Τοῦ ἁγίου Πατρὸς καὶ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
1ον
Θὰ ἔπρεπε βέβαια ἐμεῖς, συναισθανόμενοι πάντοτε τὴν ἀναξιότητά μας, νὰ σιωποῦμε καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε στὸν Θεὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ ὅταν ὅλα στὸν καιρὸ τους εἶναι καλά· ἐπειδὴ ὅμως βλέπω τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔκτισε πάνω στὸ θεμέλιο τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν μὲ ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν Χριστὸ τὸν Υἱό Του, νὰ βάλλεται, σὰν σὲ θαλάσσια φουρτούνα ποὺ ὑψώνεται μὲ ἀλλεπάλληλα κύματα, καὶ νὰ ἀνακατώνεται καὶ νὰ ἀναταράσσεται ἀπὸ τὴ βίαιη πνοὴ τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καὶ τὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑφασμένο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν ποὺ οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀσεβῶν θέλουν μὲ αὐθάδεια νὰ κομματιάσουν, τὸν βλέπω νὰ σχίζεται, καὶ τὸ σῶμα Του, δηλαδὴ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεοπαράδοτη ἀπὸ παλιὰ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νὰ κατακερματίζεται σὲ διάφορες δοξασίες, γι’ αὐτὸ θεώρησα πὼς δὲν εἶναι σωστὸ νὰ σιωπῶ καὶ νὰ δέσω τὴ γλώσσα μου, φέροντας στὴ σκέψη μου τὴν ἀπόφαση ποὺ ἀπειλεῖ λέγοντας:
«ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς μου ζήσεται (:ἐὰν κανεὶς κρύψει κάτι ἀπὸ φόβο καὶ τὸ συγκαλύψει, δὲν ἐπαναπαύεται ἡ ψυχή μου σὲ αὐτὸν)» [Ἀββακ.2,4] καὶ «ἐὰν ἴδῃς τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην καὶ μὴ ἀναγγείλῃς τῷ ἀδελφῷ σου, ἐκ σοῦ ἐκζητήσω τὸ αἷμα αὐτοῦ (:ἂν δεῖς τὸ φονικὸ μαχαίρι νὰ πλησιάζει καὶ δὲν εἰδοποιήσεις τὸν ἀδελφό σου, θὰ ζητήσω τὸ αἷμα του ἀπὸ σένα)» [Ἰεζ. 33,8].
Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τάρασσε ἀφόρητος φόβος, ἀποφάσισα νὰ μιλήσω, χωρὶς νὰ ὑπολογίσω μπροστὰ στὴν ἀλήθεια τὸ μεγαλεῖο τῶν βασιλέων· γιατί ἄκουσα τὸν θεοπάτορα Δαβὶδ νὰ λέει: «Καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ἠσχυνόμην» (: καὶ μιλοῦσα γιὰ τὶς μαρτυρίες καὶ τὶς ἐντολές Σου μπροστὰ σὲ βασιλιάδες καὶ δὲν ντρεπόμουνα ἀλλὰ μὲ κάθε παρρησία μιλοῦσα μπροστὰ σὲ αὐτοὺς)» [Ψαλμ.118,46] καὶ μάλιστα κεντριζόμουνα ἀπὸ αὐτὸ ἀκόμα πιὸ πολὺ νὰ μιλήσω. Γιατί εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα ὁ λόγος τοῦ βασιλιᾶ ποὺ καταδυναστεύει τοὺς ὑπηκόους, καὶ εἶναι ἀνέκαθεν λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ περιφρόνησαν τὰ βασιλικὰ διατάγματα, ὅσοι δηλαδὴ γνωρίζουν ὅτι ὁ ἐπίγειος βασιλιὰς ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅτι οἱ νόμοι εἶναι ἰσχυρότεροι τῶν βασιλέων.
Πρὶν ἀπὸ ὅλα, ἀφοῦ στερέωσα στὸν λογισμό, σὰν σὲ κάποια καρίνα ἢ θεμέλιο, τὴ διαφύλαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν ὁποία εἶναι φυσικὸ νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ σωτηρία, ἄνοιξα τὴ βαλβίδα τοῦ λόγου καὶ σὰν ἄλογο καλὰ χαλιναγωγημένο τὸ παρακίνησα νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν ἀφετηρία. Γιατί πραγματικὰ νόμισα πὼς εἶναι πάρα πολὺ φοβερὸ ἡ Ἐκκλησία ποὺ λάμπει μὲ τόσα προτερήματα καὶ εἶναι στολισμένη μὲ τὶς θεοδίδακτες παραδόσεις τῶν εὐσεβεστάτων πατέρων νὰ ἐπιστρέφει στὰ φτωχὰ πράγματα, ἐπειδὴ φοβᾶται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος, καί, σὰν νὰ μὴ ἔχει γνωρίσει τὸν ἀληθινὸ Θεό, νὰ παίρνει τὸν κατήφορο τῆς εἰδωλολατρίας καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὴν τελειότητα γιὰ ἀσήμαντες ἀφορμές, σὰν νὰ ἔχει ἕνα μικρὸ ψεγάδι σὲ ἕνα ὡραιότατο πρόσωπο ποὺ μὲ τὴν ἀδιόρατη παρεμβολή του καταστρέφει τὸ σύνολο τῆς ὀμορφιᾶς. Γιατί τὸ μικρὸ δὲν εἶναι μικρό, ὅταν προξενεῖ μεγάλο κακό, ὅπως δὲν εἶναι μικρὸ ψεγάδι τὸ νὰ ἀνατραπεῖ ἡ θεοδίδακτη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα ποὺ καταδίκασαν οἱ προηγούμενοι ὁδηγοί μας, τῶν ὁποίων εἶναι χρέος μας, ἀφοῦ ἐξετάσουμε καλὰ τὴν πολιτεία τους, νὰ μιμούμαστε τὴν πίστη τους [Ἑβρ.13,17: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (:Νὰ ὑπακοῦτε στοὺς πνευματικοὺς προϊσταμένους σας καὶ νὰ ὑποτάσσεστε τελείως σὲ αὐτούς· διότι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σας, καθὼς θὰ δώσουν λόγο στὸν Χριστὸ γιὰ τὶς ψυχές σας. Νὰ τοὺς ὑπακοῦτε, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνονται μὲ τὴν ὑπακοή σας, ὥστε νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο τους αὐτὸ μὲ χαρὰ καὶ ὄχι μὲ στεναγμούς. Ἄλλωστε δὲν σᾶς συμφέρει νὰ στενάζουν ἐξαιτίας σας οἱ πνευματικοί σας προεστοί, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τιμωρήσει γι’ αὐτό)»].
Παρακαλῶ λοιπὸν θερμὰ πρῶτα τὸν παντοκράτορα Κύριο, μπροστὰ στὸν Ὁποῖο ὅλα εἶναι γυμνὰ καὶ ὁλοφάνερα, πρὸς τὸν Ὁποῖο ἀπευθύνεται ὁ λόγος μου καὶ ὁ Ὁποῖος γνωρίζει στὴν περίπτωση αὐτὴ τὴν καθαρότητα τῆς ταπεινῆς μου γνώμης καὶ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ σκοποῦ μου, νὰ μοῦ δώσει λόγο μὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματός μου, καὶ ἀφοῦ πάρει στὰ χέρια του τὰ χαλινάρια τοῦ νοῦ μου, νὰ τὸν ἀποσπάσει πρὸς τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ τραβήξω τὸν δρόμο μπροστὰ καὶ ἴσια, χωρὶς νὰ παρεκκλίνω πρὸς ἐκεῖνα ποὺ νομίζονται καλὰ ἢ ὅσα εἶναι γνωστὰ ὡς ὁλότελα ἐσφαλμένα. Ἔπειτα, παρακαλῶ ὅλον τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιο, τὸ βασίλειο ἱεράτευμα, μαζὶ μὲ τὸν καλὸ ποιμένα τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεικονίζει στὸν ἑαυτό του τὴν ἱεραρχία τοῦ Χριστοῦ, νὰ δεχθοῦν μὲ ἀγαθὴ διάθεση τὸν λόγο μου, χωρὶς νὰ δίνουν σημασία στὴν ἐλάχιστη ἀξία του, ἢ νὰ ἀναζητοῦν εὐστροφία λόγων, γιατί σὲ αὐτὰ δὲν εἶμαι εἰδήμων ὁ φτωχὸς ἐγώ, ἀλλὰ νὰ ζητοῦν τὴ δύναμη τῶν νοημάτων. «Οὐ γὰρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐν δυνάμει (:διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν στερεώνεται στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν μὲ εὐγλωττία, ἀλλὰ μὲ θεία δύναμη ποὺ ἑλκύει καὶ οἰκοδομεῖ τὶς καρδιὲς στὸν Χριστὸ)» [Α΄Κορ. 4,20])· ἄλλωστε σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ νικήσω, ἀλλὰ νὰ ἁπλώσω χέρι στὴν ἀλήθεια ποὺ πολεμεῖται, χέρι δυνάμεως ποὺ τὸ ἁπλώνει ἡ ἀγαθὴ διάθεση. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπικαλέστηκα ὡς βοηθὸ τὴν Ἐνυπόστατη ἀλήθεια, θὰ ἀρχίσω ἀπὸ ἐδῶ τὸν λόγο μου.
Γνωρίζω ἐκεῖνον ποὺ ἀδιάψευστα εἶπε: «Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· (:Κύριος ὁ Θεός μας εἶναι ὁ ἕνας καὶ μόνος Κύριος)» [ Δευτ. 6,4] καὶ «Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (:Κύριο τὸν Θεό σου θὰ εὐλαβεῖσαι καὶ Αὐτὸν μόνο θὰ λατρεύσεις)» [Δευτ.6,13] καὶ «οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι» (:δὲν θὰ ὑπάρχουν γιὰ σένα ἄλλοι θεοὶ)» [Δευτ. 5,7] καὶ «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς(:δὲν θὰ κατασκευάσεις κανένα γλυπτὸ ὁμοίωμα, ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ)» [Δευτ. 5, 8] καὶ «αἰσχυνθήτωσαν πάντες οἱ προσκυνοῦντες τοῖς γλυπτοῖς (:ἂς καταισχυνθοῦν ὅλοι ὅσοι προσκυνοῦν τὰ γλυπτὰ εἴδωλα)» [Ψάλμ. 96,7] καὶ «θεοί, οἱ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν (: θεοί, οἱ ὁποῖοι δὲν δημιούργησαν καὶ δὲν κατασκεύασαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, νὰ χαθοῦν)» [Ἰερ.10,11] καὶ ὅλα ὅσα κατὰ ἀντίστοιχο τρόπο ὁ Θεός, ἀφοῦ μίλησε στοὺς πατέρες μας μέσῳ τῶν προφητῶν, κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες μίλησε μὲ μᾶς μέσῳ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, μὲ τὸν Ὁποῖο δημιούργησε τὸ σύμπαν [πρβ. Ἑβρ.1,1-2 :«Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ, ὅν ἔθηκε κληρονόμον πάντων, δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν (:Πολλὲς φορὲς καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους στὰ παλαιότερα χρόνια τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς μίλησε ὁ Θεὸς στοὺς προγόνους μας μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν. Σ’ αὐτοὺς ὅμως ἐδῶ τοὺς ἔσχατους καιρούς, ποὺ τελείωσε ἡ ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μᾶς μίλησε διαμέσου τοῦ Υἱοῦ Του, τὸν Ὁποῖο κατέστησε κληρονόμο καὶ κύριο ὅλων τῶν κτισμάτων. Μέσῳ Αὐτοῦ ὁ Θεὸς δημιούργησε καὶ ὅλα ὅσα ἔγιναν μέσα στὸν χρόνο)»]. Γνωρίζω ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστὸν (:Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὸ νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι συνεχῶς ὅλο καὶ περισσότερο Ἐσένα, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ὁποῖο ἀπέστειλες στὸν κόσμο, ἔχοντας ζωντανὴ ἐπικοινωνία μὲ σένα καὶ ἀπολαμβάνοντας τὶς ἄπειρες τελειότητές Σου)» [Ἰω.17,3]. Πιστεύω σὲ ἕνα Θεό, μία ἀρχὴ τῶν ὅλων, ἄναρχο, ἄκτιστο, ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο, αἰώνιο καὶ ἀΐδιο, ἀκατάληπτο, ἀσώματο, ἀόρατο, ἀπερίγραπτο, ἀσχημάτιστο, μία οὐσία ὑπερουσία, ὑπέρθεη θεότητα, σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, σὲ Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ Αὐτὸν μόνο λατρεύω καὶ σὲ Αὐτὸν μόνο προσφέρω τὴ λατρευτικὴ προσκύνηση. Ἕνα Θεὸ προσκυνῶ, μία θεότητα, ἀλλὰ λατρεύω καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, Θεὸ Πατέρα καὶ Θεὸ Υἱὸ σαρκωμένο καὶ Θεὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἕνα Θεό.
[Συνεχίζεται]