Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ἑβρ. ια΄ 9-10, 32-40)
«Πίστει (Ἀβραάμ) παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας»
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραὰμ ὑπάκουσε στὸν Θεό, ὅταν τὸν ἐκάλεσε, γιὰ νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν Πατρίδα του καὶ νὰ πάη σὲ τόπο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβη ὡς κληρονομία, καὶ ἐβγῆκε χωρὶς νὰ ξέρη ποῦ πηγαίνει. Διὰ τῆς πίστεως καὶ ὁ Νῶε κατέκρινε τὸν κόσμο, καὶ ἀπὸ εὐλάβεια κατασκεύασε τὴν κιβωτό, ὅταν ἔλαβε προμήνυμα γιὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν φαίνονταν ἀκόμη, ἂν καὶ τότε τὸν κακολογοῦσαν καὶ τὸν ἐχλεύαζαν. Καὶ ὅμως τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν τὸν ἐπηρέασε. Καὶ ἔγινε κληρονόμος τῆς δικαιώσεως ποὺ παρέχεται διὰ τῆς πίστεως.
Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν σωφρονίζονταν οὔτε μὲ τὴν κατασκευὴ τῆς κιβωτοῦ, ἦσαν ἄξιοι τιμωρίας. Καὶ ὅπως ἐμεῖς ἐλάβαμε προμήνυμα γιὰ τὴν γέεννα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος. Καὶ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἡ πίστις ἐργάζεται δικαιοσύνη. Διότι αὐτὸ εἶναι γνώρισμα ψυχῆς πιστῆς στὸν Θεό, νὰ μὴ θεωρῆ τίποτα πιὸ ἀξιόπιστο ἀπὸ τὰ λόγια Του, ὅπως βέβαια ἡ ἀπιστία κάμνει τὸ ἀντίθετο. «Ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς του ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινε στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας ὡς ξένος καὶ ἔζησε μέσα σὲ σκηνές, μεζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, τοὺς συγκληρονόμους τῆς ἰδίας ὑποσχέσεως. Καὶ πές μου, ποιὸν εἶδε γιὰ νὰ τὸν μιμηθῆ; Εἶχε πατέρα εἰδωλολάτρη καὶ ἐθνικό, προφῆτες δὲν εἶχε ἀκούσει, οὔτε ἤξερε ποῦ πήγαινε. Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ τοὺς συγγενεῖς, τὴν Πατρίδα του, καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν χώρα χωρὶς νὰ ξέρη ποῦ πηγαίνει. Καὶ τί θαυμαστό, τὴν στιγμὴ ποὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί του, ἔζησαν ἔτσι! Δηλαδὴ ἂν καὶ ἔβλεπε νὰ μὴν πραγματοποιεῖται ἡ ὑπόσχεσις, δὲν ἀμέλησε, δὲν παρέλυσε. Διότι εἶπε: «σὲ σένα θὰ δώσω τὴν γῆ αὐτὴ καὶ στοὺς ἀπογόνους σου» (Γέν. 12: 7). Εἶδε τὸ παιδί του νὰ κατοικῆ ἐκεῖ καὶ ἀπόγονός του σὲ ξένη γῆ, καὶ δὲν θορυβήθηκε καθόλου. Καὶ πολὺ λογικό, ἀφοῦ ἡ ὑπόσχεσις ἦτο γιὰ τοὺς ἀπογόνους σου». Καὶ οὔτε ὁ Ἰσαάκ, οὔτε ὁ Ἰακὼβ ἀπήλαυσαν τῆς ὑποσχέσεως. Διότι ὁ ἕνας δούλευσε ὡς ὑπηρέτης, ὁ ἄλλος ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πατρίδα του καὶ αὐτὸς αὐτοεξορίσθηκε ἀπὸ φόβο. Καὶ ἄλλα κατέλαβε μὲ πόλεμο, μὲ τὴν συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ, ποὺ διαφορετικὰ θὰ τὰ ἔχανε τελείως. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ Παῦλος «τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» (ια΄ 9). Ὄχι μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ οἱ κληρονόμοι.
Ἔπειτα λέγει καὶ κάτι ἄλλο πιὸ μεγάλο, καὶ πρόσθεσε: «Ἔτσι πέθαναν μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα, χωρὶς νὰ λάβουν τὶς ὑποσχέσεις». Ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ συνέβησαν εἰς αὐτοὺς ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς τους ἦταν κάποια γεύση ἀπὸ τὰ μελλοντικὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀπολαύσουν. Ἔτσι ὁ Νῶε ἔλαβε ὡς μισθὸ τὴν σωτηρία τῆς οἰκογενείας του, ὁ Ἐνὼχ μετατέθηκε, ὁ Ἄβελ εὐαρέστησε στὸν Θεό, ὅπως καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἔλαβε τὴν γῆ. Διότι ὁ Θεὸς ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος χρειάζεται πολλὴ συγκατάβαση, μᾶς χαρίζει καὶ ἐδῶ μερικὰ ἀγαθά, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μελλοντικά. Διότι ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακὼβ ἔλαβαν τὶς ἐπαγγελίες τῆς γῆς. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε στοὺς μαθητές Του: «ὅποιος ἄφησε σπίτια ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφές, ἢ πατέρα ἢ μητέρα, θὰ λάβη ἑκατονταπλάσια καὶ θὰ κληρονομήση καὶ τὴν αἰώνιον ζωὴν» (Ματθ. 19:29), καὶ πάλι «ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6: 33). Βλέπεις ὅτι καὶ αὐτὰ δίνονται συμπληρωματικὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ μὴ ἀποκάμουν; Διότι, ὅπως οἱ ἀθλητὲς ἀπολαμβάνουν κάποιας περιποίησης καὶ φροντίδας ὅταν ἀγωνίζωνται, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ὅλη τὴν ἄνεση, ποὺ θὰ ἀπολαύσουν μετὰ τὸν ἀγῶνα, ἀλλὰ ζοῦν κάτω ἀπὸ νόμους, ἔτσι καὶ ὁ Θεός, δὲν δίνει ἐδῶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ δωρεές Του, ἀλλὰ τὰ διαφυλάσσει γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή.
Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινό, τὸ φανέρωσε μὲ τὰ ὅσα πρόσθεσε: «ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι» (ια΄ 13). Ἐδῶ ὑπαινίσσεται κάποιο μυστήριο ὁ Παῦλος. Ὅτι δηλαδὴ ἔλαβαν ἐκ τῶν προτέρων τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάσταση, τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ὅλα ὅσα ἐκήρυξε ὁ Χριστὸς ὅταν ἦλθε, διότι αὐτὰ ἐννοεῖ λέγοντας ἐπαγγελίες καὶ βέβαια δὲν τὰ ἔλαβαν ἀκόμη, ἀλλὰ ἔφυγαν ὅμως μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι θὰ τὰ λάβουν, καὶ μὲ τὴν πίστη αὐτὴ ἀντλοῦσαν δύναμη καὶ θάρρος. Καὶ λέγοντας: «τὶς εἶδαν ἀπὸ μακρά», δηλώνει ὅτι πράγματι, τὸ γεγονὸς συνέβη μετὰ ἀπὸ τέσσερις γενεές. Διότι μετὰ ἀπὸ τόσες ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. «Καὶ ἀσπασάμενοι καὶ ἠσθέντες», δηλαδὴ τὶς χαιρέτησαν μὲ εὐχαρίστηση. Τόσο εἶχαν πεισθῆ γιὰ τὴν πραγματοποίησή τους, ὥστε τὶς χαιρέτησαν μὲ χαρά. Μεταφορικὰ βέβαια τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Παῦλος, ὅπως δηλαδὴ οἱ ναυτικοὶ βλέπουν ἀπὸ μακριὰ τὶς πόλεις ποὺ προσεγγίζουν καὶ ποὺ τόσο τὶς ποθοῦν, ὡς νόστιμον ἦμαρ, πρὶν ἀκόμη εἰσέλθουν εἰς αὐτές, τὶς θεωροῦν δικές τους καὶ μόνο μὲ τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν θεωρία. Διότι λέγει: «προσδοκοῦσαν τὴν πόλη ποὺ εἶναι θεμελιωμένη στὴν ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεὸς» (ια΄ 10). Ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου πόθου τους καὶ τῆς προσδοκίας τους γιὰ αὐτὴν τὴν ὁραματίζονταν καὶ τὴν ἔβλεπαν νοερῶς, ἂν καὶ δὲν ἀπήλαυσαν βέβαια τὰ ἀγαθά της. Ἔτσι δὲν ἔδιναν σημασία στὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀναζητοῦσαν τὴν μέλλουσαν πόλιν. Καὶ αὐτὸ λέγεται γιὰ νὰ ἐντραποῦμε ἐμεῖς ποὺ ὁ Θεὸς μὲ μύριους τρόπους μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἄνω Πόλη, ἐνῷ ἐμεῖς ἐπιζητοῦμε αὐτὴν ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ. Καὶ αὐτὰ γράφει ὁ Παῦλος ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν ἀπολαύσει μύρια ἀγαθὰ καὶ μόνο μὲ τὴν ἀναφορά τους στοὺς προπάτορές τους, θέλοντας νὰ τοὺς δείξη ὅτι κανεὶς ἀκόμη δὲν ἀπήλαυσε ἀπὸ τὰ ἄνω βραβεῖα. Διότι ὁ Θεὸς βλέποντας τὴν πίστη τους, καὶ ἀφοῦ ἀπέδειξαν ἑαυτοὺς ὅτι εἶναι ἄξιοι μεγαλύτερων ἀγαθῶν, τότε πιὰ δὲν τοὺς ἄφησε νὰ λάβουν αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ μεγαλύτερα, ἀφοῦ δὲν θέλησαν νὰ προσδεθοῦν στὰ ἀγαθὰ τοῦ παρόντος κόσμου. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὅπως ἂν κάποιος ὑποσχεθῆ κάποια παιδικὰ πράγματα σὲ ἄνδρα συνετό, ὄχι γιὰ νὰ τὰ λάβη, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδείξη τὴν ἀρετή του, καὶ ἔτσι νὰ ἀναζητήση τὰ μεγαλύτερα καὶ νὰ φανερώση ἔτσι τὸν ζῆλο του. Διότι πράγματι ἐκεῖνοι δὲν ἔπαιρναν οὔτε ἐκεῖνα ποὺ τοὺς δίνονταν, ἀλλὰ ἀπέρριπταν ὅλα τὰ ἐπίγεια καὶ τὶς χαρὲς τῆς γῆς. Ἔτσι, δίκαια τὰ λαμβάνουν οἱ ἀπόγονοί τους καὶ εὐημεροῦν.