Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος ΚαθηγητήςΘεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1. Ἀνεξάντλητος ὁ πλοῦτος τῆς πατερικῆς σοφίας
Ἀνεξάντλητος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς πατερικῆς σοφίας, γιατί αὐξάνει ἀπό τήν ἀμείωτη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πολλές φορές βρισκόμαστε οἱ κληρικοί στή δύσκολη θέση κατά τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου μέσα στούς ναούς νά ἐπαναλαμβάνουμε τά ἴδια πράγματα κάθε χρόνο, κατά τίς σταθερά ἐπαναλαμβανόμενες ἑορτές καί τίς σταθερά ἀναγινωσκόμενες εὐαγγελικές καί ἀποστολικές περικοπές. Αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς ἀποθαρρύνει, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἐξασθενεῖ καί λησμονεῖ τό πλεῖστον τῶν λεγομένων, καί γι᾽ αὐτό εἶνα ἀπαραίτητη ἡ ὑπόμνηση, τό ξαναζωντάνεμα ὅσων ἔχουν ἀτονήσει, ἔχουμε ἐπιπλέον οἱ Ὀρθόδοξοι τόν ἀνεκτίμητο καί μοναδικό πλοῦτο τῶν πατερικῶν ἑρμηνευτικῶν συγγραμμάτων ὡς πηγή ἀνεφοδιασμοῦ, ὅταν οἱ δικές μας πενιχρές δυνάμεις φαίνεται ὅτι ἔχουν ἐξαντληθῆ καί δέν ἐπαρκοῦν γιά νέες ἑρμηνευτικές ἤ ποιμαντικές προσεγγίσεις.
Ὅπως οἱ μεταλλωρύχοι χαίρουν καί πανηγυρίζουν, ὅταν ἀνακαλύψουν πλούσια κοιτάσματα εὐγενῶν καί πολυτίμων μετάλλων, ἔτσι πρέπει νά χαίρουμε οἱ πιστοί, ὅταν ἐντοπίζουμε πνευματικούς θησαυρούς στό ἀκένωτο καί ἀνεξάντλητο χρυσωρυχεῖο τῶν Πατερικῶν συγγραμμάτων.
Ἐχάρη πολύ καί ὁ γράφων, ἀλλά καί τό ἐκκλησίασμα τοῦ μικροῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στήν Θεσσαλονίκη κατά τά κήρυγμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ὅταν τούς παρουσίασα μία ὡραία εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γιά νά τονίσει τήν δύναμη καί τήν σωτηριώδη ἀποτελεσμαστικότητα τῆς ταπείνωσης, ὡς καί τήν καταστροφική πνευματική δύναμη τῆς ὑπερηφάνειας.
Εἶναι βέβαια γνωστό ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ὁ καλύτερος ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἰδιαίτερα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ πρός τόν ὁποῖο πνευματική ταύτιση καί συγγένεια εἶναι ἐντυπωσιακή. Αὐτό ἔχει πολλάκις καί πολλαχοῦ τονισθῆ καί στίς πηγές καί στή βιβλιογραφία[1]. Ἐξ ἴσου σημαντικές καί ἐμπνευσμένες εἶναι καί οἱ ἑρμηνεῖες πού ἔχει κάνει σέ ὅλα σχεδόν τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ εἰδικά ἑρμηνευτικά Ὑπομνήματα, ἀλλά καί μέ ὁμιλίες σέ δύσκολα χωρία ἤ σέ πρόσωπα καί γεγονότα. Ἀπό τά τέσσερα εὐαγγέλια ἔχει ἑρμηνεύσει μέ ἐνενήντα (90) ὁμιλίες τό κατά Ματθαῖον Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί μέ ὀγδόντα ὀκτώ (88) τό κατά Ἰωάννην. Στά ἄλλα δύο εὐαγγέλια, τό κατά Μᾶρκον καί τό κατά Λουκᾶν, δέν μᾶς ἔχει ἀφήσει ὁμιλίες, προφανῶς λόγῳ τῆς κατά τό μέγιστο μέρος ταυτίσεως τοῦ περιεχομένου των μέ τό κατά Ματθαῖον Ἅγιο Εὐαγγέλιο. Χρησιμοποιεῖ ὅμως καί αὐτά στίς ποικίλου περιεχομένου ὁμιλίες του.
2. Δύο ἅρματα συρόμενα ἀπό α) ἀρετή καί ὑπερηφάνεια, β) ἁμαρτία καί ταπείνωση.
Στήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, πού τήν διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς[2], ἔχει ἀρκετές ἀναφορές. Ἡ πιό ἐντυπωσιακή πάντως καί διδακτική εἶναι αὐτή στήν ὁποία χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τῶν δύο ἁρμάτων μέ ἐντυπωσιακή πλοκή. Βρίσκεται στό ἔργο του. Περί ἀκαταλήπτου. Πρός τούς Ἀνομοίους, στόν πέμπτο λόγο, ὅπου ἀφοῦ στήν ἀρχή μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα καταρρίπτει τίς θέσεις τῶν αἱρετικῶν Ἀνομοίων, πού ἰσχυρίζονταν ὅτι γνωρίζουν ἀκόμη καί τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, κατακλείει τόν λόγο μέ σύσταση πρός τούς ἀκροατάς νά προσευχηθοῦν στόν Θεό νά τούς φωτίσει, ὥστε νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν πλάνη. Προβάλλει δυνατά τήν δύναμη τῆς προσευχῆς, ἀκόμη καί τοῦ πιό ἁπλοῦ καί πτωχοῦ ἀνθρώπου, καί στή συνέχεια ἀντιμετωπίζει τήν ἔνσταση πού προβάλλουν πολλοί ὅτι «ἐγώ δέν ἔχω παρρησία γιά νά προσευχηθῶ καί νά μέ ἀκούσει ὁ Θεός, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός». Θεωρεῖ ὅτι αὐτή ἡ εὐλάβεια εἶναι σατανική, γιατί ἀποκλείει τό πλησίασμά μας πρός τόν Θεό. Ἀκόμη καί ἄν ἔχει κανείς πολλά ἁμαρτήματα, καί μόνο αὐτή ἡ συνείδηση τῆς ἁμαρτωλότητος δημιουργεῖ πολλή παρρησία πρός τόν Θεό. Καί γιά νά δείξει πόση δύναμη ἔχει ἡ προσευχή τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅταν ἀναγνωρίζουν τήν ἁμαρτωλότητά τους, καί πόσο ἀνίσχυρη εἶναι ἡ προσευχή τῶν ἐναρέτων, ὅταν συνδέεται μέ ὑπερηφάνεια, συμβουλεύει στόν ἀκροατή νά κατασκευάσει μέ τόν νοῦ του δύο ἅρματα· στό ἕνα νά ζέψει τήν ἀρετή μέ τήν ὑπερηφάνεια καί στό ἄλλο τήν ἁμαρτία μέ τήν ταπείνωση. Θά δεῖ τότε τό ἅρμα τῆς ἁμαρτίας νά προηγεῖται ἀπό τό ἅρμα τῆς ἀρετῆς, ὄχι γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι πιό δυνατή ἀπό τήν ἀρετή, ἀλλά λόγῳ τῆς δύναμης πού ἔχει ἡ συνεζευγμένη ταπείνωση, ἐνῶ ἀντίθετα τό ἅρμα τῆς ἀρετῆς νά μένει πίσω, ὄχι γιατί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀρετή, ἀλλά λόγῳ τοῦ βάρους καί τοῦ ὄγκου τῆς ὑπερηφάνειας. Γιατί, ὅπως ἡ ταπείνωση, λόγῳ τοῦ ὑπερβολικοῦ ὕψους της, νικᾶ τήν βαρύτητα τῆς ἁμαρτίας καί κατορθώνει νά ἀνεβεῖ καί νά φθάσει στόν οὐρανό, ἔτσι καί ἡ ὑπερηφάνεια λόγῳ τοῦ μεγάλου βάρους καί τοῦ ὄγκου της, κατορθώνει καί νικᾶ τήν ἐλαφρότατη ἀρετή καί τήν τραβᾶ πρός τά κάτω. Εἶναι ἀνεπανάληπτος ὁ χρυσοστομικός λόγος: «Καί ἵνα μάθῃς, ὅσον ἐστίν ἀγαθόν μηδέν μέγα περί ἑαυτοῦ φαντάζεσθαι, ἅρματα δύο ποίησον τῷ λόγῳ, ζεῦξον δικαιοσύνην καί ἀπόνοιαν, καί ἁμαρτίαν μετά ταπεινοφροσύνης, καί ὄψει τό ζεῦγος τῆς ἁμαρτίας προλαμβάνον τήν δικαιοσύνην, οὐ παρά τήν οἰκείαν δύναμιν, ἀλλά παρά τήν ἰσχύν τῆς συζύγου ταπεινοφροσύνης, κἀκεῖνο πάλιν ἐλαττούμενον, οὐ παρά τήν ἀσθένειαν τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά παρά τό βάρος καί τόν ὄγκον τῆς ἀπονοίας. Ὥσπερ γάρ ἡ ταπεινοφροσύνη διά τό ὑπερβάλλον αὐτῆς ὕψος τῆς ἁμαρτίας νικᾷ τήν βαρύτητα, καί φθάνει πρός τόν οὐρανόν ἀναβῆναι, οὕτω καί ἡ ἀπόνοια, διά τό πολύ βάρος αὐτῆς καί τόν ὄγκον ἰσχύει καί τῆς κουφοτάτης δικαιοσύνης περιγενέσθαι, καί καθελκύσαι κάτω ῥᾳδίως αὐτήν».
Τό ὅτι τό ζεῦγος ἁμαρτία καί ταπείνωση εἶναι ἰσχυρότερο μᾶς τό διδάσκει ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου. Ἔζεψε ὁ Φαρισαῖος τήν ἀρετή μέ τήν ὑπερηφάνεια μέ τό νά πεῖ «ὅτι οὐκ εἰμί ὡς οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, πλεονέκται, οὐδέ ὡς οὗτος ὁ τελώνης». Εἶναι φανερή ἡ μανία του· δέν χόρτασε τήν ὑπερηφάνειά του ἰσχυριζόμενος ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, ἀλλά παρέλαβε καί τόν πλησίον ἱστάμενο τελώνη. Καί ἐκεῖνος δέν ἀπέκρουσε τίς ὕβρεις, δέν πόνεσε γιά τήν κατηγορία, ἀλλά δέχθηκε μέ εὐγνωμοσύνη τά λεχθέντα. Καί ἔτσι τό βέλος τοῦ Φαρισαίου ἔγινε γι᾽ αὐτόν φάρμακο καί θεραπεία, ὁ ὀνειδισμός ἐγκώμιο, καί ἡ κατηγορία στέφανος.
Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μεγάλο καλό, γιατί συντελεῖ στό νά μήν πληγωνόμαστε ἀπό τίς εἰρωνεῖες, οὔτε νά γινόμαστε θηρία, ὅταν μᾶς ὑβρίζουν. Μπορεῖ κανείς καί μέ τή στάση αὐτή νά καρπωθεῖ μεγάλα ἀγαθά, ὅπως ἔγινε μέ τόν Τελώνη. Δέχθηκε τούς ὀνειδισμούς καί ξεφορτώθηκε τά ἁμαρτήματα· μέ τό νά πεῖ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κατέβηκε ἀπό τό ναό δικαιωμένος, ἀντίθετα μέ τό Φαρισαῖο. Τά λόγια ἐνίκησαν τά ἔργα, τά ρήματα τίς πράξεις. Γιατί ὁ μέν Φαρισαῖος πρόβαλε τήν ἀρετή του, τήν νηστεία καί τά δέκατα τῶν προσφορῶν του· ὁ δέ Τελώνης μόνον λόγια καί ἀπηλλάγη ἀπό ὅλα τά ἁμαρτήματα: «Λόγοι περιεγένοντο ἔργων, καί ρήματα πράξεις ἐνίκησαν. Ὁ μέν γάρ δικαιοσύνην προεβάλετο καί νηστείαν καί δέκατα· οὗτος δέ ρήματα εἶπε ψιλά καί πάντα ἀπέθετο τά ἁμαρτήματα». Ὁ Θεός βέβαια δέν ἄκουσε μόνο τά λόγια, ἀλλά κατάλαβε καί τήν ἐσωτερική διάθεση πού τόν κινοῦσε, τήν συντριβή καί τήν ταπείνωση καί γι᾽ αὐτό τόν ἐλέησε καί τόν συγχώρησε. Καί γιά νά μήν παρεξηγήσει κάποιος ἀκροατής τά λεγόμενά του καί ἀθωώσει τήν ἁμαρτία, λέγει ὁ Χρυσόστομος ὅτι «ταῦτα λέγω οὐχ ἵνα ἁμαρτάνωμεν, ἀλλ᾽ ἵνα ταπεινοφρονῶμεν»[3].
Φαίνεται ὅτι ἡ χρυσοστομική αὐτή διδασκαλία ἦταν γνωστή στόν ὑμνογράφο τοῦ κανόνος τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, πού εἶναι ἕνας ἀπό τούς πολλούς Γεωργίους, πού ἔγραψαν κανόνες τήν ἐποχή τῶν Στουδιτῶν. Σέ δύο τροπάρια τῆς πέμπτης ᾠδῆς χρησιμοποιεῖ τήν ἴδια ἤ παρεμφερῆ εἰκόνα. Στό ἕνα λέγει ὅτι ὁ δρόμος τῆς δικαιοσύνης (=ἀρετῆς) ἀποδείχθηκε γιά τόν Φαρισαῖο ἄδειος, γιατί συνέζευξε μέ τή δικαιοσύνη τήν οἴηση, ἐνῶ ὁ Τελώνης εἶχε συνέμπορο στήν ὑψοποιό ἀρετή τήν ταπείνωση: «Δικαιοσύνης δρόμος κενός ἤλεγκται, συζεύξας ἐν αὐτῷ ὁ Φαρισαῖος τήν οἴησιν, αὖθις δέ Τελώνης ὑψοποιῷ ἀρετῇ κτησάμενος συνέμπορον τήν ταπείνωσιν».
Τό ἑπόμενο τροπάριο ἔχει ἄλλη, παρηλλαγμένη ἀλλά συγγενῆ εἰκόνα· ὁ Φαρισαῖος πάνω στό ἅρμα τῶν ἀρετῶν νόμιζε ὅτι θά φθάσει γρήγορα στό τέρμα, ἀλλά ὁ Τελώνης πεζός προσπέρασε ἀπό τά πλάγια τό ἅρμα καί ἔφθασε δίκαια πρῶτος, γιατί συνέζευξε μέ τόν οἶκτο τήν ταπείνωση: «Ἁρματηλάτης ἐν ἀρεταῖς ᾤετο δραμεῖν Φαρισαῖος, ἀλλά πεζός παρακλιδόν ἅρμα διαθέων καλῶς προέλαβε, συζεύξας Τελώνης οἴκτῳ τήν ταπείνωσιν».
3. Μιμούμαστε τίς ἀρετές καί τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνη. Ἀποφεύγουμε τίς κακίες τους.
Τό ἅρμα τῶν ἀρετῶν συνοδευόμενο ἀπό οἴηση, καύχηση, ὑπερηφάνεια, ἐξουθένωση τῶν ἄλλων δέν εἶναι ἀσφαλές μέσο γιά τό ταξείδι μας πρός τήν αἰωνιότητα. Ἐνῶ μέσα στίς δυσκολίες τῆς πεζοπορίας μας, ἔστω καί ἄν σκοντάφτουμε καί ἁμαρτάνουμε, θά φθάσουμε στό τέρμα τῆς πορείας ἔχοντας συνοδό μας τήν ταπείνωση. Ἀπαντώντας μάλιστα ὁ ὑμνογράφος στόν φόβο τῆς παρεξηγήσεως πού ἐξέφρασε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι δηλαδή δέν πρέπει νά νομίσουμε ὅτι τό παράδειγμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ Τελώνη μᾶς προτρέπει νά ἁμαρτάνουμε, ἀντίθετα μᾶς προτρέπει ἁπλῶς νά ταπεινοφρονοῦμε, στό πρῶτο τροπάριο τῆς ᾠδῆς πού ἀναφέραμε συνιστᾶ νά μιμηθοῦμε τοῦ Φαρισαίου τίς ἀρετές καί τοῦ Τελώνη τήν ταπείνωση, ἀποφεύγοντας καί μισοῦντες τό κακό καί τῶν δύο· τήν ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου καί τά ἁμαρτήματα τοῦ Τελώνη: «Τοῦ Φαρισαίου τάς ἀρετάς σπεύσωμεν μιμεῖσθαι, καί ζηλοῦν τήν τοῦ Τελώνου ταπείνωσιν, τό ἐν ἑκατέροις μισοῦντες ἄτοπον, ἀπόνοιαν καί λύμην τῶν παραπτωμάτων». Γι᾽ αὐτό ἔχει μέν δίκαιο ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου τοῦ συναξαρίου τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ἰσχυριζόμενος ὅτι εἶναι προτιμότερο νά ἁμαρτάνει κανείς καί νά ἐπιστρέφει, παρά νά εἶναι ἐνάρετος καί νά ἐπαίρεται, πρέπει ὅμως νά προστεθεῖ ὅτι ἄριστο εἶναι οὔτε νά ἁμαρτάνει κανείς οὔτε νά ἐπαίρεται, νά κατορθώνει τίς ἀρετές καί συγχρόνως νά εἶναι ταπεινός. Εἰς τό «κρεῖσσόν ἐστι ἁμαρτάνοντα ἐπιστρέφειν ἤ κατορθοῦντα ἐπαίρεσθαι» τοῦ συναξαρίου πρέπει νά προσταθεῖ τό «κράτιστόν ἐστι κατορθοῦντα μή ἐπαίρεσθαι, ἀλλά ταπεινοφρονεῖν». Εἶναι ὄντως πολύ τραγικό νά ἐπιτελεῖ κανείς ἔργα ἀρετῆς καί ἁγιότητος ἀξιομίμητα καί νά τά χάνει ὅλα, νά μένει μέ ἄδεια χέρια, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας, ἀφοῦ κατά τόν αὐτό ὑμνογράφο «ἐξ ἀπονοίας κενοῦται πᾶν ἀγαθόν, ἐκ δέ ταπεινώσεως καθαιρεῖται πᾶν κακόν»[4].
[1]. Βλ. Σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Πατερική θεώρηση, Θεσσαλονίκη 2004, ἐκδόσεις «Βρυέννιος».
[2]. Λουκᾶ 18, 10-14.
[3]. Περί Ἀκαταλήπτου, Πρός Ἀνομοίους, 5, 6-7, PG 48, 743-746.