Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Κέρκυρα 1630: Ὁ πιστὸς λαὸς παρὰ τὶς συστάσεις τῶν ἰατρῶν νὰ ἀποφεύγει τὸν συνωστισμό, τολμᾶ καὶ σπεύδει νὰ κατακλύσει τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος μὲ δάκρυα... Κι ἡ σωτηρία δὲν ἀργεῖ!

 

Γύρω στὰ 1629-30 μ.Χ. καινούργια δοκιμασία ἔπληξε τὸ εὐλογημένο νησὶ τῆς Κέρκυρας. Ἀρρώστια μεταδοτικὴ καὶ θανατηφόρα, τὸ κτύπησε αὐτὴ τὴ φορὰ χωρὶς διακρίση καὶ ἔλεος. Ἦταν πανώλης (πανούκλα). 
Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ γέροι, πλούσιοι καὶ πτωχοὶ προσβάλλονται καθημερινὰ ἀπὸ τὴν ἐπάρατη νόσο καὶ πεθαίνουν τόσο στὴν πόλη, ὅσο καὶ στὴν ὕπαιθρο, τὰ χωριά. Ἡ διοίκηση τοῦ νησιοῦ μὲ τὰ πρῶτα κρούσματα σπεύδει νὰ ψηφίσει καὶ νὰ διαθέσει ἕνα τεράστιο ποσό, γιὰ νὰ περιορίσει τὴν ἐξάπλωση τῆς ἀρρώστιας. Ἄδικα ὅμως ἀγωνίζεται. Σὲ λίγο καιρὸ ἡ ὡραία Κέρκυρα πάει νὰ ἐρημώσει. Τὰ καταστήματα τόσο στὴν πόλη, ὅσο καὶ στὰ μεγάλα κέντρα ἔχουν κλείσει. Ἡ ἀγορὰ νεκρώθηκε. Οἱ δρόμοι ἔχουν ἀδειάσει. Μονάχα μερικὰ ἀλογοσυρόμενα κάρα κινοῦνται κάπου - κάπου φορτωμένα μὲ πτώματα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὸ μακάβριο φορτίο τους ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ ταφή σὲ ὁμαδικοὺς τάφους. Εἰκόνα τραγικὴ παρουσιάζει ὁλόκληρο τὸ νησί. 

Κάποια μέρα στὴ συμφορὰ αὐτὴ τὴν κοσμογονικὴ ὁ πιστὸς καὶ πονεμένος λαὸς παρὰ τὶς συστάσεις τῶν ἰατρῶν νὰ ἀποφεύγει τὸν συνωστισμό, τολμᾶ καὶ σπεύδει νὰ κατακλύσει τὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἁγίου καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς καὶ δάκρυα καυτὰ νὰ ἐκζητήσει τὴ μεσιτεία του. Κι ἡ σωτηρία δὲν ἀργεῖ. Προσφέρεται γρήγορα καὶ πλούσια. 

Ὁ ἱστορικός τῆς Κέρκυρας Ἀνδρέας Μάρμορας πού ζοῦσε τότε, μᾶς λέγει, πώς ἡ τρομερὴ ἐπιδημία, παρὰ τὴν ἔλλειψη σχετικῶν φαρμάκων, σὲ λίγο περιορίστηκε στὸ ἐλάχιστο καὶ μέχρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων σταμάτησε τελείως. Ὅλες τὶς νύκτες κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ πόλη δοκιμαζόταν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πάνω ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου φαινόταν κάτι σὰν φῶς μίας ὑπερκόσμιας κανδήλας. Ἦταν τὸ σημάδι πώς ὁ ἅγιος ἀγρυπνοῦσε καὶ φρουροῦσε τὸν λαό του. Ἔτσι τὸ ἐξήγησαν οἱ πιστοί. Τὸ φῶς τὸ ἔβλεπαν συνέχεια οἱ νυχτερινοὶ σκοποὶ τῶν φρουρίων. 

Ἡ τρομερὴ αὐτὴ ἐπιδημία, ἡ πανώλης, παρουσιάστηκε καὶ δεύτερη φορὰ στὴν Κέρκυρα μετὰ ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια, τὸ 1673 μ.Χ. Καὶ τούτη τὴ φορὰ ἡ ἀρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σὲ πόλεις καὶ χωριά. Τὰ κρούσματα ὑπῆρξαν πάμπολλα. Τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου θέριζε κι αὐτὴ τὴ φορὰ καθημερινὰ ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς κατοίκους. 

Στὶς παρακλήσεις τοῦ λαοῦ του ὁ θαυματουργὸς ἅγιος ἔσπευσε νὰ ἀνεβάσει καὶ πάλι στὸν θρόνο τῆς θείας Μεγαλωσύνης, τὴ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα τοῦ πιστοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τὰ δικά του καὶ νὰ ἐκζητήσει καὶ νὰ λάβει τάχιστα τὸ οὐράνιο ἔλεος καὶ τὴ σωτηρία του. Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ἐπικάλεσαι με ἐν ἡμέρα θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ΄, 15) βρῆκαν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους. Στὶς ἱκεσίες τοῦ θείου ἱεράρχη καὶ τοῦ μετανοημένου λαοῦ ἡ ἀπάντηση δὲν ἄργησε νὰ δοθεῖ. Τὰ κρούσματα μέρα μὲ τὴ μέρα ἐλαττώθηκαν στὸ ἐλάχιστο καὶ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ Ὀκτώβρη σταμάτησαν ἀπότομα. Κι αὐτὴ τὴ φορὰ στὴν κορυφὴ τοῦ καμπαναριοῦ γιὰ τρεῖς νύχτες ἔβλεπαν οἱ πιστοὶ ἕνα σταθερὸ φῶς, καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ὑπερκόσμιο φῶς, τὸν θαυματουργὸ ἅγιο νὰ αἰωρεῖται καὶ μ’ ἕνα Σταυρὸ στὸ χέρι νὰ καταδιώκει ἕνα κατάμαυρο φάντασμα, τὴν ἀρρώστια, πού προσπαθοῦσε νὰ ἀποφύγει τὸν ἅγιο καὶ νὰ σωθεῖ. 

Ἡ εὐγνωμοσύνη κι οἱ εὐχαριστίες τοῦ πιστοῦ λαοῦ ὑπῆρξαν καὶ πάλι μεγάλες. Μὲ θέσπισμα τῆς Ἑνετικῆς διοικήσεως καθιερώθηκε ἀπὸ τότε κάθε πρώτη Κυριακή τοῦ Νοεμβρίου νὰ γίνεται πανηγυρικὴ καὶ παλλαϊκὴ λιτάνευση τοῦ ἱεροῦ Σκηνώματος, γιὰ νὰ θυμᾶται ὁ λαὸς κι ἰδιαίτερα ἡ νέα γενεὰ τὸν ἀληθινὸ καὶ ἄγρυπνο προστάτη καὶ Σωτήρα της.