2ον
Δὲν προσκυνῶ τὴν κτίση ἀντὶ γιὰ τὸν Κτίστη, ἀλλὰ προσκυνῶ τὸν Κτίστη ποὺ κτίσθηκε κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ κατέβηκε στὴν κτίση χωρὶς νὰ μειωθεῖ καὶ νὰ ἀλλοιωθεῖ, γιὰ νὰ δοξάσει τὴ δική μου φύση καὶ νὰ μὲ κάνει κοινωνὸ τῆς θείας φύσεως [πρβ. Β΄ Πέτρ. 1,4: «δι’ ὧν τὰ τίμια ἡμῖν καὶ μέγιστα ἐπαγγέλματα δεδώρηται, ἵνα διὰ τούτων γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως ἀποφυγόντες τῆς ἐν κόσμῳ ἐν ἐπιθυμίᾳ φθορᾶς (: μὲ τὴν ἔνδοξη τελειότητά Του μᾶς ἔχει χαρίσει τὶς πιὸ πολύτιμες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις, γιὰ νὰ γίνετε κι ἐσεῖς, καθὼς θὰ παρακινεῖστε καὶ θὰ ἐνισχύεστε ἀπὸ αὐτές, μέτοχοι τῆς θείας φύσεως. Νὰ γίνετε δηλαδὴ ἅγιοι καὶ μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ κάθε ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία)»].
Μαζὶ μὲ τὸν βασιλιὰ καὶ Θεό, προσκυνῶ καὶ τὴν ἁλουργίδα τοῦ σώματος [:ὁλομέταξο πορφυρὸ βασιλικὸ ἔνδυμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἐδῶ ὁ ἱερὸς πατὴρ παρομοιάζει τὸ ἀνθρώπινο προσλημμα τοῦ Υἱοῦ], ὄχι σὰν ἔνδυμα, οὔτε σὰν τέταρτο πρόσωπο -μακριὰ μία τέτοια βλασφημία-, ἀλλὰ ὡς ὁμόθεη ποὺ διετέλεσε καὶ ἔγινε, ὅπως καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο ποὺ τὴν ἔχρισε, ἀμετάβλητη. Γιατί δὲν ἔγινε θεότητα ἡ φύση τῆς σάρκας, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τροποποίηση καὶ παρέμεινε ὅ,τι ἦταν καὶ πρίν, ἔτσι καὶ ἡ σάρκα ἔγινε Λόγος, χωρὶς νὰ χάσει αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ εἶναι, ταυτιζόμενη βέβαια μὲ τὸν Λόγο κατὰ τὴν ὑπόσταση. Γι’ αὐτὸ παίρνω τὸ θάρρος καὶ εἰκονίζω τὸν ἀόρατο Θεό, ὄχι ὡς ἀόρατο, ἀλλὰ ὡς ὁρατὸ ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς, προσλαμβάνοντας σάρκα καὶ αἷμα. Δὲν εἰκονίζω τὴν ἀόρατη θεότητα, ἀλλὰ εἰκονίζω τὴ σάρκα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ὁρατή. Γιατί, ἂν εἶναι ἀδύνατο νὰ εἰκονίσεις τὴν ψυχή, πόσο μᾶλλον τὸν Θεὸ ποὺ ἔδωσε στὴν ψυχὴ τὴν ἄυλη ἰδιότητα;
Ἀλλὰ λένε: «Εἶπε ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ νομοθέτη Μωυσῆ: “Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (:Τὸν Κύριο τὸν Θεό σου νὰ προσκυνᾶς καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύεις)” [Δευτ. 6,13] καὶ “οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς» (:νὰ μὴ κατασκευάσεις κανένα εἴδωλο, γιὰ νὰ τὸ λατρεύεις, οὔτε ὁμοίωμα κανενὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ καὶ μέσα στὰ νερά, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς)”» [Δευτ. 5,8].
Ἀδελφοί, πραγματικὰ πλανῶνται ὅσοι δὲν γνωρίζουν τὶς Γραφές, ὅτι δηλαδὴ «τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ (:ὁ γραπτὸς νόμος, ἐπειδὴ δὲν δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐνίσχυση καὶ τὴν ἐφαρμογή του, ὁδηγεῖ στὸν πνευματικὸ θάνατο. Τὸ πνεῦμα ὅμως τῆς Καινῆς Διαθήκης, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐνίσχυση ποὺ μεταδίδει στοὺς πιστούς, τοὺς δίνει ζωή)» [Β΄ Κορ. 3,6], ὅσοι δὲν ἐρευνοῦν τὸ πνεῦμα ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα. Πρὸς αὐτοὺς θὰ ἄξιζε νὰ πῶ: «Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς δίδαξε αὐτό, ἂς σᾶς διδάξει καὶ τὸ ἑπόμενο. Μάθε λοιπὸν ὅτι κάπως ἔτσι τὰ ἑρμηνεύει ὁ νομοθέτης στὸ Δευτερονόμιο, λέγοντας: «καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐκ μέσου τοῦ πυρός· φωνὴν ρημάτων, ἥν ὑμεῖς ἠκούσατε, καὶ ὁμοίωμα οὐκ εἴδετε, ἀλλ’ ἢ φωνήν (: καὶ μίλησε ἐκεῖ ὁ Κύριος πρὸς ἐσᾶς μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ μὲ λόγια ἀνθρώπου, ποὺ τὰ ἀκούσατε οἱ ἴδιοι. Δὲν εἴδατε ὅμως καμία μορφή, ἀλλὰ μόνο φωνὴ ἀκούσατε)» [Δευτ. 4,12] Καὶ λίγο παρακάτω: «καὶ φυλάξεσθε σφόδρα τὰς ψυχὰς ὑμῶν, ὅτι οὐκ εἴδετε ὁμοίωμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν Χωρὴβ ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός. μὴ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε ὑμῖν ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα πᾶσαν εἰκόνα ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ, ὁμοίωμα παντὸς κτήνους τῶν ὄντων ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα παντὸς ὀρνέου πτερωτοῦ (:καὶ νὰ προσέξετε πολὺ τοὺς ἑαυτούς σας, διότι δὲν εἴδατε καμία μορφὴ εἰδώλου τὴν ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία μίλησε πρὸς ἐσᾶς ὁ Κύριος στὸ Ὄρος Χωρήβ, μέσα ἀπὸ τὸ πῦρ. Νὰ μὴ παρανομήσετε καὶ κάνετε γιὰ τοὺς ἑαυτούς σας εἴδωλο γλυπτό, κάθε εἴδους εἰκόνα ποὺ νὰ ἔχει μορφὴ ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ, ἢ μορφὴ κάθε ζῴου ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἢ μορφὴ κάθε πτηνοῦ, ποὺ ἔχει φτερὰ καὶ πετᾶ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ)» Δευτ. 4, 15-17] καὶ τὰ λοιπά, καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικά: «καὶ μὴ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδὼν τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας καὶ πάντα τὸν κόσμον τοῦ οὐρανοῦ, πλανηθεὶς προσκυνήσῃς αὐτοῖς καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς (: καὶ πρόσεξε ὥστε, ὅταν σηκώσεις τὰ βλέμματά σου πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ δεῖς τὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι καὶ τὰ ἄστρα καὶ ὅλον τὸν στολισμὸ τοῦ οὐρανοῦ, νὰ μὴ πλανηθεῖς ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τους καὶ προσκυνήσεις καὶ λατρεύσεις σὰν θεοὺς αὐτὰ)» [Δευτ.4,19].
Βλέπεις πὼς ἕνας εἶναι ὁ σκοπός, νὰ μὴ λατρεύουν τὴν κτίση ἀντὶ γιὰ τὸν Κτίστη, οὔτε νὰ τῆς προσφέρουν λατρευτικὴ προσκύνηση, παρὰ μόνο στὸν Δημιουργό. Γι’ αὐτὸ παντοῦ συνδυάζει τὴ λατρεία μὲ τὴν προσκύνηση. Λέει λοιπὸν πάλι: «Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πρὸ προσώπου μου, οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς, οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ὅτι ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου (: Δὲν θὰ ἔχεις ἄλλους θεούς, γιὰ νὰ τοὺς λατρεύεις ἐμπρός μου. Δὲν θὰ κατασκευάσεις εἴδωλο, γιὰ νὰ τὸ λατρεύεις, οὔτε ὁμοίωμα κανενὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ καὶ μέσα στὰ νερά, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Δὲν θὰ προσκυνήσεις καὶ δὲν θὰ λατρεύσεις αὐτὰ τὰ εἴδωλα καὶ ὁμοιώματα, διότι Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σου)» [Δευτ.5,7-9]· καὶ πάλι: «Τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε, καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε ἐν πυρί· οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσητε θεοῖς ἑτέροις (: τοὺς βωμούς, ὅπου θυσιάζουν αὐτοὶ στοὺς θεούς τους, θὰ τοὺς γκρεμίσετε, καὶ τὶς στῆλες ποὺ τὶς ἔχουν σὰν σύμβολα τῶν θεῶν τους, θὰ τὶς συντρίψετε καὶ τὰ μικρὰ δάση, ὅπου λατρεύουν τοὺς θεούς τους, θὰ τὰ κόψετε τελείως καὶ τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν τους θὰ τὰ κατακαύσετε στὸ πῦρ. Διότι δὲν πρέπει νὰ προσκυνήσετε θεοὺς ἄλλους)» [Ἔξ. 34, 13-14]. Καὶ λίγο παρακάτω: «καὶ θεοὺς χωνευτοὺς οὐ ποιήσεις σεαυτῷ (:καὶ δὲν θὰ φτιάξεις θεοὺς σὲ χυτήρια, εἴδωλα δηλαδὴ γιὰ νὰ τὰ ἔχεις καὶ νὰ τὰ λατρεύεις)» [Ἔξ. 34,17].
Βλέπεις ὅτι ἐξαιτίας τῆς εἰδωλολατρίας ἀπαγορεύει τὴν εἰκονογραφία καὶ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ εἰκονίζεται ὁ ἄποσος καὶ ἀπερίγραπτος καὶ ἀόρατος Θεός. «Οὔτε φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε (: οὔτε τὴ φωνή Του ἔχετε ἀκούσει ποτὲ ἕως τώρα, οὔτε τὴ μορφή Του ἔχετε δεῖ· διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος καὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς μὲ τὶς σωματικές του αἰσθήσεις)» [Ἰω. 5, 37], ὅπως εἶπε καὶ ὁ Παῦλος ὅταν στάθηκε στὴ μέση τοῦ Ἀρείου Πάγου: «Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον» (:Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμαστε γενιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ’ αὐτὸν ἀποκτήσαμε ζωντανὴ καὶ πνευματικὴ φύση, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε ὅτι ἡ θεότητα εἶναι κάτι ποὺ μοιάζει μὲ τὰ ἄψυχα καὶ τὰ νεκρὰ ἀντικείμενα μὲ τὸ χρυσάφι δηλαδὴ ἢ τὸ ἀσήμι ἢ τὸ μάρμαρο, ποὺ ἔχουν χαραχθεῖ καὶ πελεκηθεῖ ἀπὸ τὴ γλυπτικὴ τέχνη καὶ τὴν καλλιτεχνικὴ φαντασία καὶ ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπου σὲ μαρμάρινα ἢ ἀσημένια ἢ χρυσὰ ἀγάλματα καὶ εἴδωλα. Ὄχι.)» [Πράξ. 17, 29].
Ἑπομένως, αὐτὰ εἶχαν νομοθετηθεῖ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εὔκολα γλιστροῦσαν πρὸς τὴν εἰδωλολατρία· ἐμεῖς ὅμως, γιὰ νὰ μιλήσουμε θεολογικά, στοὺς ὁποίους δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ ἀποφύγουμε τὴν πλάνη τῆς δεισιδαιμονίας καὶ νὰ πλησιάσουμε καθαρὰ τὸν Θεό, νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ λατρεύουμε μόνο τὸν Θεό, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν τελειότητα τῆς θεογνωσίας καί, ἀφοῦ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ νηπιακὴ κατάσταση, νὰ φτάσουμε νὰ γίνουμε τέλειοι ἄνδρες [πρβ. Ἐφ. 4, 13: «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ (:μέχρι νὰ φθάσουμε νὰ ἔχουμε ὅλοι μία καὶ τὴν ἴδια ἀληθινὴ πίστη καὶ τέλεια γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προοδεύσουμε πνευματικά, ἕως ὅτου γίνουμε ἕνας τέλειος ἄνθρωπος καὶ ν’ ἀποκτήσουμε τὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος καὶ τελειότητος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ ἔχουμε πλήρεις τὶς δωρεὲς καὶ τὴν πνευματικὴ τελειότητά Του)»], δὲν βρισκόμαστε πιὰ κάτω ἀπὸ τὴν κηδεμονία παιδαγωγοῦ [πρβ. Γαλ. 3, 25: «ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγὸν ἐσμεν (:ὅταν λοιπὸν ἦλθε ἡ νέα κατάσταση, στὴν ὁποία ἰσχύει ἡ πίστη, δὲν εἴμαστε πλέον κάτω ἀπὸ τὴν παιδαγωγία τοῦ νόμου)»], ἀφοῦ πήραμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ διακριτικὴ ἱκανότητα καὶ γνωρίζουμε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ εἰκονίζεται καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ μὲ εἰκόνα. Γιατί λέει: «οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἐωράκατε (: οὔτε τὴ μορφὴ Τοῦ ἔχετε δεῖ· διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος καὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς μὲ τὶς σωματικές του αἰσθήσεις)» [Ἰω. 5, 37]. Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ σοφία τοῦ νομοθέτη! Πῶς νὰ εἰκονιστεῖ τὸ ἀόρατο; Πῶς νὰ παρασταθεῖ τὸ ἀπερίγραπτο; Πῶς νὰ ζωγραφιστεῖ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει ποσότητα, ὄγκο καὶ ὅρια; Πῶς νὰ ἀποδοθεῖ ὁ χαρακτῆρας Αὐτοῦ ποὺ δὲν ἔχει μορφή; Πῶς νὰ παρασταθεῖ μὲ χρώματα τὸ ἀσώματο;
Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτεται μὲ αἰνιγματικὸ τρόπο; Εἶναι φανερὸ πὼς λέει: Ὅταν βλέπεις ὁ ἀσώματος νὰ γίνεται ἄνθρωπος γιὰ σένα, τότε μπορεῖς νὰ κάνεις τὴν εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς· ὅταν ὁ Ἀόρατος γίνεται Ὁρατὸς κατὰ τὴ σάρκα, τότε νὰ ἀπεικονίσεις τὸ ὁμοίωμα Αὐτοῦ ποὺ φανερώθηκε· ὅταν ὁ ἀσώματος καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἄποσος καὶ ἄπειρος καὶ πέρα ἀπὸ κάθε μέγεθος μὲ τὴν ὑπεροχὴ τῆς φύσεώς Του, Αὐτὸς πού, «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὔχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ (:ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δηλαδή, ἂν καὶ εἶχε τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὡς ἀπαράλλακτη καὶ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶχε τὴ μορφὴ καὶ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς. Διότι ἐὰν ἦταν ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ τὸ ἀποθέσει, ἀπὸ φόβο μήπως τὸ χάσει)» [Φιλ. 2, 6], παίρνοντας μορφὴ δούλου, μὲ αὐτὴν τὴ μορφὴ περιορίζεται σὲ ὅρια ποσοῦ καὶ μέτρου καὶ ἀποκτᾶ χαρακτηριστικὰ σώματος, τότε σχεδίαζέ Τον σὲ πίνακες καὶ βάλε Τον νὰ Τὸν βλέπουν, Αὐτὸν ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ὁρατός. Ζωγράφιζε τὴν ἀνέκφραστη συγκατάβασή Του, τὴ γέννησή Του ἀπὸ τὴν Παρθένο, τὴ βάπτισή Του στὸν Ἰορδάνη, τὴ μεταμόρφωσή Του στὸ Θαβώρ, τὰ πάθη Του ποὺ παρέχουν ἀπάθεια, τὰ θαύματα, τὰ σύμβολα τῆς θείας φύσεώς Του, τὰ ὁποῖα πραγματοποιοῦνται μὲ θεϊκὴ ἐνέργεια μέσα ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς σάρκας, τὸν σωτήριο σταυρό, τὴν ταφή, τὴν ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανούς. Ὅλα νὰ τὰ ἱστορεῖς μὲ λόγο καὶ μὲ χρώματα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος