Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὑποδέχεται τὸν Ἅγιον Νεκτάριον

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Τί ἐπεδίωκαν ἐδῶ στὴ γῆ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας;

Μᾶς τὸ λέγει ὁ Ἀπ. Πέτρος: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πέτρ. α΄ 16).

Νὰ εἶσθε ἅγιοι, διότι ἐγὼ ἅγιος εἶμαι, λέγει ὁ Κύριος. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴ τὴν τήρησαν οἱ Ἅγιοί μας καὶ ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴν θεία ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελίου «Περιπατεῖτε ἀξίως τοῦ Κυρίου» (Κολ. α΄ 10). Ἰδιαιτέρως ἐφήρμοσαν τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης καὶ γνώρισαν τὸν Θεό, ἐπειδὴ «καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεὸν» (Α΄ Ἰωάν. δ, 7).

Δὲν ὑπάρχει γιὰ αὐτοὺς θάνατος, διότι «θανάτῳ, θάνατον πατήσας», ἀλλὰ μόνον ζωή ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Κύριος «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. ε΄ 24). Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι, οἱ εὑρισκόμενοι στὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ὡς ζῶντες αἰωνίως, συν­εργάζονται, βοηθοῦντες κάθε στιγμὴ ἐμᾶς τοὺς εὑρισκομένους στὴν στρατευομένη Ἐκκλησία.

Εἶναι χιλιάδες τὰ θαύματα, μὲ τὰ ὁποῖα Ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας μᾶς ἔδειξαν τὴν παρουσία τους καὶ τὴν βοήθειά τους:

Ἂς ἀναφέρουμε κάποια παραδείγματα τῆς συνεργασίας ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν Ἁγίων μας:

* * *

Ὅταν ἐπῆγε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα καὶ ἀνέβαινε τὸν ἀνήφορο, γιὰ νὰ πάη στὴ Μονή, ὅπου ἐγκαταστάθη ὁριστικά, τότε συν­­άντησε στὸ δρόμο τὸν Ἅγιο Διονύσιο Αἰγίνης. Αὐτός, ὡς γνωστόν, ὑπῆρξε ἄλλοτε Ἐπίσκοπος Αἰγίνης καὶ τώρα τὸ λείψανό του διατηρεῖται ἄθικτο στὴν Ζάκυνθο. Στὴν Αἴγινα σῴζεται ἀκόμη τὸ ἐκκλησάκι καὶ τὸ κελλί του. Σ’ αὐτὸ ἀσκήτευε, ὅταν ἦταν Δεσπότης Αἰγίνης.

– Ἔλα Νεκτάριε, τοῦ εἶπε. Σὲ περιμένω. Πίσω του, ὅμως, στεκόταν ἕνας στρατιωτικός. Ἐρωτᾶ ὁ Νεκτάριος τὸν Ἅγιο Διονύσιο:

– Καὶ ὁ Ἀδελφὸς ποιὸς εἶναι;

– Εἶναι ὁ Μηνᾶς, τοῦ ἀπαντᾶ. Καὶ αὐτὸς ἐδῶ μένει.

Αὐτὸ βέβαια διαδόθηκε κατόπιν παντοῦ. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ ἦταν ξένος πρὸς τὴν Αἴγινα, ρώτησε τοὺς ντόπιους:

– Ἔχετε ἐδῶ κανένα Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ;

– Ὄχι, Σεβασμιώτατε, τοῦ ἀπάντησαν. Μόνον ἕνα ἐρημοκκλήσι εἶναι κάπου πολὺ μακρυά.

– Αἴ, ποῦ εἶναι αὐτό; Τοὺς ρώτησε πάλιν.

– Εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρίνα καὶ κοντὰ στὸ Μεσαγρό. (Ἦταν κοντὰ στὸν ἀρχαῖο ναὸ τῆς Ἀφαίας).

Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ δύο χρόνια, μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του, πῆρε ὁ Ἅγιος δύο ἀδελφές, κεριὰ καὶ λάδι. Καὶ ἕνα πρωὶ ξεκίνησαν μὲ ζῷα νὰ βροῦν τὸ ἄγνωστο ἐκκλησάκι. Πράγματι, τὸ βρῆκαν. Ἦταν μικρούτσικο καὶ ἐγκαταλελειμμένο. Σ’ αὐτὸ κατέφευγαν ἐν καιρῷ βροχῆς καὶ κακοκαιρίας οἱ ποιμένες. Ἄναβαν ἐκεῖ φωτιά, ἔβαζαν καὶ τὰ ζῷα τους μέσα. Ὁ Ἅγιος μπῆκε στὸ Ἱερὸ καὶ προσευχήθηκε ἐπὶ πολλὴ ὥρα. Ὅταν τελείωσε καὶ βγῆκαν ἔξω ὁ Ἅγιος κοίταξε τὸν Οὐρανὸ καὶ κατόπιν ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του τὴν τοποθεσία ἐκείνη καὶ εἶπε: «Ἐδῶ θὰ γίνη μία μέρα μοναστήρι γυναικῶν». Προχώρησε ἐν συνεχείᾳ, βηματίζοντας καὶ ἐπισημαίνοντας τὴν τοποθεσία.

Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Ἔπειτα ἀπὸ σαράντα χρόνια, ἔγινε ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατὰ τρόπο θαυμαστό.

*  *  *

Διαβάζουμε στὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου τὸ ἑξῆς ἐκπληκτικό:

Ὅταν ἔγινε Ἡγούμενος στὴν Ἱ. Μονὴ τοῦ Σινᾶ, οἱ ἑξακόσιοι περίπου καλεσμένοι ποὺ ἔτρωγαν στὴν τράπεζα ἔβλεπαν κάποιον μὲ κοντὰ μαλλιά, νὰ εἶναι τυλιγμένος μὲ ἕνα σεντόνι, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ τρέχη παντοῦ, νὰ διατάζη τοὺς μάγειρες, τοὺς οἰκονόμους, τοὺς κελλαρίτες καὶ ὅλους τούς ἄλλους διακονητὲς καὶ κατὰ κάποιο τρόπο νὰ ρυθμίζη ὅλη ἐκείνη τὴν κατάσταση. Ὅταν τελείωσε ἡ ἑορτὴ καὶ ὁ κόσμος ἔφυγε καὶ κάθησαν καὶ οἱ ὑπηρετοῦντες νὰ φᾶνε καὶ αὐτοί, ἔψαχναν νὰ βροῦν αὐτὸν ποὺ ἔτρεχε παντοῦ καὶ φρόντιζε γιὰ ὅλα, ὅμως δὲν τὸν βρῆκαν πουθενά. Τότε ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τοὺς εἶπε. «Ἀφῆστε τον αὐτόν. Δὲν ἔκανε τίποτα τὸ παράξενο ὁ Κύριος Μωϋσῆς μὲ τὸ νὰ διακονήση στὸν δικό του τόπο»!

  • Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Δημήτριο καὶ Ἀχίλλιο.

Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κυριευθοῦν οἱ κυριώτερες πόλεις τῆς Ἑλλάδος, ἡ Θεσσαλονίκη καὶ ἡ Λάρισα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μερικοὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ πήγαιναν στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν γιορτὴ τοῦ Ἁγίου. Σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ δρόμου εἶδαν ἕνα στρατιώτη καὶ ἕνα Ἀρχιερέα ποὺ χαιρετήθηκαν. Ὁ στρατιώτης προσ­κύνησε καὶ εἶπε στὸν Ἀρχιερέα:

—Χαῖρε, Ἀρχιερεῦ τοῦ Θεοῦ, Ἀχίλλιε! —Χαῖρε καὶ σὺ στρατιῶτα τοῦ Χριστοῦ, Δημήτριε, εἶπε ὁ Ἀρχιερεύς. — Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι Ἀρχιερεῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποῦ πηγαίνης; ρώτησε ὁ στρατιώτης.

Γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, εἶπε δακρυσμένος ὁ  Ἅγιος Ἀχίλλιος, διέταξε ὁ Θεός νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν Λάρισα, ποὺ τὴν φύλαγα. Αὐτὴ θὰ παραδοθῆ στὰ χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν. Γι᾿ αὐτὸ βγῆκα καὶ πηγαίνω, ὅπου μὲ προστάζει… Καὶ σύ, πές μου, ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι; ρώτησε τὸν στρατιώτη.

— Κι᾿ ἐγώ, εἶπε δακρυσμένος ὁ Δημήτριος, τὸ ἴδιο ἔπαθα. Πολλὲς φορὲς βοήθησα τοὺς Θεσσαλονικεῖς καὶ τοὺς γλύτωσα ἀπὸ τὶς αἰχμαλωσίες, ἐπιδημίες καὶ θανατικά, τώρα ὅμως, γιὰ τὶς πολλὲς τους ἁμαρτίες ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός καὶ μὲ διέταξε νὰ τοὺς ἀφήσω νὰ παραδοθοῦν στὰ χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν. ῾Υπήκουσα στὴν προσταγή Του καὶ βγῆκα ἕτοιμος νὰ πάω, ὅπου μὲ προστάξη.

Ἔπειτα ἀφοῦ ἀσπάσθηκαν κι ἀποχαιρετήθηκαν, ἔγιναν ξαφνικὰ ἄφαντοι.  Δὲν πέρασε δυστυχῶς ἕνας μήνας καὶ τόσο ἡ Λάρισα, ὅσο καὶ ἡ Θεσσαλονίκη κυριεύτηκαν καὶ λεηλατήθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους.