π. Παΐσιος Νεοσκητιώτης
Σε μια επίσκεψή μου στο φιλόξενο κελί του Γέροντα Σπυρίδωνα στη Νέα Σκήτη, γνώρισα ένα γέροντα που ήταν κατάκοιτος, τον π. Παΐσιο. Οι πατέρες με παρακάλεσαν να τον εξετάσω και να τον βοηθήσω, όπως μπορούσα. Η γνωριμία μου με αυτόν τον όσιο Γέροντα, οι συζητήσεις και το απόσταγμα της εμπειρίας του, χαράχτηκαν στην μνήμη μου ανεξίτηλα.
Ο Γέροντας από ευγνωμοσύνη για την ιατρική βοήθεια που του πρόσφερα, μου άνοιξε την καρδιά του. Ας αναφέρω με λίγα λόγια αυτά που μου διηγήθηκε:
Ο Γέροντας από ευγνωμοσύνη για την ιατρική βοήθεια που του πρόσφερα, μου άνοιξε την καρδιά του. Ας αναφέρω με λίγα λόγια αυτά που μου διηγήθηκε:
Έγινα μοναχός μετά την “κοίμηση” της ευσεβούς συζύγου μου. Τέτοια ήταν η συμφωνία μας. Όποιος “κοιμηθεί” πρώτος, ο άλλος θα γίνει μοναχός. Κατάγομαι από την Πελοπόννησο. Ήμουν έγγαμος και πολύτεκνος. Το επάγγελμά μου ήταν έμπορος. Παρόλη την πίστη μου στο Θεό είχα ένα μεγάλο πάθος. Την αμαρτία της βλασφημίας. Όσο και να προσπάθησα, πάντα με νικούσε το πάθος. Κάποτε πήγα στην Παναγία της Τήνου για προσκύνημα. Εκείνη την εποχή οι προσκυνητές, οι περισσότεροι των οποίων ήταν άρρωστοι από σωματικές ασθένειες ή ψυχικές όπως εγώ, το βράδυ διανυκτέρευαν μέσα στην εκκλησία. Όπως ήμασταν ξαπλωμένοι στη σειρά, στο πάτωμα, πάνω σε πρόχειρα στρωσίδια, τα μεσάνυχτα είδαμε την Παναγία που βγήκε από την εικόνα Της με τη μορφή μοναχής υψηλού αναστήματος και εμφάνιση που δημιουργούσε δέος.
Άρχισε να βαδίζει μέσα στο ναό περνώντας σιγά- σιγά δίπλα στους ασθενείς. Καταλαβαίνεις τι γινόταν τότε! Οι άνθρωποι Την παρακαλούσαν με όλη τους την καρδιά να τους θεραπεύσει. Και η Ελεούσα πράγματι τους ελεούσε δίνοντάς τους την υγεία τους. Όταν πέρασε από μπροστά μου, εγώ Την παρακάλεσα πρώτα να μην βλασφημώ και δεύτερον να με αξιώσει να κηρύττω για το Χριστό. Τελειώνοντας την επίσκεψη των ασθενών η Παναγία πήγε και στάθηκε στην εικόνα Της στο τέμπλο και όλη τη νύχτα μέχρι που ξημέρωσε προσευχόταν με στρωτές μετάνοιες. Το πρωί Την είδαμε να μπαίνει στην εικόνα Της και δεν Την ξαναείδαμε πια.
Σ’ αυτό το σημείο θυμήθηκα παρόμοια διήγηση του Γέροντα Εφραίμ του Κατουνακιώτη που έλεγε: Όταν η Παναγία οφθαλμοφανώς επισκεπτόταν και θεράπευε τους ασθενείς προσκυνητές της μέσα στο ναό Της, στην Τήνο, μεταξύ των ασθενών ήταν και ένας μοναχός άρρωστος. Αυτόν τον προσπέρασε η Παναγία χωρίς να γυρίσει ούτε να τον κοιτάξει. Αυτός νομίζοντας ότι δεν τον είδε φώναξε: «Παναγία μου, Παναγία μου είμαι κι εγώ εδώ! Είμαι άρρωστος!». Τότε γύρισε το πρόσωπό Της και του είπε: «Εσύ είσαι μοναχός και να κάνεις υπομονή». Και συνέχισε την επίσκεψή Της στους άλλους ασθενείς.
Τελειώνοντας την διήγησή του ο Γέροντας Παΐσιος τον ρώτησα: Εισακούστηκαν τα αιτήματά σου Γέροντα; Τι έγινε με το πάθος της βλασφημίας; Κόπηκε; Και μου λέει: Ελαττώθηκε με τη Χάρη Της σιγά-σιγά και μετά από αρκετό καιρό, χάθηκε. Σχετικά με το δεύτερο αίτημά μου, μου δόθηκε το χάρισμα του Θείου Κηρύγματος. Έγινα ένα λαϊκός ιεροκήρυκας. Για πρώτη φορά σε ένα πανηγύρι ενός χωριού, όπου λειτουργούσε και ο δεσπότης, πήγα και του ζήτησα την άδειά του να κηρύξω. Ω του θαύματος, με την ευλογία της Παναγίας, μου είπε: «Κήρυξε»! Ο λόγος μου χωρίς καμιά προετοιμασία ήταν τόσο κατανυκτικός που ο κόσμος έκλαιγε. Ο Δεσπότης συγκινήθηκε και μου είπε: «Έχεις την ευχή μου να κηρύττεις. Έτσι, ως λαϊκός ιεροκήρυκας, κήρυττα τον Θείο Λόγο και ωφελούμουν. Αφού αποκατέστησα τα παιδιά μου και η γυναίκα μου “κοιμήθηκε”, ήρθα στο Άγιον Όρος και έμενα μόνος μου σε ένα κελάκι. Τώρα που αρρώστησα από αρθριτικά και γεράματα και δεν μπορώ πια να εξυπηρετήσω τον εαυτό μου ας είναι καλά οι πατέρες που με πήραν και με φροντίζουν. Τον ρώτησα: π. Παϊσιε είσαι ευχαριστημένος από την ζωή σου και την περίθαλψη που σου παρέχουν οι πατέρες; Τότε μου λέει: Άκου γιατρέ μου. Εγώ όπου έζησα και εδώ που βρίσκομαι περνάω πάντα καλά. Ξέρεις γιατί; Επειδή δεν έχω καμιά απαίτηση. Αν μου δώσουν νερό, πίνω. Αν μου δώσουν φαγητό, τρώω.
Αν μου δώσουν φάρμακο για τους πόνους, το παίρνω. Μόνος μου δεν ζητάω τίποτε. Όλοι τρέχουν να με εξυπηρετήσουν, για να μη μου λείψει τίποτε. Σε κάθετί που με ρωτάνε τους λέω: «Όπως θέλετε πατέρες, ευχαριστώ». Όταν μου έλεγε αυτά, σκεφτόμουν. Πόση σοφία έχει ο γέροντας! Και πόσο κουραστικός γίνεται ο άνθρωπος όταν συνεχώς γκρινιάζει και έχει απαιτήσεις.
Τελειώνοντας τη διήγησή του μου είπε: Να σου κάνω κι εγώ γιατρέ μια ερώτηση; Κατά τη γνώμη σου γιατί μας έφερε ο Θεός στον κόσμο; Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μας; Τότε τον παρακάλεσα να μου δώσει ο ίδιος την απάντηση. Μου λέει: Ο σκοπός που ζούμε, είναι να δοξάζουμε τον Θεό. Γι’ αυτό μας έπλασε ο Θεός.
Τα χαράματα κατέβηκα από το δωμάτιό μου, που ήταν στον πάνω όροφο, και πήγα περπατώντας αθόρυβα να δω τι κάνει ο γέροντας. Τον είδα στο ημίφως ξαπλωμένο στο κρεβατάκι του να επαναλαμβάνει με σιγανή και κατανυκτική φωνή τονίζοντας μια-μια τις λέξεις: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με ὅτι ἁμαρτωλός εἰμι. Όση ώρα στεκόμουν έξω από το κελάκι του αυτή η προσευχή του ήταν αδιάλειπτη.
Ακούγοντας τον γέροντα να προσεύχεται αδιαλείπτως και σκεπτόμενος την απάντησή του στο μεγάλο ερώτημα, ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μας, θυμήθηκα τα σοφά λόγια του πατρός Ιωσήφ του Γέροντος της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου. Σε μια επίσκεψή μου στο κελάκι του, μου είπε ο πατήρ Ιωσήφ: Όταν ήμουν νέος μοναχός, μου έκαναν εντύπωση το διορατικό, το προορατικό και το προφητικό χάρισμα. Όπου άκουγα ότι υπήρχε γέροντας με τέτοια χαρίσματα έτρεχα με ενθουσιασμό να τον συναντήσω. Τώρα που γέρασα δεν μου κάνουν ποια εντύπωση αυτά τα χαρίσματα. Για μένα μεγαλύτερη αξία έχει να συναντήσω έναν άνθρωπο που έκανε υπομονή χωρίς να γογγύζει σε μακροχρόνιες και επώδυνες ασθένειες. Αυτό με συγκινεί και με διδάσκει.
Έτσι και ο πατήρ Παΐσιος δοκιμάστηκε μακροχρόνια από επώδυνες ασθένειες, έκανε πολύ υπομονή, καλλιέργησε την αρετή της μετάνοιας και στο τέλος έφθασε η ψυχή του στην δοξολογία που είναι έργο των αγγέλων. Μετά από αρκετό καιρό άφησε αυτόν τον μάταιο κόσμο. Έφυγε και μας άφησε την ευωδία της αγίας ζωής του. Ας έχουμε τις ευχές του.
Σ’ αυτό το σημείο θυμήθηκα παρόμοια διήγηση του Γέροντα Εφραίμ του Κατουνακιώτη που έλεγε: Όταν η Παναγία οφθαλμοφανώς επισκεπτόταν και θεράπευε τους ασθενείς προσκυνητές της μέσα στο ναό Της, στην Τήνο, μεταξύ των ασθενών ήταν και ένας μοναχός άρρωστος. Αυτόν τον προσπέρασε η Παναγία χωρίς να γυρίσει ούτε να τον κοιτάξει. Αυτός νομίζοντας ότι δεν τον είδε φώναξε: «Παναγία μου, Παναγία μου είμαι κι εγώ εδώ! Είμαι άρρωστος!». Τότε γύρισε το πρόσωπό Της και του είπε: «Εσύ είσαι μοναχός και να κάνεις υπομονή». Και συνέχισε την επίσκεψή Της στους άλλους ασθενείς.
Τελειώνοντας την διήγησή του ο Γέροντας Παΐσιος τον ρώτησα: Εισακούστηκαν τα αιτήματά σου Γέροντα; Τι έγινε με το πάθος της βλασφημίας; Κόπηκε; Και μου λέει: Ελαττώθηκε με τη Χάρη Της σιγά-σιγά και μετά από αρκετό καιρό, χάθηκε. Σχετικά με το δεύτερο αίτημά μου, μου δόθηκε το χάρισμα του Θείου Κηρύγματος. Έγινα ένα λαϊκός ιεροκήρυκας. Για πρώτη φορά σε ένα πανηγύρι ενός χωριού, όπου λειτουργούσε και ο δεσπότης, πήγα και του ζήτησα την άδειά του να κηρύξω. Ω του θαύματος, με την ευλογία της Παναγίας, μου είπε: «Κήρυξε»! Ο λόγος μου χωρίς καμιά προετοιμασία ήταν τόσο κατανυκτικός που ο κόσμος έκλαιγε. Ο Δεσπότης συγκινήθηκε και μου είπε: «Έχεις την ευχή μου να κηρύττεις. Έτσι, ως λαϊκός ιεροκήρυκας, κήρυττα τον Θείο Λόγο και ωφελούμουν. Αφού αποκατέστησα τα παιδιά μου και η γυναίκα μου “κοιμήθηκε”, ήρθα στο Άγιον Όρος και έμενα μόνος μου σε ένα κελάκι. Τώρα που αρρώστησα από αρθριτικά και γεράματα και δεν μπορώ πια να εξυπηρετήσω τον εαυτό μου ας είναι καλά οι πατέρες που με πήραν και με φροντίζουν. Τον ρώτησα: π. Παϊσιε είσαι ευχαριστημένος από την ζωή σου και την περίθαλψη που σου παρέχουν οι πατέρες; Τότε μου λέει: Άκου γιατρέ μου. Εγώ όπου έζησα και εδώ που βρίσκομαι περνάω πάντα καλά. Ξέρεις γιατί; Επειδή δεν έχω καμιά απαίτηση. Αν μου δώσουν νερό, πίνω. Αν μου δώσουν φαγητό, τρώω.
Αν μου δώσουν φάρμακο για τους πόνους, το παίρνω. Μόνος μου δεν ζητάω τίποτε. Όλοι τρέχουν να με εξυπηρετήσουν, για να μη μου λείψει τίποτε. Σε κάθετί που με ρωτάνε τους λέω: «Όπως θέλετε πατέρες, ευχαριστώ». Όταν μου έλεγε αυτά, σκεφτόμουν. Πόση σοφία έχει ο γέροντας! Και πόσο κουραστικός γίνεται ο άνθρωπος όταν συνεχώς γκρινιάζει και έχει απαιτήσεις.
Τελειώνοντας τη διήγησή του μου είπε: Να σου κάνω κι εγώ γιατρέ μια ερώτηση; Κατά τη γνώμη σου γιατί μας έφερε ο Θεός στον κόσμο; Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μας; Τότε τον παρακάλεσα να μου δώσει ο ίδιος την απάντηση. Μου λέει: Ο σκοπός που ζούμε, είναι να δοξάζουμε τον Θεό. Γι’ αυτό μας έπλασε ο Θεός.
Τα χαράματα κατέβηκα από το δωμάτιό μου, που ήταν στον πάνω όροφο, και πήγα περπατώντας αθόρυβα να δω τι κάνει ο γέροντας. Τον είδα στο ημίφως ξαπλωμένο στο κρεβατάκι του να επαναλαμβάνει με σιγανή και κατανυκτική φωνή τονίζοντας μια-μια τις λέξεις: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με ὅτι ἁμαρτωλός εἰμι. Όση ώρα στεκόμουν έξω από το κελάκι του αυτή η προσευχή του ήταν αδιάλειπτη.
Ακούγοντας τον γέροντα να προσεύχεται αδιαλείπτως και σκεπτόμενος την απάντησή του στο μεγάλο ερώτημα, ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μας, θυμήθηκα τα σοφά λόγια του πατρός Ιωσήφ του Γέροντος της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου. Σε μια επίσκεψή μου στο κελάκι του, μου είπε ο πατήρ Ιωσήφ: Όταν ήμουν νέος μοναχός, μου έκαναν εντύπωση το διορατικό, το προορατικό και το προφητικό χάρισμα. Όπου άκουγα ότι υπήρχε γέροντας με τέτοια χαρίσματα έτρεχα με ενθουσιασμό να τον συναντήσω. Τώρα που γέρασα δεν μου κάνουν ποια εντύπωση αυτά τα χαρίσματα. Για μένα μεγαλύτερη αξία έχει να συναντήσω έναν άνθρωπο που έκανε υπομονή χωρίς να γογγύζει σε μακροχρόνιες και επώδυνες ασθένειες. Αυτό με συγκινεί και με διδάσκει.
Έτσι και ο πατήρ Παΐσιος δοκιμάστηκε μακροχρόνια από επώδυνες ασθένειες, έκανε πολύ υπομονή, καλλιέργησε την αρετή της μετάνοιας και στο τέλος έφθασε η ψυχή του στην δοξολογία που είναι έργο των αγγέλων. Μετά από αρκετό καιρό άφησε αυτόν τον μάταιο κόσμο. Έφυγε και μας άφησε την ευωδία της αγίας ζωής του. Ας έχουμε τις ευχές του.