Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Τί εἶναι ἡ φυγή, λύση ἢ ἧττα;

2oν.-Τελευταῖον

Στὸ προηγούμενο φύλλο εἴδαμε ὅτι ἡ φυγὴ εἶναι ἧττα. Ὅπως καὶ ἔκφραση δειλίας! Ὅμως ὑπάρχει καὶ ἡ φυγὴ ποὺ σῴζει! Ἐκείνη ἡ φυγὴ ποὺ εἶναι ὄντως σωτήρια! Μιὰ φυγὴ ποὺ θέλει ἄφθαστη γενναιότητα καὶ ἡρωισμό, γιὰ νὰ γίνει. Μία φυγὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὰ ἴδια μεγαλειώδη ἀποτελέσματα. Γιατί κι αὐτὴ μορφὴ τῆς ἀντίστασης εἶναι…

Πότε; Πῶς;

Θὰ ἀπαντήσουμε ὡς ἑξῆς…

Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε ὅτι «ὅποιος σὲ χτυπήσει στὸ ἕνα μάγουλο στρέψε σ’ αὐτὸν καὶ τὸ ἄλλο». Τί δείχνει αὐτό; Φυγὴ βέβαια. Ὑποχωρητικότητα. Ὅμως τί δύναμη! Γιατί αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι τὸ ἁπλὸ καὶ εὔκολο, εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς πνευματικότητας, εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς «μὴ βίας». Καὶ ἡ νίκη της! Μία στάση ζωῆς ποὺ μονάχα ἀπ’ τὸν Χριστὸ καὶ κηρύχθηκε κι ἐφαρμόστηκε ὑποδει-γματικὰ μὲ κορυφαῖο παράδειγμα τὴν ἴδια τὴν σταυρική Του θυσία.

Ἂς σταθοῦμε ὅμως λίγο σ’ αὐτό.

Ὅταν ὁ Ἡρῴδης ζητοῦσε νὰ Τὸν σκοτώσει, παρουσιάζεται ὁ Ἄγγελος καὶ δίνει τὴν ἑξῆς ὁδηγία στὸν Ἰωσήφ: «Σήκω καὶ παράλαβε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα Του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο…» (Ματθ. 2, 13)

Ὅταν θεράπευσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ παράλυτο χέρι καὶ ἀπέδειξε τὴν θεότητά Του «οἱ μὲν Φαρισαῖοι μόλις βγῆκαν ἀπ’ τὴν συναγωγὴ συσκέφθηκαν ἐναντίον Του, γιὰ νὰ Τὸν θανατώσουν, ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ». (Ματθ. 12, 14)

Ὅταν ἀνέστησε τὸν Λάζαρο, οἱ Ἰουδαῖοι ἀποφάσισαν καὶ πάλι νὰ Τὸν θανατώσουν. Ἐκεῖνος ὅμως τί ἔκανε; «Ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦρθε στὴ χώρα ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν ἔρημο»! (Ἰω. 3, 54)

Ὅταν τοὺς εἶπε ὅτι «πρὶν γεννηθεῖ ὁ Ἀβραάμ, ἐγὼ ὑπάρχω, οἱ μὲν Ἰουδαῖοι πῆραν πέτρες, γιὰ νὰ Τὸν λιθοβολήσουν, ὁ δὲ Ἰησοῦς κρύφτηκε καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ ἱερὸ κι ἀφοῦ πέρασε ἀνάμεσά τους χωρὶς νὰ Τὸν βλέπουν ἀναχώρησε κι ἔφυγε ἀπαρατήρητος»! (Ἰω. 8, 58)

Ἐπίσης ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ στοὺς μαθητές Του: «Ὅταν σᾶς διώχνουν ἀπ’ τὴν μία πόλη, φεύγετε καὶ πηγαίνετε στὴν ἄλλη»! (Ματθ. 10, 23)

Δηλαδὴ τί βλέπουμε; Ὅταν Τὸν καταζητοῦ­σαν, κρυβόταν! Ὅταν Τὸν ἐδίωκαν διέφευγε! Ὅταν ἦταν ἕτοιμοι νὰ Τοῦ ἐπιτεθοῦν τούς… ἀποχωριζόταν! Καὶ τὸ ἴδιο συμβούλευε τοὺς μαθητές Του! Γιατί ἆραγε; Μήπως ἦταν δειλός; Μήπως τοὺς φοβόταν; Ἢ μήπως ἦταν τόσο ἀδύναμος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει;

Ἀλλ’ ἂν εἶναι ἔτσι, τότε πῶς ὅταν ἦρθαν νὰ Τὸν συλλάβουν στὸ κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, ὄχι μόνο δὲν ἔφυγε, ὅπως τὶς ἄλλες φορές, ἀλλὰ καὶ τοὺς ρώτησε ποιὸν ζητοῦν; Κι ὅταν Τοῦ ἀπάντησαν «Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο», Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε «Ἐγὼ εἶμαι»! (Ἰω. 8, 5) καὶ τοὺς ἐπέτρεψε νὰ Τὸν συλλάβουν;

Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἐξηγεῖ πὼς τὸ ἔκανε αὐτό, γιὰ νὰ μὴ προκαλεῖ τοὺς ἐχθρούς Του ποὺ ἔλειωναν ἀπ’ τὸν φθόνο τους ἐναντίον Του καὶ γιὰ νὰ περιορίσει τὶς ἐντάσεις ποὺ δὲν θὰ βοηθοῦσαν σὲ τίποτε.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος παρατηρεῖ πὼς δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ὁ κατάλληλος καιρός. «Οὔτε πρὶν ἔλθει ὁ χρόνος ἄφηνε τὸν ἑαυτό Του νὰ συλληφθεῖ οὔτε ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός Του κρυβόταν πλέον, ὁπότε καὶ παραδιδόταν στοὺς διῶκτες Του»[1].

Τὴν ἴδια στάση τήρησαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως ὁ Ἀπ. Παῦλος, αὐτὸς ὁ ἀνυπέρβλητα γενναῖος, ποὺ ὡστόσο μὲ καλάθι κατεβαίνει ἀπ’ τὰ τείχη τῆς Δαμασκοῦ καὶ φεύγει, τότε ποὺ τὸν καταζητοῦσε ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτας! Ὅπως καὶ οἱ Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε κρύβονταν ἀπ’ τοὺς διῶκτες τους κι ἄλλοτε πάλι παρουσιάζονταν θαρρετὰ μπροστά τους καὶ ἤλεγχαν τὶς παρανομίες τους μὲ ὅλες τὶς συνέπειες!

Ἔκριναν τὴν κατάλληλη στιγμή, γιὰ νὰ κάνουν ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνουν. Οὔτε στὴν μία περίπτωση ἦταν δειλοί, οὔτε στὴν ἄλλη ἥρωες. Ἀλλὰ πάντοτε ἦταν ἥρωες, ἀφοῦ πάντοτε παρέμεναν ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους, πάντοτε δὲ ἀντιστέκονταν στὸν διάβολο καὶ πάντοτε ἀρνοῦνταν τὴν ἁμαρτία.

Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἂν οἱ πρὸ Χριστοῦ ἅγιοι δὲν ἀπέφευγαν τοὺς διῶκτες τους, ἀπὸ ποιοὺς θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός; Ἂν οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἀπέφευγαν τοὺς διῶκτες τους, ποιοὶ θὰ ἔμεναν νὰ κηρύξουν τὸν Εὐαγγέλιο; Πέραν τοῦ ὅτι μὲ τὴ φυγὴ τους παραδειγμάτιζαν καλύτερα τοὺς πιστοὺς καὶ γινόταν τελικὰ ἡ φυγή τους τόσο ὠφέλιμη γιὰ τοὺς λαούς. Ἂν ὅμως δὲν ἔφευγαν καὶ δὲν κρύβονταν καὶ δὲν ὑποχωροῦσαν, ἂς ποῦμε, τότε θὰ παραβίαζαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει ὅτι «δὲν θὰ ἐκθέσεις σὲ κίνδυνο τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ δοκιμάσεις, ἐὰν ὁ Κύριος θὰ σὲ προστατεύσει» (Ματθ. 4,7).

*   *   *

Ἔ, λοιπόν, ναί! Εἴμαστε ἑδραῖοι στὴν Πίστη μας καὶ τὶς ἀρχές μας. Κάνουμε καὶ κινήσεις βέβαια, ὅπως ὅμως τὰ δένδρα. Λυγίζουμε, κινούμαστε δεξιὰ κι ἀριστερά, ὑποχωροῦμε στοὺς ἀνέμους καὶ στὶς θύελλες, μονάχα γιὰ νὰ μὴ σπάσουμε! Κι αὐτὸ εἶναι πλεονέκτημα, εἶναι ἀρετή, δὲν εἶναι ἐλάττωμα οὔτε καὶ σφάλμα. Πάντοτε δὲ παραμένουμε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ἀμετακίνητοι στὶς θέσεις μας, ὅπως κι αὐτὰ ποὺ οὔτε μεταβάλλονται οὔτε καὶ ἀλλάζουν τόπο. Μόνο κινήσεις κάνουν στὰ κλαδιά τους, ἂς ποῦμε κινήσεις ἑλιγμοῦ!

Φεύγουμε καὶ δὲν πηγαίνουμε πρὸς συνάντηση τῶν πειρασμῶν!

Φεύγουμε ἀπ’ ὅσους ἐπιμένουν ν’ ἀκολουθοῦν λάθος ἐπιλογές!

Φεύγουμε ἀπ’ ὅ,τι στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς φέρνει!

Μένουμε ἀμετακίνητοι στὴν Πίστη καὶ τὶς ἀρχές μας!

Μένουμε ἑδραῖοι στὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς ἀξίες μας!

Μένουμε πιστοὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ!

Εἴτε φεύγουμε εἴτε μένουμε, ἀντιστεκόμαστε πάντοτε στὶς παρορμήσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας, στοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου, στὰ βέλη τοῦ πονηροῦ!

Εἴτε φεύγουμε εἴτε μένουμε, κριτήριό μας εἶναι πῶς νὰ γίνουμε καλύτεροι καὶ ν’ ἀρέσουμε στὸν Θεό!

Εἴτε φεύγουμε εἴτε μένουμε, πάντοτε γιὰ τὴν δόξα Του τὸ κάνουμε, γιὰ τὸ δικό μας καλὸ καὶ γιὰ ὅσους μποροῦμε νὰ ὠφελήσουμε!

Τί λέτε, τελικά, καλοί μου φίλοι; Φεύγουμε ἢ μένουμε;

Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος

Σημειώσεις:

[1] «Ζητοῦσαν νὰ Τὸν συλλάβουν καὶ κανεὶς δὲν ἔβαλε ἐπάνω του χέρι, γιατί δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ ὥρα Του» (Ἰω. 7,30). Καὶ πράγματι πρὶν ἔρθει αὐτὴ ἡ ὥρα ἔλεγε στὴ μητέρα Του: «Δὲν ἦρθε ἀκόμη ἡ ὥρα μου» (Ἰω. 2, 4), στοὺς δὲ νομιζόμενους ἀδελφούς Του «ὁ δικός μου χρόνος δὲν ἦρθε ἀκόμη» (Ἰω. 7,6). Ὅταν ὅμως ἦρθε ὁ καιρὸς ἔλεγε στοὺς μαθητές Του: «Ἀκόμη λοιπὸν κοιμᾶστε καὶ ἀναπαύεστε! Γιατί πλησίασε ἡ ὥρα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται στὰ χέρια τῶν ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 26, 45).