Ἦταν μιὰ γυναίκα – ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχωρέση, πέθανε τώρα – ποὺ δαιμονίσθηκε, γιατὶ ἔχυσε τὸν ἁγιασμὸ στὸν νεροχύτη. Εἶχε λίγο ἁγιασμὸ σὲ ἕνα μπουκαλάκι. «Ἄ, λέει, μπαγιάτικος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἂς τὸν πετάξω, γιατὶ χρειάζομαι καὶ τὸ μπουκαλάκι». Ἔχυσε τὸν ἁγιασμό, ξέπλυνε κιόλας τὸ μπουκαλάκι, ἐπειδὴ εἶχε μείνει λίγος βασιλικὸς μέσα. Ὕστερα δαιμονίσθηκε. Ἔφυγε ἡ Χάρις, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνη ἡ Χάρις σὲ ἀνευλαβῆ ἄνθρωπο.
Ἂν εἶχε βάλει (κάποιος) τὸ μπουκάλι μὲ τὸν ἁγιασμὸ λ.χ. μέσα σὲ ἕνα ντουλάπι καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ δὲν πρόσεξε ὅτι εἶναι ἁγιασμὸς καὶ τὸν ἔχυσε, ἔχει μισὴ ἁμαρτία. Ἂν τὸ ἔβαλε ἄλλος καὶ αὐτὸς δὲν ἤξερε ὅτι εἶναι ἁγιασμός, δὲν φταίει αὐτός.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν εὐλαβῆται τὰ Ἅγια, πῶς νὰ τὸν πλησιάση ἡ θεία Χάρις; Ἡ Χάρις θὰ πάη σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν τιμοῦν. «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί», λέει ἡ Γραφή. Ἂν δὲν ὑπάρχη ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία, δὲν γίνεται προκοπή.
Παλιὰ οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀρρώσταιναν, ἔπαιρναν λαδάκι ἀπὸ τὸ κανδήλι τους, ἀλείφονταν καὶ γίνονταν καλά. Τώρα τὸ κανδήλι τὸ ἔχουν τυπικά, μόνο γιὰ νὰ φωτίζη, καὶ τὸ λάδι, ὅταν πλένουν τὸ κανδήλι, τὸ ρίχνουν στὸν νεροχύτη. Κάποτε πῆγα σὲ ἕνα σπίτι καὶ εἶδα τὴν νοικοκυρὰ νὰ πλένη τὸ κανδήλι της στὸν νεροχύτη. «Ποῦ πᾶνε τὰ νερά;», τὴν ρώτησα. «Στὴν ἀποχέτευση», μοῦ λέει. «Μὰ καλά, τῆς λέω, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος παίρνεις λαδάκι ἀπὸ τὸ κανδήλι καὶ σταυρώνεις τὸ παιδί σου, ὅταν εἶναι ἄρρωστο, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὅλο τὸ λάδι τῆς κούπας πάει στὴν ἀποχέτευση; Πῶς τὸ δικαιολογεῖς αὐτό; Πῶς νὰ ἔρθη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι σου;».
Στὰ σημερινὰ σπίτια ἕνα ἱερὸ πράγμα, π.χ. τὸ χαρτάκι ποὺ τύλιξες τὸ ἀντίδωρο, δὲν ἔχεις ποῦ νὰ τὸ ρίξης. Θυμᾶμαι, στὸ σπίτι μας ἀκόμη καὶ τὰ νερὰ ποὺ πλέναμε τὰ πιάτα δὲν πήγαιναν στὴν ἀποχέτευση· πήγαιναν ἀλλοῦ, γιατὶ καὶ τὰ ψίχουλα εἶναι ἱερά, ἀφοῦ κάνουμε προσευχὴ πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν λείψει σήμερα, γι᾿ αὐτὸ ἔλειψε καὶ ἡ θεία Χάρις καὶ δαιμονίζονται οἱ ἄνθρωποι.