Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Αμαρτία: έγκλημα κατά της αγάπης του Πατρός

 

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Συχνά προβάλλεται το ερώτημα: «Είναι αμαρτία αυτό;», όταν πρόκειται για μια ενέργεια που η συνείδησή μας μαρτυρά ότι "κάτι δεν πάει καλά". Και στη συνέχεια, κάπως πιο "επαναστατικά", το ερώτημα:  «γιατί είναι αμαρτία;».

Δεν είναι άγνωστο το φαινόμενο να γνωρίζουμε, από μικροί ήδη, έναν κατάλογο επιτρεπόμενων και απαγορευμένων πράξεων, βάσει του οποίου να ρυθμίζεται η συμπεριφορά μας, ώστε, να είμαστε αποδεκτοί από τους ανθρώπους – κοινωνική ηθική ή από το Θεό – χριστιανική ηθική, αν πρόκειται για χριστιανούς.

Η ύπαρξη, στη ζωή της Εκκλησίας, ιερών κανόνων βάσει των οποίων ρυθμίζεται ο τρόπος λειτουργίας των μελών της, ώστε να μην «υπεισέρχεται αταξία»[1], ενθαρρύνει την άποψη ότι ο χριστιανός καλείται να εφαρμόσει τον "κατάλογο των καλών πράξεων" και ν’ αποφύγει τον "κατάλογο των αμαρτωλών πράξεων". Η άποψη αυτή, αν και έχει κάποια αλήθεια, όμως δεν είναι όλη η αλήθεια.

Ο "κατάλογος" έχει μια ασφάλεια, αναγκαία για όσους τη χρειάζονται. Η υπέρβασή του δεν είναι για όλους, παρά μόνο για εκείνους που ήδη την εφάρμοσαν, θεραπεύτηκαν και κινούνται στο επίπεδο της αγάπης. Με άλλα λόγια, η τήρηση των ιερών κανόνων και των εντολών του Χριστού θα πρέπει να θεωρηθούν ως μέσα που μας βοηθούν να θεραπευτούμε από τις ασθένειες – πάθη και να φτάσουμε στην ένωση με το Θεό – θέωση.

Η ένωση με το Θεό, ως έκφραση τέλειας αγάπης, είναι το αποτέλεσμα της τήρησης των εντολών και των ιερών κανόνων ως αγάπης προς το Θεό. Αυτό που συνέβαινε και συμβαίνει με  τους αγίους. Γι’ αυτό, τα ερωτήματα «είναι αμαρτία αυτό;» και «γιατί είναι αμαρτία;» συγκεκριμενοποιούνται στο ερώτημα  «αυτό που κάνω ή δεν κάνω και θα έπρεπε, παρεκκλίνει της αγάπης μου προς το Θεό;». Ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ θα γράψει στο σημαντικό βιβλίο του "Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι" τα εξής: «Η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα κατά της αγάπης του Πατρός. Εκδηλούται ως απομάκρυνση από τον Θεό και ως στροφή της θελήσεως ημών προς τα πάθη»[2].

Ενδεχομένως να θεωρηθεί η αγάπη προς το Θεό, ως κίνητρο αποφυγής της αμαρτίας, ως δύσκολο κατόρθωμα, αφού είναι «ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος»[3]. Πώς μπορώ να τον αγαπήσω; Πράγματι, έτσι είναι! Γι’ αυτό ο "κατάλογος" τού τι πρέπει και τι δεν πρέπει, που βγαίνει μέσα από τους ιερούς κανόνες, είναι βοηθητικός.

Όμως, έχοντας υπόψη την ανθρώπινη σχέση της αγάπης, ως κίνητρο για να κάνουμε αυτό που αρέσει στο αγαπώμενο πρόσωπο, παρόλες τις θυσίες, μπορούμε να καταλάβουμε τη χαρά και την εσωτερική πληρότητα που ζούσαν και ζουν όσοι από αγάπη τηρούν τις εντολές του Χριστού.

Αλλοίμονο στο χριστιανό που σ’ όλη του τη ζωή εφαρμόζει με πιστότητα τις εντολές του Χριστού από καθήκον. Θα νιώθει, ασφαλώς, δικαιωμένος και ικανοποιημένος. Θα λείπει, όμως, η «ελευθερία των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21) και η πληρότητα της χαράς.

Έχοντας αποκτήσει την οικειότητα ως σχέση παιδιών – Πατέρα κι ως σχέση φίλων με το Χριστό, τα ερωτήματα θ’ απαντιούνται με βάση αυτή τη σχέση. Και τότε η όποια αμαρτία και αστοχία θα μας λυπεί όχι γιατί «ξεπέσαμε στα μάτια του Θεού και τα δικά μας», αλλά γιατί διασαλεύτηκε, από την πλευρά μας, η οικειότητα μαζί Του και θα ποθούμε τη μετάνοια ως επαναφορά.

[1] Βλέπε Πηδάλιον, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνας 1970, σ. ιστ΄.

[2] Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1992, σ. 31-32.

[3] Ευχή αγίας Αναφοράς της Θ. Λειτουργίας.