ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ
(Τέλλος Άγρας)
Θόλωσε το μυαλό μας, θόλωσε κι η καρδιά μας! Είτε λίγο είτε πολύ άλλαξε τον τρόπο που σκέφτεται για όλα τα απλά, τα φυσιολογικά πράγματα. Και μαζί μ` αυτά και για τα σπουδαία, ακόμη και τα ιερά. Αυτά που, κι ένα παιδί ακόμη με καθαρή καρδιά, μπορεί να τα κρατήσει μέσα του με μια θαυμαστή αξιολόγηση και να αποδώσει την αξία και τον σεβασμό που τους πρέπει.
Ακούμε ιστορίες από τα παλιά, απλές, ανεπιτήδευτες, γραμμένες με απλοϊκότητα και γελάμε ειρωνικά, λες και εμείς, που τρώμε καθημερινά χίλια δυο σκουπίδια και άχυρα από όλα τα ενημερωτικά και «μορφωτικά μέσα» της εποχής, είμαστε πλέον σε «άλλο επίπεδο»! Και δεν τα υπολογίζουμε, τα θεωρούμε πλέον ξένα για μας, τα ιερά, τα άγια, τα σεβάσμια πράγματα της ιστορίας μας, της ζωής μας! Ε, Τώρα εμείς θα ασχολούμαστε με ψευτοσυναισθηματισμούς και παραμύθια; Εμείς έχουμε ορθή λογική, κρίση, και όνειρα που «πατάνε στη γη» και δεν πετάνε στους αιθέρες! Κρίμα μας! Και πάλι κρίμα!
Θα παραθέσουμε ένα κείμενο του Τέλλου Άγρα (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου 1899-1944), όπου μέσα από τη γραφίδα ενός μικρού μαθητή, ανασταίνει και περιγράφει με τρόπο απλοϊκό, τι σημαίνει διαχρονικά, αιώνες τώρα, Έλληνας, αγάπη στη ζωή, στον συνάνθρωπο και στην Πατρίδα!
***
«… Γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα. Να την, γαλαζοπράσινη εκεί μακριά στα βράχια. Σ` αυτή περπάτησα, κολύμπησα, έκλαψα. Πώς να μην την αγαπώ;
» Κοντά σ` αυτή ζουν οι δικοί μου: Η μητέρα μου, που μου έδωσε το γάλα. Ο πατέρας μου με το χαμόγελο στο στόμα. Τ` αδέρφια μου με τις τρέλες κι οι φίλοι μου κι οι σύντροφοί μου στο παίξιμο και στο τραγούδι.
» Εκεί κοντά στη θάλασσα είναι και το σχολείο μου, όπου έμαθα τα πρώτα γράμματα. Εκεί ήταν ο σοφός μου δάσκαλος. Τι μαθήματα! Τι παραμύθια! Τι τραγούδια μαζί του! Και γέλια και εκδρομές και παιχνίδια. Δεύτερος πατέρας ήταν για μας.
» Σ` εκείνα τ` ανοιχτά παράθυρα μαζευόμαστε το χειμώνα τα παιδιά και κοιτάζαμε τη βροχή, που πλημμύριζε το περιβόλι. Κι εκείνο το περιβόλι το είχαμε φυτέψει με τα χέρια μας. Από εκείνα τα παράθυρα έμπαινε την άνοιξη ποτάμι ο ήλιος κι έλουζε τα σγουρά κεφάλια των παιδιών, τα θρανία, τον πίνακα, την έδρα, όλη την τάξη.
» Πιο πέρα είναι η εκκλησία. Εκεί λειτουργούσε ο σεβάσμιος παπάς με τα μακριά γένια και τ` αγγελικά μάτια` κάθε Κυριακή πηγαίναμε όλα τα παιδιά στην εκκλησία. Και ήταν μέρες, που τόσο γλυκά έψελναν οι ψάλτες, τόσο έλαμπε ο ήλιος στα πολύχρωμα τζάμια της εκκλησίας, τόσο φεγγοβολούσαν τα χρυσά κεράκια στα μανουάλια, που νόμιζες ότι βρίσκεσαι στον Παράδεισο.
» Κάτω στην αγορά της πόλης μας είναι ένα ψηλό σπίτι. Εκεί είναι το γραφείο, όπου εργάζεται ο πατέρας μου με το μεγάλο αδερφό μου..
» Κι έξω απ` την πόλη μας, ανάμεσα σε δυο βουναλάκια, φαντάζει το μικρό κοιμητήρι μας. Εκεί κοιμάται ο παππούς μου. Όταν πέθανε, τον έκλαψα με όλη μου την καρδιά.
» Ο τόπος, όπου γεννήθηκαν οι γονείς μου, τ` αδέρφια μου κι οι φίλοι μου, το σχολείο κι ο δάσκαλος, η εκκλησία κι ο παπάς, όλα αυτά τα λένε π α τ ρ ί δ α.
» Τ` αγαπάς αυτά; Άμα τ` αγαπάς αυτά, αγαπάς την πατρίδα σου.
» Κάθε παιδί έχει την ξεχωριστή, τη μικρή του πατρίδα. Κι όλες οι μικρές πατρίδες κάνουν μια μεγάλη, την Ελλάδα. Γιατί όλες οι μικρές πατρίδες έχουν μερικά πράγματα τα ίδια κι απαράλλαχτα. Την ίδια θρησκεία οι κάτοικοι και την ίδια γλώσσα. Τους ίδιους προγόνους. Τα ίδια ήθη κι έθιμα.
» Είμαι Έλληνας και καυχιέμαι για τους προγόνους μου. Αλλά κι εγώ είμαι καλός. Είμαι φρόνιμος, καθαρός. Θέλω να είμαι γερός, για να μεγαλώσω και να κάμω στη ζωή μου κάτι. Μα και τίποτε το εξαιρετικό αν δεν μου τύχει η ευκαιρία να κάμω, θα είμαι ευχαριστημένος να περάσω τη ζωή μου μ` εργασία, τιμή και δικαιοσύνη.
» Ξέρω πως και στις άλλες πατρίδες, τις ξένες, εκατομμύρια άλλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, είναι σαν κι εμένα. Τ` αγαπώ κι εύχομαι το καλό τους. Μα δε θέλω να μ` αδικήσουν. Η Ελλάδα είναι τόπος μάλλον φτωχός κι έχει πολλούς να θρέψει. Της χρειάζεται ειρήνη και ασφάλεια.
» Ξέρω πως η Ελλάδα πάντα πολέμησε, για να είναι ελεύθερη. Σκλάβους δε θέλησε να έχει ακόμη κι όταν μπορούσε. Δε θέλει όμως κι αυτή να σκλαβωθεί. Έδιωξε τον Πέρση και τόσους άλλους εισβολείς από τη γη της.
» Δεν ονειρεύομαι πολέμους. Θα υπερασπιστώ όμως με το αίμα μου και την τελευταία σπιθαμή του τόπου μου, που με ζει και με αντρειεύει με την πολλή του δόξα.
» Όλοι οι ξένοι που κατοικούν πιο εύφορους τόπους τριγύρω μας, εργάζονται. Θα εργαστώ, για να τους φτάσω και να τους ξεπεράσω, γιατί η ελληνική φυλή είναι έξυπνη κι επιδέξια. Με την εργασία μου θα κάμω πολλά` αυτό το υπόσχομαι στον εαυτό μου.
» Και κάτι άλλο ακόμη: γνωρίζω από μικρός τι είναι σεβασμός και σέβομαι τους ανθρώπους και καθετί που είναι καλύτερο από μένα.
» Σέβομαι πιο πολύ τους γέρους. Αν πεις έναν πικρό λόγο σ` ένα γέρο, είναι δυο φορές πικρός. Αν του κάμεις ένα κακό, είναι δυο φορές κακό. Θέλω εγώ να πειράξει κανείς τον πατέρα μου; Θέλω να τον πικράνει; Έτσι κι εγώ δε θα πειράξω και δε θα πικράνω τον πατέρα άλλου παιδιού…».
Αυτά έγραψε προχτές ο Κωστάκης στην έκθεσή του, όταν ο δάσκαλος τους ζήτησε κάθε παιδί να γράψει κ ά τ ι α π ό τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ.
Περιοδικό «Ερυθρός Σταυρός» (Διασκευή από το ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Δ΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, Ο.Ε.Δ.Β. ΑΘΗΝΑ 1978)