Άλλες διηγήσεις της Γερόντισσας
«Στο Βόλο υπάρχει η συνοικία του Αγίου Βασιλείου. Εκεί μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν Καππαδόκες πρόσφυγες. Ζούσαν στα προσφυγικά σπιτάκια των δυο δωματίων που ήταν χαμηλοτάβανα και πολύ φτωχικά. Η εκκλησία όμως του Μ. Βασιλείου που έχτισαν είναι πετρόκτιστη, ευρύχωρη και μεγαλοπρεπής. Στο τέμπλο τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Τιμίου Προδρόμου και του Μ. Βασιλείου τις έφεραν από την Καππαδοκία. Είναι εικόνες με πρόσωπα ασκητικά που δημιουργούν κατάνυξη.
Έλεγε η Γερόντισσα: «Σε ένα απ’ αυτά τα προσφυγικά σπιτάκια ζούσε μια γιαγιά με την οικογένεια του γιού της. Κάθε πρωί ο γιος με τη νύφη της πήγαιναν για δουλειά. Η γιαγιά έμενε στο σπίτι με τα εγγονάκια της. Όταν τελείωνε τις απαραίτητες δουλειές του νοικοκυριού έλεγε: Τώρα παιδιά, θα προσευχηθούμε. Στεκόταν μπροστά στις εικόνες και έλεγε με κατάνυξη την Ευχή στην τουρκική γλώσσα. Η γιαγιά μιλούσε τουρκικά, όπως οι περισσότεροι Καππαδόκες. Σε λίγη ώρα, ενώ συνέχιζε την προσευχή με υψωμένα τα χέρια της, το σώμα της σιγά σιγά σηκωνόταν στον αέρα μετέωρο και τα δάχτυλα των χεριών της ακουμπούσαν στο ταβάνι. Όταν τελείωνε την προσευχή της κατέβαινε και πατούσε κάτω. Τα εγγονάκια της δεν φοβούνταν βλέποντας τη γιαγιά τους να σηκώνεται στον αέρα, γιατί τους είχε εξηγήσει ότι όταν ο άνθρωπος προσεύχεται έτσι γίνεται. Ο Θεός τον σηκώνει ψηλά.
Αυτή η γιαγιά ήταν πολύ εγκρατής. Σ’ όλη της ζωή νήστευε. Το τέλος της ήταν τόσο ειρηνικό που έφυγε ‘σαν πουλάκι’. Όταν μετά από τρία χρόνια τα παιδιά της έκαναν την εκταφή της, τα οστά της ήταν πολύ ελαφρά και είχαν το χρώμα που έχει το φίλντισι. Τα έβαλαν σε ένα κασελάκι, τα πήραν στο σπίτι τους και τα τοποθέτησαν στη γωνία του δωματίου κάτω από τα εικονίσματα για να έχουν την ευλογία της». Ένας πνευματικός που έμαθε αυτά τα θαυμαστά είπε: Τέτοιες άγνωστες, ταπεινές, αγιασμένες γιαγιές στηρίζουν με τις προσευχές τους την Εκκλησία. Ας έχουμε και εμείς την ευχή της».