κιβώτιο;
Ὁ σοφὸς μέσα ἀπὸ τὸ κιβώτιο ἔβγαλε ἕνα ἀνθρώπινο κρανίο.
―Νά, λέγει, ὁ καθρέπτης σας!
Κι ὅταν ἐκεῖνες ἄρχισαν νὰ φεύγουν, εἶπε·
Σταθῆτε, κυρίες. Μὴ φεύγετε. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε ἐδῶ στὸν καθρέπτη τὸν ἑαυτόν σας. Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε, αὐτὸ τὸ κρανίο ποὺ κρατῶ στὰ χέρια μου, τίνος εἶνε; Εἶνε τὸ κρανίο μιᾶς γυναίκας ὡραίας, ποὺ ἀνεστάτωσε ὁλόκληρη τὴν κοινωνία καὶ δημιούργησε δράματα οἰκογενειακά, ἢ εἶνε τὸ κρανίο μιᾶς γυναίκας ἄσχημης; Εἶνε τὸ κρανίο μιᾶς βασίλισσας, ποὺ ἐπάνω στὸ κεφάλι της λαμποκοποῦσαν τὰ πολύτιμα πετράδια, ἢ εἶνε τὸ κρανίο μιᾶς ὑπηρέτριας; Εἶνε εἶνε τὸ κρανίον μιᾶς…; Τίνος κρανίο εἶνε;
Ἄγνωστον! Ἐλᾶτε νὰ τὸ δῆτε.
Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποῦ εἶνε τὰ μάτια, ποῦ εἶνε τὰ φρύδια; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποῦ εἶνε ἡ μύτη, ποῦ εἶνε τὰ αὐτιά; Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε ποῦ εἶνε τὰ μάγουλα, ποῦ εἶνε ὅλο τὸ μεγαλεῖο, τὸ ἄνθος τῆς νεότητος;
Μάλιστα, ἀγαπητοί. Αὐτός εἶνε ὁ καθρέπτης· ἕνα κρανίον.
Αὐτὴ ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου εἶνε μέσον ποὺ συντελεῖ στὸ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό. Καὶ εἶνε γεγονός, ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου συντελεῖ στὴν μετάνοια καὶ στὴν διόρθωσι τοῦ ἀνθρώπου.
Πράγματι μ᾿ αὐτὴ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου προσπαθοῦσαν νὰ διορθώσουν τὸν ἑαυτό τους ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, μεγάλοι ἄνδρες τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς.
Λέγουν γιὰ τὸν βασιλιᾶ Φίλιππο, τὸν πατέρα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ἔζησε 400 χρόνια π.Χ., ὅτι εἶχε διατάξει ἕνα στρατιώτη του κάθε πρωῒ νὰ φυλάῃ ἔξω ἀπὸ τὸν κοιτῶνα του καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέπῃ σὲ κανέναν, οὔτε καὶ σὲ στρατηγό, νὰ μπαίνῃ πρὶν ἀπ᾿ αὐτόν.
―Σὺ πρῶτος θὰ χτυπᾷς τὴν πόρτα μου, τοῦ εἶπε, θὰ παρουσιάζεσαι μπροστά μου, θὰ μὲ χαιρετᾷς καὶ θὰ μοῦ λές· «Βασιλεῦ Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ». Δηλαδή· Νὰ ἐνθυμῆσαι, Φίλιππε, ὅτι εἶσαι θνητός.
Καὶ κάθε πρωῒ ὁ στρατιώτης ἐπαρουσιάζετο μπροστὰ στὸ Φίλιππο, τὸν χαιρετοῦσε καὶ ἔλεγε· «Μέμνησο, Φίλιππε, ὅτι εἶσαι θνητός». Καὶ ὁ Φίλιππος ἦτο ὄχι Χριστιανός, ἀλλὰ εἰδωλολάτρης.
Καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο λένε ὅτι, ὅταν τὸν ρώτησαν, πῶς κατώρθωσε νὰ ζήσῃ τόσα χρόνια μέσα στὴν ἔρημο ἀκούοντας τὰ ἄγρια θηρία νὰ μουγκρίζουν καὶ νὰ ὠρύωνται καὶ πῶς ὑποφέρει τὴν καυστικὴ ἔρημο ἐπὶ ὀγδόντα ὁλόκληρα χρόνια, ποὺ ἡμεῖς οὔτε μιὰ στιγμὴ δὲν μποροῦμε ν᾿ ἀνθέξουμε τὸν πειρασμὸ τῆς ἐρήμου, τότε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος πῆρε ἕνα κρανίο καὶ εἶπε·
―Ἰδού ὁ διδάσκαλός μου καὶ ὁ ἱεροκήρυκάς μου.
Εἶπε ἀκόμη ὅτι·
―Κάθε μέρα ποὺ ξημέρωνε στὴν ἔρημο, ἔλεγα· Ἀντώνιε ἁμαρτωλέ, ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶνε ἡ τελευταία τῆς ζωῆς σου.
Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἰδέα κατώρθωνε ὁ Μέγας Ἀντώνιος νὰ ἐξαϋλώνεται καὶ νὰ ἐξαγιάζεται.
Εἶνε ἐντολή, ἀγαπητοί μου, τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅτι «Ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σ. Σειρ. 7,36). Σὲ κάθε πρᾶξι ποὺ θὰ κάνῃς σκέψου ὅτι εἶσαι θνητός, καὶ οὐδέποτε θὰ ἁμαρτήσῃς.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἐπαναφέρει σὲ τάξι τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργεῖ μέσα του κατάνυξι καὶ σωτηρία. Ὅταν δῇ τὸν κλητῆρα νὰ ἔρχεται καὶ νὰ τοῦ κοινοποιῇ τὴν κλῆσι ―εἴτε ἀπὸ τὴν ἐφορία, εἴτε ἀπὸ τὴν τράπεζα, εἴτε ἀπὸ τὰ δικαστήρια―καὶ νὰ τοῦ λέει, Αὔριο ἔχεις δικαστήριο, τρέμει, ταράζεται. Σταματᾷ κάθε ἐργασία καὶ σκέπτεται μόνο τὴν κλῆσι. Τρέχει ἀμέσως, γιὰ νὰ βρῇ συνήγορο. Δὲν κοιμᾶται τὴ νύχτα καὶ σκέπτεται πῶς θὰ ἀπολογηθῇ.
Ποιός θὰ σὲ δικάσῃ, ἄνθρωπε; Ἕνα σκουλήκι τῆς γῆς. Εἴτε ἔφορος λέγεται, εἴτε εἰσαγγελεύς, κουνούπι εἶνε μπροστὰ στὸ μεγάλο Δικαστή. Καὶ ὅμως ταράζεσαι μὲ τὴν ἐμφάνισι τοῦ κλητῆρος καὶ μὲ τὴν κοινοποίησι μιᾶς κλήσεως.
Θά ᾿ρθῃ κλητήρας. Καὶ ὁ κλητήρας εἶνε ὁ θάνατος. Εἶνε μεγάλος διδάσκαλος, εἶνε μεγάλος κήρυκας τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς. Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου συγκλονίζει τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον…». «Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ καὶ συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ;…» (νεκρώσιμος ἀκολουθία). Φοβερόν!
Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου ἔφερε πολλοὺς σὲ μετάνοια. Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου ἔβαζε σὲ μεγάλες σκέψεις καὶ τὸν εἰδωλολάτρη Μέγα Ἀλέξανδρο. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ὡς ἀστραπὴ καὶ ὡς φωτεινὸ μετέωρο πέρασε τὸν Ἑλλήσποντο, πέρασε τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ ἔφτασε στὰ βάθη τῆς Ἀσίας, βρῆκε ἐκεῖ πιθάρια μὲ λίρες καὶ ἄλλους θησαυρούς. Τότε ἐσώθη μὲ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου.
Ὅταν κάτω στὴν Ἀθήνα ἔμαθαν, ὅτι ὁ Μακεδὼν βασιλεὺς κατέκτησε τὶς πλούσιες ἐκεῖνες χῶρες καὶ βρῆκε θησαυρούς, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πῆγαν στὴν Ἀσία τρεῖς χιλιάδες ἠθοποιοί, γιὰ νὰ ψυχαγωγήσουν τὸ στρατό του. Ἀλλ᾿ ἀντὶ νὰ τὸν ψυχαγωγήσουν κοντέψαν νὰ τὸν διαλύσουν. Εὐτυχῶς τὸ κατάλαβε καὶ τοὺς ἐξεδίωξε ὅλους πὺξ-λάξ.
Καὶ ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος κατέκτησε τὴν Περσία, ξέρετε ποῦ πῆγε; Πῆγε σὲ ἕνα τάφο. Ἐκεῖ ποὺ δὲν πᾶμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, γιὰ νὰ σκεπτώμεθα ὅτι κάποτε θὰ ἀπέλθωμεν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Πῆγε καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν τάφο τοῦ Κύρου, τοῦ μεγάλου βασιλέως τῆς Περσίας. Ἄνοιξε τὸν τάφο καὶ πάνω σ᾿ αὐτὸν εἶδε μιὰ πλάκα ποὺ ἔλεγε· «Ὦ ξένε, ποὺ εἶχες τὴν καλωσύνη νὰ κάνῃς τὸν κόπο νὰ ᾿ρθῇς καὶ νὰ δῇς τὸν τάφο μου, μάθε, ὅτι κάποτε ἐγὼ ὁ Κῦρος ἤμουν ὁ αὐτοκράτωρ καὶ ἐξουσίαζα κόσμο ὁλόκληρο, τὴν αὐτοκρατορία τῆς Περσίας. Γνώριζε λοιπόν, ὄτι ἐδῶ ποὺ εἶμαι θὰ ἔρθῃς μιὰ μέρα κ᾿ ἐσύ. Μὴ φθονήσῃς τὸ λίγο χῶμα ποὺ μὲ σκεπάζει. Ἄφησέ με ἥσυχο».
Αὐτὴ ἡ ἐπιγραφὴ συγκλόνισε τὸν Ἀλέξανδρο. Ὅλη μέρα ἦταν περίλυπος καὶ ἔλεγε· «Πρὸς τί ζῶμεν; Πρὸς τί οἱ θρίαμβοι, πρὸς τί αἱ νῖκαι, πρὸς τί τὰ πλούτη καὶ οἱ θησαυροί;». Συνεκλονίσθηκε ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου.
Σᾶς συνιστῶ, ἀγαπητοί μου, νὰ διαβάσετε ἕνα πατερικὸ βιβλίο, ποὺ ἡ ταπεινότης μου μετέφρασε καὶ σχολίασε. Λέγεται «Ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης». Περιγράφει τὴν ἱστορία τοῦ Ἰωάσαφ καὶ τοῦ Βαρλαάμ. Μιλᾶ γιὰ ἕνα πριγκιπόπουλο, ποὺ ζοῦσε σ᾿ ἕνα κρυστάλλινο πύργο. Θὰ γινόταν διάδοχος, καὶ γιὰ νὰ εἶνε πάντα εὐτυχὴς οἱ αὐλικοὶ προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ ἀποκρύψουν τὰ θλιβερὰ γεγονότα τῆς ζωῆς. Ἔτσι κάνουν δυστυχῶς στὰ παλάτια οἱ κόλακες· βάζουν στὰ μάτια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν ἀρχόντων τυφλοπάνι, γιὰ νὰ μὴ βλέπουν τὰ θλιβερὰ γεγονότα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ μόνο τὰ εὐχάριστα. Ἔτσι λοιπὸν καὶ στὸ πριγκιπόπουλο αὐτὸ βάλανε τυφλοπάνι. Ἀλλὰ κάποτε αὐτὸς ὁ νέος, περπατώντας στὸ δρόμο, εἶδε ἕνα φέρετρο καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ ἕνα νεκρό. Τότε ἔμαθε, ὅτι ὑπάρχει καὶ θάνατος. Καὶ ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου τὸν ὡδήγησε νὰ γίνῃ Χριστιανός.
Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου ἔχει μεγάλη σημασία. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· «Ὅταν πεθάνῃ ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴ τὸν θάβετε ἀμέσως. Νὰ τὸν ἀφήνετε εἰκοσιτέσσερις ὧρες. Καὶ νὰ μαζεύωνται γύρω ἀπὸ τὸ νεκρὸ ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι νὰ τὸν βλέπουν. Γιατὶ μεγαλύτερος ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὸ νεκρὸ δὲν ὑπάρχει».
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶνε ξυπνητήρι τῆς ματαιότητός μας, κουδούνι ποὺ κρούει συνεχῶς εἰς τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας. Δὲν τὸ πήρατε χαμπάρι; Ἔγινε ἕνα τέτοιο κήρυγμα προχθές. Τὴν Πέμπτη τὸ βράδυ στὶς 6 ἡ ὥρα ἔγινε τὸ σπουδαιότερο κήρυγμα. Οὔτε Χρυσόστομος, οὔτε Βασίλειος, οὔτε κάποιος ἄλλος μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἂν μιλοῦσε, δὲν θὰ τοὺς τάραζε. Ἦταν μαζεμένη στὸν «Παρνασσὸ» ὅλη ἡ ἀφρόκρεμα(*). Ἦταν ὁ βασιλιᾶς, ἦταν ἡ βασίλισσα, ἦταν ὁ διάδοχος, ἦταν ὁ μακαριώτατός μας, ἦταν οἱ δεσποτάδες μας μὲ τὰ ἐγκόλπιά τους, ἦταν οἱ στρατηγοί, ἦταν οἱ ναύαρχοι… Πήχτρα! Ὅποιος καὶ νὰ τοὺς μιλοῦσε, ὅσα ἐπιχειρήματα καὶ ἂν τοὺς ἔφερνε, δὲν θὰ καταλάβαιναν τίποτε. Ἀνέβηκε λοιπὸν κάποιος κύριος καὶ θὰ μιλοῦσε γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δὲν πέρασαν ὅμως οὔτε ἑπτὰ λεπτὰ καὶ ὁ ὁμιλητὴς ἔπεσε κάτω νεκρός. Ταράχτηκε ὁ βασιλιᾶς, ταράχτηκε ἡ βασίλισσα, ταράχτηκε ὁ μακαριώτατος, ταράχτηκαν ὅλοι. Νά κήρυγμα! Σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε·
―Βασιλιᾶ μου, «ματαιότης ματαιοτήτων…». Διάδοχέ μου, «ματαιότης ματαιοτήτων…». Βασίλισσά μου, «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Καὶ μακαριώτατε καὶ σεβασμιώτατοι καὶ στρατηγοὶ καὶ ναύαρχοι καὶ κύριες τῆς ἀριστοκρατίας, νά τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
Ξέρετε πόσο ταράχτηκαν, ξέρετε τί ἔπαθαν; Σεισμὸς ἔγινε. Ποῦ νὰ μιλήσουν γιὰ τὴ γιορτή! Ἔφυγαν πανικόβλητοι.
Κάποτε, ἐνῷ πήγαινα σ᾿ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν γιὰ κήρυγμα, εἶδα σὲ ἕνα λιβαδάκι νὰ βοσκοῦν κόττες. Ξαφνικὰ ἀκούστηκαν φτερουγίσματα. Οἱ κόττες, ἐκεῖ ποὺ σκαλίζανε τὰ χώματα καὶ βρίσκανε σπυριὰ καὶ σκουλήκια καὶ τὰ τρώγανε καὶ εὐχαριστιόνταν, ἀναστατώθηκαν. Ἐκεῖ ποὺ τσιμποῦσαν τὸ χορταράκι τους καὶ πίνανε τὸ νεράκι τους καὶ διασκέδαζαν ἀμέριμνες, πέφτει ξαφνικὰ ἕνα γεράκι κι ἁρπάζει μία κόττα. Καὶ μόλις τὴν ἀνέβασε πάνω, ταράχτηκαν ὅλες οἱ ἄλλες καὶ σκορπίστηκαν στοὺς φράχτες. Ἔκαναν δυὸ καὶ τρεῖς ὧρες γιὰ νὰ ξαναπᾶνε στὸ λιβάδι.
Ἔτσι ἀκριβῶς, ὅπως πέφτει τὸ γεράκι, ἔτσι ἔρχεται καὶ ὁ θάνατος. Αὐτὴ τὴν εἰκόνα τὴν εἶδα στὴν «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία»· δὲν εἶνε δική μου, εἶνε τοῦ Ἀγαπίου(*). Ὅπως τὸ γεράκι ὁρμάει μέσα στὸ λιβάδι καὶ ἁρπάζει ἕνα ὀρνίθι καὶ τ᾿ ἄλλα ὀρνίθια ταράσσονται, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος, σὰν γεράκι, ἁρπάζει ἕναν ἄνθρωπο καὶ οἱ ἄλλοι ταράσσονται.
Καὶ τώρα θ᾿ ἀπευθύνω ἕνα κατηγορῶ.
Ὦ συναμαρτωλοί μου ἀδελφοί! Σᾶς κατηγορῶ ὅλους, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου παντοκράτορος, γιὰ κάποια ἁμαρτία ποὺ ἔχετε. Ξέρω πολὺ καλά, ὅτι κάνετε τακτικὰ ἐπισκέψεις. Δὲν εἶμαι ἐναντίον τῶν ἐπισκέψεων. Εἶμαι μόνο ἐναντίον τῶν περιττῶν ἐκείνων ἐπισκέψεων ποὺ εἶνε ὅλο φλυαρία καὶ ὅλο κατάκρισι καὶ ὅλο ἁμαρτία. Κάνετε λοιπὸν ἐπισκέψεις, ἰδίως τὶς ἑορτές. Ἐπισκέπτεσθε τὸν ἕνα συγγενῆ καὶ τὸν ἄλλο. Τώρα θὰ σᾶς συστήσω μιὰ ἐπίσκεψι. Θὰ συστήσω νὰ κάνετε τὸν ὡραιότερο περίπατο τῆς ζωῆς σας. Οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ κάνανε αὐτὸ τὸν ὡραῖο περίπατο καὶ ἦταν οὐράνιοι πολῖται. Τώρα ἐμεῖς γινήκαμε χωματένιοι. Ζητοῦμε νὰ φτειάξουμε πυραύλους καὶ νὰ πᾶμε ἐπάνω στὰ ἄστρα. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ δὲν πηγαίνανε μὲ τοὺς πυραύλους ἐπάνω στὰ ἄστρα, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα τους πήγαιναν κάπου πιό μακριά. Πήγαιναν ἐκεῖ ποὺ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11,25). Τὰ παλαιὰ δηλαδὴ ἐκεῖνα χρόνια τὴν Κυριακὴ τὸ ἀπόγευμα ὅλοι πήγαιναν στὰ νεκροταφεῖα. Ὅπως ἐμεῖς σήμερα γεμίζουμε τὰ γήπεδα, τοὺς κινηματογράφους, τὶς πλατεῖες καὶ τὰ κέντρα, ἔτσι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοί, τὰ εὐλογημένα ἐκεῖνα χρόνια, τὴν Κυριακὴ γέμιζαν τὰ νεκροταφεῖα. Δὲν ἔλειπε κανείς.
Τί εἶπα, νεκροταφεῖα; Λάθος ἔκανα. Ἐμεῖς σήμερα τὰ ὀνομάζουμε νεκροταφεῖα. Οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι, ποὺ πίστευαν στὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή», δὲν τὰ ὠνόμαζαν νεκροταφεῖα· καὶ σὲ κανένα σταυρὸ ἐπάνω δὲν ἔγραφαν τὴ λέξι «ἀπέθανε», ἀλλὰ ἔγραφαν «Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ». Καὶ τὰ νεκροταφεῖα τὰ ὠνόμαζαν κοιμητήρια. Τὴν Κυριακὴ λοιπὸν ἐπισκέπτονταν τὶς κατακόμβες καὶ τὰ μνήματα, καὶ ἐπικοινωνοῦσαν μὲ τὶς ψυχὲς καὶ μὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητος.

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=86385#more-86385