Στεκόμουν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία, καί ἄκουγα τόν ἐσπερινό. Ἔκανε κρύο ἔξω. Κοιτοῦσα τήν ἐκκλησία κι ἔνοιωθα τή ζεστασιά της. Παραλλήλισα τον ἑαυτό μου μέ τόν Ἀδάμ, στήν ἐξορία. Κοιτοῦσε τόν παράδεισο ἀπ’ ἔξω, καί ἀναπολοῦσε αὐτό πού ἔχασε. Ἡ ἁμαρτία, ἡ πτώση, ἡ ἀμετανοησία τοῦ στοίχησε τήν τρυφή, τή ζεστασιά, τόν Παράδεισο, τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ.
Τό μεγαλύτερο πρόβλημά μας, εἶναι ἡ ἀμετανοησία μας. «Πότε θά μετανοήσομεν;» ρωτοῦσε ὁ πατρο-Κοσμᾶς, τότε πού ζούσαμε κάτω ἀπό τήν φανερή μαύρη σκλαβιά τῶν Τούρκων. «Ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ», ἔλεγε. Τότε οἱ χριστιανοί πίστευαν ἀκόμη στήν κόλαση καί στόν Παράδεισο. Σήμερα πού γίναμε ὅλοι πολύξεροι, πιστεύουμε ὅ,τι ἠλιθιότητα κατεβάσει ἡ κούτρα μας. Δέν καταδεχόμαστε νά πιστέψουμε τέτοια μακρινά παραμύθια γιά Χριστό καί γιά Διάβολο, γιά νά μήν θεωρηθοῦμε ὁπισθοδρομικοί.
Ἔτσι, μέ τήν διαρκή παραμονή μας στόν βοῦρκο, φθάσαμε σε μεγάλα «κατορθώματα». Γίναμε φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλόθεοι, ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. Μᾶς βλέπει ὁ Διάβολος καί γελοῦν ἔως καί τ’αὐτιά του. Κι ἡ Παναγία, ὁλημερίς κι ὁλονυκτίς κλαίει καί παρακαλεῖ τόν Υἱό Της καί Θεό μας γιά νά μᾶς λυπηθεῖ.
Κι ὅλα αὐτά στήν πάλαι ποτέ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα· δυστυχῶς μᾶς ἔμεινε μόνο τό ὄνομα καί χάσαμε τή χάρη. Κι ἐπειδή τέτοιος ὁ λαός, τέτοιοι καί οἱ ἡγέτες του, πολιτικοί καί ἐκκλησιαστικοί. «Οἱ κληρικοί θά γίνουν ἀσεβέστεροι ὅλων», προφήτευσε ὁ πατρο-Κοσμᾶς. Ἔφθασε ὁ καιρός· κλαῖμε γιά τούς σύγχρονους ἐπισκόπους, τί ψυχή θά παραδώσουν, δέν πιστεύουν σέ τίποτα, οὔτε σέ Χριστό οὔτε σέ Πατρίδα. Κατήντησαν τήν Ἐκκλησία παιχνίδι τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, Τήν γελοιοποίησαν καί Τήν μετέτρεψαν, ὅπως οὐσιαστικά οἱ ἴδιοι παραδέχονται, σέ κάποια παράταξη(1), ἄχριστη καί (γι’ αὐτό) ἄχρηστη!
*
Ἦρθε ἡ σειρά μας νά ὑποστοῦμε τούς διωγμούς πού ὐπέστησαν οἱ χριστιανοί στά σοβιετικά καθεστῶτα. Ἄν οἱ ἱεράρχες μας αἰσθάνονται ὅτι δέν δύνανται νά δώσουν τόν καλόν ἀγώνα καί ὀρθόδοξη μαρτυρία ἐν τῇ πράξει καί ὄχι μέ τά λόγια, καλό εἶναι νά ἀποσυρθοῦν. Καιρός μετανοίας! Νά ἀναλάβουν πιστοί καί ταπεινοί Πατέρες, ἔχοντες τήν ἔξωθεν καλή μαρτυρία, κι ὄχι νά «διορίζονται» μέ τήν γνωστή τακτική, ἄνθρωποι μέ «βαρεῖς φακέλους» ἤ μέ ἀλλότρια Πίστη.
*
Μακάρι νά μᾶς δώσει ὁ Θεός τήν μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, νά σηκωθοῦμε ἀπό αὐτόν τόν βοῦρκο καί νά ἐπιστρέψουμε στόν Πατέρα. Μόνο ἔτσι θά προσφέρουμε πολιτικούς καί ἐκκλησιαστικούς ἀνθρώπους πού νά ἀγαποῦν Χριστό καί Πατρίδα! Μέχρι τότε, ἄς ἔχουμε κατά νοῦ τά ἅγια λόγια τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἴσως χρειαστεῖ νά γίνουν πράξη: «Τοῦτο σᾶς λέγω καί σᾶς παραγγέλω· κἄν ὁ οὐρανός νά κατεβῆ κάτω, κἄν ἡ γῆ νά ἀνεβῆ ἐπάνω, κἄν ὅλος ὁ κόσμος νά χαλάση, καθώς μέλλει νά χαλάση, σήμερον, αὔριον, νά μή σᾶς μέλλη τί ἔχει νά κάμη ὁ Θεός. Τό κορμί σας ἄς τό τηγανίσουν· τά πράγματά σας ἄς σᾶς τά πάρουν· μή σᾶς μέλλει· δώσατέ τα· δέν εἶναι ἰδικά σας. Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζονται.
Αὐτά τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση, δέν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἐκτός καί τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάγετε, νά μή τά χάσετε».