Ούτε τιτάνας ούτε γίγαντας. Ένας ιός αόρατος, κάτι εκατομμυριοστά του χιλιοστού στο μέγεθος. Αυτός πετάχθηκε απότομα και τράβηξε χειρόφρενο στην ξέφρενη πορεία του κόσμου. Έκλεισε εργοστάσια, καταστήματα, σχολεία κι εκκλησιές, πάγωσε το εμπόριο, ακινητοποίησε αεροπλάνα, τρόμαξε αγορές, φυλάκισε παιδιά και μεγάλους μέσα σε σπίτια ασφυκτικά.
Τώρα από τα στήθη των πιστών με πόνο ένα ερώτημα ανεβαίνει. Σκίζει τα σύννεφα, προσπερνάει τ' άστρα, χτυπάει τις πύλες τ' ουρανού, κρίνει τον Κριτή του κόσμου:
-Γιατί μας τό 'κανες αυτό;
Έκλεισαν οι εκκλησιές μας, οι δικές σου εκκλησιές. Χάσαμε της ζωής μας τον ρυθμό, χαθήκαμε στο πουθενά. Σαρακοστή, Μεγάλη Εβδομάδα, Πάσχα... Γιατί;
-Άκουσε, λαέ μου!
Η φωνή Του αυστηρή και γλυκιά, ελεγκτική και εύσπλαχνη. Το βλέμμα Του “ετάζει νεφρούς και καρδιάς”, εισδύει στα βάθη των καρδιών, εξετάζει μυστικούς λογισμούς, απόκρυφες σκέψεις, επιθυμίες σκοτεινές. Τα λόγια του ευθυβόλα αναμοχλεύουν τις καρδιές:
-Άκουσε, λαέ μου!
Όταν μιλούσε με το στόμα των Προφητών, λιγότερο απειλούσε τους λαούς τους ειδωλολατρικούς, περισσότερο παιδαγωγούσε αυστηρά τον εκλεκτό λαό του, τον Ισραήλ. Με πόσο πόνο!
“Άκουε, ουρανέ και ενωτίζου γη, ότι Κύριος ελάλησεν. Υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν, έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού. Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν”. Άκου, ουρανέ, και βάλε τα στα αυτιά σου, γη, διότι ο Κύριος μίλησε: Υιούς γέννησα και ανύψωσα, αυτοί όμως με περιφρόνησαν. Το βόδι γνωρίζει τον ιδιοκτήτη του και ο όνος ξέρει τη φάτνη του κυρίου του. Ο Ισραήλ όμως δεν με γνωρίζει, και ο λαός μου δεν με καταλαβαίνει (Ησ. α' 2-3).
Κι έπειτα περιγράφει του λαού του τη φριχτή λέπρα: “Ούτε τραύμα ούτε μώλωψ ούτε πληγή φλεγμαίνουσα”. Δεν υπάρχει ένα μόνο τραύμα, ούτε ένα μόνο πρήξιμο ή πληγή ερεθισμένη. Όλο το σώμα είναι μιά πληγή, “από ποδών έως κεφαλής” (Ησ. α' 6).
Σόδομα και Γόμορρα γίνατε! “Ακούσατε λόγον Κυρίου, άρχοντες Σοδόμων. Προσέχετε νόμον Θεού, λαός Γομόρρας”. Δεν θέλω τις θυσίες σας, σιχαίνομαι το θυμίαμά σας. Τις γιορτές σας και τα πανηγύρια σας δεν τα ανέχομαι, τους εορτασμούς σας τους μισεί η ψυχή μου. Όταν προσεύχεσθε, στρέφω αλλού το πρόσωπό μου, κι αν αυξήσετε τις προσευχές σας, δεν θα τις ακούσω, διότι τα χέρια σας είναι γεμάτα αίμα: “και γαρ χείρες υμών αίματος πλήρεις” (Ησ. Α' 10-15).
Ώ Κύριε! Πώς γίναμε έτσι; Βουτηγμένα στο αίμα τα χέρια μας. Τρέχει ποτάμι στους υπονόμους των κρατικών μαιευτηρίων και των ιδιωτικών εκτρωτικών κλινικών, μολύνει τη θάλασσα, φαρμακώνει τα άδολα ψάρια. Οι άρχοντές μας ποδοπατούν τους νόμους σου, αλλά εμείς εξακολουθούμε να τους θαυμάζουμε. Ψηφίζουν νόμους σατανικούς και τους δεχόμαστε.
Κι εμείς οι ίδιοι πού βρισκόμαστε, Κύριε; Άν ρίξεις μιά ματιά στα σπίτια μας, θα φρίξεις. Οχετοί ξεχύνονται από τις οθόνες της κολάσεως. Ελάχιστα εικονοστάσια θα βρεις. Αυτές είναι σήμερα το “εικονοστάσι” μας. Ή κάποιο καντηλάκι πάνω στο ψυγείο... Τα άλμπουμ των φωτογραφιών μας μην τα ανοίξεις...
Κι αν πεις πως κοιτάς μέσα μας, στα βάθη των καρδιών μας...
Λυπήσου μας, Κύριε!
-Άκουσε, λαέ μου! Ακούστε με σεις οι πιστοί μου! “Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε”. Μετανοείστε, καθαρίστε βαθιά τις ψυχές σας. Αν θέλετε και με ακούσετε, θα ευτυχήσετε. Αν δεν θελήσετε να με ακούσετε, θα σας φάει το μαχαίρι... ή ένας αόρατος κορωνοϊός. “Το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα” (Ησ. α' 16, 19-20)!
(Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”, 1 Μαϊου 2020)