ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Β΄ Κορ. στ΄16 – ζ΄1
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ. ιε΄ 21-28
«Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαβίδ»
Σπαρακτική η κραυγή της γυναίκας του σημερινού Ευαγγελίου. Η κατάστασή της ήταν απελπιστική. Η κόρη της είχε καταληφθεί από δαιμονικό πνεύμα κι εκείνη, παρ’ ότι δεν ήταν Εβραία αλλά Χαναναία, δηλαδή αλλοεθνής και ειδωλολάτρισσα, έτρεξε προς τον Χριστό για να ζητήσει τη θεραπεία του παιδιού της.
Οι ικεσίες και οι παρακλήσεις της δεν συγκίνησαν τον Χριστό. Αντίθετα φαίνεται να την περιφρονεί και να την αγνοεί παντελώς. Ούτε και στο αίτημα των μαθητών να τη διώξει γιατί δημιουργούσε ταραχή δεν εκάμφθη. Εκείνη, όμως, επιμένει, φωνάζει δυνατότερα, γίνεται το επίκεντρο της προσοχής. Πλησιάζει τον Χριστό και τον παρακαλεί γονατιστή «Κύριε, βοήθει μοι». Στις επίμονες ικεσίες της ο Κύριος όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε αλλά της απάντησε ότι δεν είναι σωστό να στερήσει την τροφή από τα τέκνα και να τη δώσει στα κυνάρια, δηλαδή στα σκυλιά. Χρησιμοποιεί, ο Κύριος, τους συνήθεις όρους με τους οποίους οι Ιουδαίοι χαρακτήριζαν από τη μια μεριά τον εαυτό τους και από την άλλη τους εθνικούς.
Ιδιαιτέρως σκληρή η στάση του Χριστού προς τη Χαναναία. Εκείνος που ακόμα και στον πιο μικρό αναστεναγμό έσκυβε πάντα πρόθυμα με συμπάθεια, «ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως», ο γλυκύς Ιησούς, εδώ παρουσιάζεται ανάλγητος απέναντι στο δράμα μιας δυστυχισμένης μητέρας. Εκείνη «παρακαλεῖ, δέεται, κλαίει τὴν συμφοράν, αὔξει τὴν τραγῳδίαν, διηγεῖται τὸ πάθος καὶ ὁ φιλάνθρωπος οὐκ ἀποκρίνεται αὐτῇ λόγον». Η συμπεριφορά, όμως, αυτή του Κυρίου δεν ήταν τυχαία. Ως καρδιογνώστης, ασφαλώς, γνώριζε την καρδία της Χαναναίας και με τη θεϊκή Του σκέψη κάτι άλλο, μεγαλύτερο από μιαν απλή θεραπεία προγραμμάτιζε.
Εάν θεράπευε αμέσως τη θυγατέρα της θα μας έκρυβε τον πλούτο της πίστεως, της ταπεινώσεως και της συνέσεώς της. Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «οὐκ ἔδει τοσαύτην ἀρετήν κρυβῆναι... διὸ ὁ Χριστὸς τὸν ἐναποκείμενον αὐτῇ θησαυρὸν θεοσόφῳ τεχνάσματι ἐκκαλύπτει». Ο Κύριος, μ’ ένα θεοπρεπή τρόπο, αποκαλύπτει τον εσωτερικό πνευματικό πλούτο της Χαναναίας για να καταισχύνει τους Ιουδαίους που θεωρούσαν ότι ο Θεός ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για εκείνους, αδιαφορώντας για όλους τους άλλους λαούς και, ταυτόχρονα, για να στηλιτεύσει την υποκρισία και ολιγοπιστία τους. Την δοκιμάζει «ἵνα μειζόνως αὐτήν στεφανώσῃ».
Και πράγματι, η γυναίκα εκείνη είχε μερικά γνωρίσματα αξιοθαύμαστα. Ήταν, πρώτα απ’ όλα, η μεγάλη πίστη της. Παρά τον πόνο και την ταλαιπωρία που βίωνε εξαιτίας της κατάστασης της κόρης της, τρέχει να αναζητήσει τον Χριστό σε ξένο και εχθρικό περιβάλλον. Παρ’ ότι αλλόθρησκη τον αποκαλεί “Κύριο” και «υιόν Δαβίδ», αναγνωρίζει, δηλαδή, τη Μεσσιανική Του ιδιότητα. Εισπράττει τη φαινομενική άρνηση και αδιαφορία του Χριστού κι όμως δεν ολιγοπιστεί ούτε απελπίζεται. Θα μπορούσε, έστω κι αν δεν παραπονιόταν φανερά, να αρχίσει να μειώνεται η πίστη της, να εξασθενεί ψυχικά και να πει: «φώναξα, ξαναφώναξα, κραύγασα αλλά δεν γίνεται τίποτε». Εκείνη, όμως, όχι μόνο δεν απογοητεύεται αλλά συνεχίζει, με αυξανόμενο, μάλιστα, βαθμό πίστεως, να απευθύνεται στον Χριστό και να ελπίζει για θεραπεία. Δικαίως, λοιπόν, ο Κύριος την επαινεί, για να διαλαλείται η βαθιά και γνήσια πίστη της εις τον αιώνα.
Ήταν ύστερα η μεγάλη ταπεινοφροσύνη της. Οι μαθητές αγανακτούν μαζί της. Ο Χριστός την απαξιώνει και την αποκαλεί σκυλί. Ωστόσο, εκείνη δεν θίγεται, δεν αγανακτεί ούτε σκανδαλίζεται με τα λόγια του Κυρίου. Αντιθέτως, δέχτηκε τους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς και τους μετέτρεψε σε επιχείρημά της. Με ειλικρινή ταπείνωση και επίγνωση της αναξιότητάς της ικετεύει τον Χριστό έστω και για ένα «ψιχίο» θείου ελέους και ευσπλαχνίας. Και ο Κύριος, που «ἐπιβλέπει ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν καὶ οὐκ ἐξουδενοῖ τὴν δέησιν αὐτῶν», δεν την αποστράφηκε τελικά. Όχι μόνο της έδωσε το ποθούμενο, την ίαση του παιδιού της, αλλά την κατέστησε, διαχρονικά, πρότυπο και παράδειγμα ταπείνωσης για όλους μας.
Ήταν, τέλος, κι η μεγάλη επιμονή της. Μπροστά στη ψυχρότητα του Χριστού δεν αποθαρρύνθηκε, ούτε απέκαμε μετά την πρώτη ή δεύτερη προσπάθεια. Τα ψυχικά και σωματικά της αποθέματα δεν εξαντλήθηκαν από τα πολλά εμπόδια κι οι προσβολές δεν κατέβαλαν το φρόνημά της. Απεναντίας «ἀπηναισχύντησε καλὴν ἀναισχυντίαν». Με παρρησία, θαυμαστή καρτερία και επιμονή συνέχισε να ικετεύει τον Χριστό και, έτσι, είλκυσε το έλεος και τη φιλανθρωπία Του.
Η περίπτωση της Χαναναίας γυναίκας του σημερινού ευαγγελίου διδάσκει κι εμάς πως πρέπει να προσευχόμαστε και να προσεγγίζουμε τον Θεό. Δεν είναι λίγες οι φορές που κι εμείς αισθανόμαστε ότι ο Θεός δεν μας ακούει ή βραδύνει να απαντήσει στις προσευχές και στα αιτήματά μας. Αυτό δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει ή πολύ χειρότερα να μας οδηγεί στην απελπισία και τελικά στην παραίτηση. Μας δοκιμάζει πολλές φορές ο Θεός με τη μη ανταπόκριση στις προσευχές μας για να μας βοηθήσει να αυξήσουμε την πίστη μας και να αποκτήσουμε την αξιοθαύμαστη επιμονή της Χαναναίας. Αν μας δώσει αμέσως αυτό που ζητούμε υπάρχει το ενδεχόμενο να σταματήσουμε την προσευχή και να φύγουμε από κοντά Του. Να λάβουμε το δώρο και να ξεχάσουμε τον Δωρεοδότη. Και τότε το δώρο που λάβαμε θα είναι ασήμαντο μπροστά στην πνευματική ζημιά πού πάθαμε.
Ας μην απελπιζόμαστε, λοιπόν, κι ας μην αποκάμνουμε προσευχόμενοι όταν ο Θεός δεν απαντά άμεσα στις προσευχές μας γιατί αυτό μας ωφελεί πνευματικά και μάλιστα πολλαπλά. Ας επιμείνουμε με αταλάντευτη πίστη και αληθινή ταπείνωση στην προσευχή και να είμαστε βέβαιοι ότι θα έρθει η ώρα που ο Θεός θα ικανοποιήσει το αίτημά μας και θα δώσει τη θεοπρεπή εντολή «γενηθήτω σοι ως θέλεις».
Ιεροδιάκονος Δ. Κυριακίδης