Ὦ
ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς δείξω τὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας; Ποῖον εἶνε τὸ τέλος;
Γλέντα, ἄνθρωπε, διασκέδαζε, πιὲς ἀπ᾿ ὅλα τὰ ποτήρια τῆς ἁμαρτίας. Τὸ
τέλος εἶνε -ὦ Θεέ μου, ἂς μὴ φθάσῃ κανείς μας στὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας,
διότι ἡ ἁμαρτία δὲν εἶνε παιχνίδι-, τὸ τέλος εἶνε καταστροφή. Ἐπάνω σ᾿
ἕνα βράχο εἶνε στημένη μιὰ ἀγχόνη, μιὰ κρεμάλα. Τὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας
εἶνε τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰούδας, κατρακυλώντας κατρακυλώντας
ἔφθασε στὸ τέλος.
Ἐξαπατᾶ ὁ σατανᾶς τὸν ἄνθρωπο λέγοντας· Δὲν εἶνε τίποτα ἡ
ἁμαρτία, προχώρα, προχώρα καὶ μὴ φοβᾶσαι… Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνῃ τὴν
ἁμαρτία καὶ ὁ σατανᾶς τὸν ὁδηγήσῃ στὴν ἄβυσσο, τότε τοῦ λέγει· Τί
ἔκανες! τώρα γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει σωτηρία, δὲν ὑπάρχει ἔλεος… Αὐτὸ εἶπε
καὶ στὸν Ἰούδα, καὶ «μεταμεληθεὶς …ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. 27,3-5).
Αὐτὸ εἶνε τὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ καταστροφή.
Μὴν ἀπελπίζεσθε, ὑπάρχει συγχώρησις
Ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ τ’ ἁμαρτήματά
μας. Ἂν κανένα κορίτσι ἢ κανένας ἄνδρας ἢ καμμιὰ γυναίκα στὸν μάταιο
καὶ ἀπατηλὸ καὶ ἀπατεῶνα αὐτὸ κόσμο γλυστρήσῃ καὶ πέσῃ, ὄχι, νὰ μὴ
ἀπελπισθῇ.
Τί νὰ κάνῃ; Νὰ τρέξῃ στὸ Χριστό.
Τί νὰ κάνωμε; Σὰν τὸν ἄσωτο, σὰν τὴν πόρνη, σὰν τὸ λῃστή, νὰ
πέσωμε στὰ ματωμένα πόδια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ τοῦ ποῦμε· Χριστέ,
συχώρεσέ μας. Καὶ ἂν τὸ ποῦμε ὄχι μὲ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν
καρδιά μας, ἅμα κλαύσωμε καὶ πονέσωμε, ὅπως ἡ πόρνη, τότε ἀπὸ τὰ οὐράνια
θ᾿ ἀκουστῇ μιὰ φωνή, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ
ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2). Παιδί μου, παίρνω σφουγγάρι καὶ σβήνω τ᾿
ἁμαρτήματά σου. Ἀλλὰ πρόσεχε ἀπὸ ἐδῶ κ᾿ ἐμπρός, νὰ μὴν πέσῃς στὴν
ἁμαρτία. Νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ αὐτὴν ὅπως φυλάγεσαι ἀπὸ τὸ φίδι.
Ὅπως φεύγεις ἀπὸ τὸ φίδι, ὅπως
φεύγεις τὸ ἀστροπελέκι, ὅπως φεύγεις τὴ φωτιά, ὅπως φεύγεις τὴν
ἀρρώστια, φεῦγε τὴν ἁμαρτία καὶ σῴζου.
Ναί, ἀδελφοί μου! Μὴν ἀπελπίζεστε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἅγια
χείλη τοῦ Χριστοῦ εἶπαν τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐπάνω
στὸ Γολγοθᾶ ἄνοιξε τὰ χέρια του ὁ Χριστὸς καὶ ἔχυσε τὸ τίμιόν του αἷμα,
ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη χιλιάδες ἁμαρτωλοὶ ἐλούσθησαν καὶ λούζονται μέσα στὰ
δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως καὶ σῴζονται.
Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ὑπάρχει πλέον ἁμαρτία
καὶ ἔγκλημα ποὺ νὰ μὴ τὴ νικᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς αὐτὴ τὴ μεγάλη
ἐλπίδα καὶ παρηγοριὰ δίνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ ἁμαρτία εἶνε Κίρκη
Ἀδελφοί μου, πρίν τελειώσω
ἐπιθυμῶ νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἐπάνω στὴν ἔννοια
τῆς ἁμαρτίας. Θέλω νὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας μ᾿ ἕνα
παράδειγμα, τὸ ὁποῖον ἐλπίζω νὰ προσέξετε καὶ ν᾿ ἀποτελέσῃ αὐτὸ τὸ
ἐπιστέγασμα τῆς ταπεινῆς μου ὁμιλίας.
Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ὅτι σὲ κάποιο μυθικὸ νησάκι
ὑπῆρχε μιὰ βασίλισσα μὲ θέλγητρα φοβερὰ καὶ ἀπαίσια. Εἶχε χτισμένο ἕνα
παλάτι καὶ μέσα στὸ παλάτι ἀκούγονταν διαρκῶς ὁλόγλυκα τραγούδια. Ὅποιος
ἔμπαινε σ᾿ αὐτό, τὸν ὑπεδέχετο ἡ βασίλισσα. Τὸν ἔβαζε πάνω σὲ μαλακὰ
ἀνάκλιντρα, τοῦ παρουσίαζε τὰ καλύτερα φαγητά. Τοῦ ἔψαλλαν οἱ χορεύτριες
τὰ ὡραιότερα τραγούδια καὶ τὸν διεσκέδαζαν. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ αὐτὴ ἡ
βασίλισσα, ποὺ ἦταν μάγισσα, τοῦ προσέφερε ἕνα μεθυστικὸ ποτὸ καὶ ἀμέσως
αὐτὸς ἔχανε τὶς αἰσθήσεις του. Ξεχνοῦσε τὰ παιδιά του καὶ τὴ γυναῖκα
του. Ἄρχιζε νὰ ὑφίσταται μυστηριώδη ἀλλοίωσι. Κατόπιν μὲ ἕνα χρυσὸ ῥαβδὶ
τὸν χτυποῦσε ἐλαφρὰ -ἐλαφρὰ στοὺς ὥμους, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔσβηνε ἡ
προσωπικότητά του. Ἔσβηνε ὁ ἄνθρωπος καὶ γινόταν πλέον χοῖρος!
Μετεβάλλετο σὲ τετράποδο. Μάζευε κατόπιν αὐτὴ ἡ φοβερὴ γυναίκα τὰ
τετράποδα καὶ τὰ ὡδηγοῦσε στὸ χοιροστάσιο.
Αὐτὴ εἶνε ἡ θεὰ Κίρκη. Ἀλλὰ Κίρκη δὲν ὑπάρχει. Εἶνε πλάσμα
φαντασίας. Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη Κίρκη. Ἡ πραγματικὴ Κίρκη εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Αὐτὴ εἶνε ποὺ μᾶς διασκεδάζει καὶ μᾶς πλανᾷ. Αὐτὴ εἶνε ποὺ μᾶς προσφέρει
τὰ ποτά της τὰ μεθυστικά. Αὐτὴ εἶνε ποὺ μᾶς χτυπᾷ. Ἡ ἁμαρτία κάνει τὴ
μεγαλύτερη καταστροφὴ στὸν κόσμο. Αὐτὴ χρεωκοπεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ
πνευματικῶς καὶ ὑλικῶς. Αὐτὴ ψαλιδίζει τὴν ὑγεία του. Αὐτὴ γεμίζει τὰ
φρενοκομεῖα μὲ ἀρρώστους. Αὐτὴ γεμίζει τὰ νοσοκομεῖα μὲ διάφορες
παθήσεις. Αὐτὴ ἀναστατώνει τὸν κόσμο μὲ τὶς φιλοδοξίες της. Αὐτὴ
μεταβάλλει τὴν ἀνθρωπότητα σὲ λίμνη αἵματος, αὐτὴ εἶνε ἡ πηγὴ πάσης
ἀθλιότητος.
Ὦ ἡ ἁμαρτία, ἡ ἁμαρτία μου καὶ ἡ ἁμαρτία σας!
Καὶ ὅμως γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας δὲν χύσαμε δάκρυα μετανοίας.
Μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου νὰ μετρήσουμε
τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ μετρήσωμε τὸ μέγεθός τους. Καὶ ἐὰν δὲν θέλουμε νὰ
καταλήξουμε στὴν φοβερὰ θέσι τοῦ Ἰούδα, ἐὰν δὲν θέλουμε νὰ καταλήξουμε
στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ, στὸν πικρὸν ᾅδη, ἂς ἀναστενάξουμε, ἂς
πενθήσουμε, ἂς πέσουμε μπροστὰ στὸ Θεό, ἂς ποῦμε τὸ «Ἱλάσθητί μοι», τὸ
«Ἥμαρτον» ) καὶ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε…» (Λουκ. 18,13· 15,21· 23,42),
γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ φοβερᾶ καὶ μεγάλῃ. Ἀμήν.
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ