Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

«Πρώ­τη φο­ρά με­τά ἀ­πό τό­σα χρό­νια ἦρ­θε πα­πᾶς νά μᾶς ἁ­γιά­ση»

 Πα­ρα­μο­νή Θεο­φα­νεί­ων τοῦ 2000. Πρω­τά­για­ση (ἁγια­σμός τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῶν Θεο­φα­νεί­ων). Στό Πή­λι­ου­ρι, ἕνα χω­ριό τῆς Χει­μάρ­ρας τῆς Βο­ρεί­ου Ἠπεί­ρου, ὁ ἱε­ρέ­ας κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τό αὐ­το­κί­νη­το πού τούς με­τέ­φε­ρε ὡς ἐκεῖ καί ἑτοι­μά­ζε­ται ν᾽ ἁγιά­ση τά σπί­τια.  

Μί­α ὥ­ρα καί ἕ­να τέ­ταρ­το ἔ­κα­ναν μέ τό αὐ­το­κί­νη­το γι­ά νά φτά­σουν. Τό χω­ριό εἶ­ναι κρυμ­μέ­νο πά­νω στά ὄ­μορ­φα ἱ­στο­ρι­κά Χει­μαρ­ρι­ώ­τι­κα βου­νά. Ὁ δρό­μος τρα­χύς, ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Τό αὐ­το­κί­νη­το ἀγ­κο­μα­χοῦ­σε νά ξε­κολ­λή­ση ἀ­πό τίς λά­σπες πού δη­μι­ούρ­γη­σε ἡ βρο­χή τίς προ­η­γού­με­νες ἡ­μέ­ρες. Εἶ­ναι νέ­ος Ἱ­ε­ρεύς, μό­λις πρίν ἀ­πό δυ­ό μῆ­νες χει­ρο­το­νη­μέ­νος Πρε­σβύ­τε­ρος. Εἶ­χε ἔρ­θει ἀ­πό τήν Ἑλ­λά­δα μα­ζί μέ τρεῖς φοι­τη­τές γι­ά νά βο­η­θοῦν στό ἀ­να­λό­γιο καί γιά τήν με­τα­φο­ρά τῶν ἀ­ναγ­καί­ων γιά τίς ἱ­ε­ρο­πρα­ξί­ες στά χω­ριά τῆς πε­ρι­ο­χῆς καί ὅ­που ἀλ­λοῦ θά χρει­α­ζό­ταν. 

Ἡ πρώ­τη τους ἐ­πί­σκε­ψη ἦ­ταν ὁ ἱερός Να­ός στήν εἴ­σο­δο τοῦ χω­ριοῦ. Τό ἄ­θε­ο κα­θε­στώς τόν ἔ­κα­με «σπί­τι τοῦ λα­οῦ», ἔ­πει­τα ἀ­πο­θή­κη. Θλι­βε­ρό τό θέ­α­μα! Χορ­τα­ρι­α­σμέ­να τά σκα­λο­πά­τια, ἀμ­πα­ρω­μέ­νη ἡ πόρ­τα. Κα­νέ­να ση­μά­δι ζω­ῆς. Ἀ­φη­μέ­νη, λές, στήν φθο­ρά τοῦ χρό­νου γι­ά νά κα­τα­στρέ­ψη ὅ­,τι ἄ­φη­σαν πί­σω τους οἱ ἄ­θε­οι. 

Τά παι­διά ἔ­τρε­ξαν νά χτυ­πή­σουν τίς πόρ­τες τοῦ χω­ριοῦ, γιά νά ἀ­ναγ­γεί­λουν τήν ἄ­φι­ξη τοῦ ἱε­ρέ­α. Σέ λί­γο ἔ­γι­νε συ­να­γερ­μός. Ἡ μί­α νοι­κο­κυ­ρά μέ τήν ἄλ­λη μά­θαι­ναν τά σπου­δαῖ­α νέ­α. «Πρώ­τη φο­ρά με­τά ἀ­πό τό­σα χρό­νια ἦρ­θε πα­πᾶς νά μᾶς ἁ­γιά­ση», ἔ­λε­γαν μέ δά­κρυ­α στά μά­τια. Ἄλ­λες ἔρ­ρι­ξαν στρω­σί­δια στίς εἰ­σό­δους. Ἄλ­λες ἔ­κο­ψαν τά κα­λύ­τε­ρα ἄν­θη ἀ­πό τόν κῆ­πο τους γι­ά τήν ὑ­πο­δο­χή. Ὅ­λοι πε­ρί­με­ναν στήν ἐ­ξώ­πορ­τα. Τά σκυ­λιά στίς ὁ­λο­κά­θα­ρες αὐ­λές συμ­με­τεῖ­χαν στήν χα­ρά. Τό γαύ­γι­σμά τους χα­ρού­με­νο, δι­α­φο­ρε­τι­κό. 

«Ἐν Ἰ­ορ­δά­νῃ βα­πτι­ζο­μέ­νου Σου, Κύ­ρι­ε…», ἀ­ντη­χοῦ­σε σ᾽ ὅ­λο τό χω­ριό. Τά ρά­σα τοῦ πα­πᾶ γέ­μι­σαν λά­σπες, βά­ρυ­ναν. Τά ὑ­πο­δή­μα­τα τῶν φοι­τη­τῶν καί αὐ­τά σκε­πά­στη­καν ἀ­πό τήν λά­σπη. Καί ὅ­μως ὅ­λοι χαί­ρο­νταν. 

Πέ­ρα­σαν τρι­σή­μι­σι ὧ­ρες μέχρι νά ἁγιά­σουν ὅλα τά σπί­τια. Ἔ­μει­νε ἕ­να σπί­τι στήν ἄ­κρη τοῦ χω­ριοῦ. Κά­ποι­οι εἶ­παν ὅ­τι θά πᾶ­με ἐ­μεῖς νά τούς δώ­σου­με τόν ἁ­για­σμό για­τί εἶ­στε κου­ρα­σμέ­νοι. Δέν ἔ­πρε­πε νά γί­νη ὅ­μως ἔ­τσι. Δυ­ό γυ­ναῖ­κες, μία γε­ρόντισ­σα καί ἡ κό­ρη της πε­ρί­με­ναν τόν ἱ­ε­ρέ­α. Φί­λη­σαν μέ λα­χτά­ρα τόν Σταυ­ρό. Ὡ­δή­γη­σαν τόν ἱε­ρέ­α καί τήν συ­νο­δεί­α του σέ ὅ­λα τά δω­μά­τια τοῦ σπι­τιοῦ. Σέ ἕ­να ἀ­πό αὐ­τά μί­α νέα ἦ­ταν κα­τά­κοι­τη στό κρεβ­βάτι. «Πά­τερ, ἡ ἐγ­γο­νή μου», φω­νά­ζει σπα­ρα­κτι­κά ἡ γε­ρόντισ­σα. «Εἶ­ναι 18 ἐ­τῶν. Πο­λύ κα­λή κο­πέλ­λα. Περ­νά­ει μί­α δο­κι­μα­σί­α ἀλ­λά εἶ­ναι με­γά­λος ὁ Θε­ός». Ἡ μη­τέ­ρα της δί­πλα κλαί­ει βου­βά. Θέ­λουν καί οἱ δυ­ό γυ­ναῖ­κες νά ποῦν κά­τι στόν ἱ­ε­ρέ­α ἀλ­λά δι­στά­ζουν: 

–Θά θέ­λα­με, πά­τερ, νά σᾶς ζη­τή­σου­με κά­τι. Ἡ κο­πέλ­λα πού ἁ­γι­ά­σα­τε μέ­σα στό δω­μά­τιο εἶ­ναι ἀ­νά­πη­ρη, τε­τρα­πλη­γι­κή. Πρίν ἀ­πό τρί­α χρό­νια βα­πτί­στη­κε. Ἀ­πό τό­τε νη­στεύ­ει αὐ­στη­ρά καί δέν ἔ­χει φά­ει κρέ­ας. Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή οὔ­τε λά­δι. Προ­σεύ­χε­ται καί πε­ρι­μέ­νει μή­πως ἔρ­θη κά­ποι­ος ἱε­ρέ­ας νά τήν κοι­νω­νή­ση. Λέ­γα­με λοι­πόν μή­πως ἡ ἁ­γι­ό­της σου θά μπο­ροῦ­σε. 

‒Αὔ­ριο, εἶ­πε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας εἶ­ναι Θε­ο­φά­νεια. Με­γά­λη ἡ­μέ­ρα. Κά­τω στήν Χει­μάρ­ρα θά εἶ­ναι πο­λύς ὁ κό­σμος. Θά κοι­νω­νή­σουν καί στήν συ­νέ­χεια θά ρί­ξου­με τόν Τί­μιο Σταυ­ρό στήν θά­λασ­σα. Κα­τα­λα­βαί­νε­τε ὅ­τι θά ἀρ­γή­σου­με πο­λύ. 

‒Δέν πει­ρά­ζει, πά­τερ. Θά πε­ρι­μέ­νου­με ὅ­σο χρει­α­στεῖ. Ὅ­ταν τό μά­θη ἡ κο­πέλ­λα μας, δέν πρό­κει­ται ἀπό σή­με­ρα οὔ­τε νε­ρό νά πιῆ. Αὐ­τό τό λα­χτα­ρά­ει.  

Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, ἀρ­γά τό με­ση­μέ­ρι, τό ἴ­διο αὐ­το­κί­νη­το μέ τούς ἴ­διους ἀν­θρώ­πους κα­τευ­θύ­νε­ται στό χω­ριό. Κα­νείς δέν μι­λᾶ. Φτά­νουν. Περ­πα­τοῦν ἀρ­κε­τή ὥ­ρα μέ­χρι τό σπί­τι. Μπρο­στά προ­πο­ρεύ­ε­ται κά­ποι­ος μέ ἕ­να κε­ρί ἀ­ναμ­μέ­νο. Στό πλα­τύ­σκα­λο τοῦ σπι­τιοῦ οἱ δυ­ό γυ­ναῖ­κες κλαῖ­νε ἀ­πό χα­ρά κά­νοντας βα­θι­ές με­τά­νοι­ες γι­ά νά ἐκ­φρά­σουν τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τους. Βου­βές, ἀ­μί­λη­τες κά­νουν τόν σταυ­ρό τους μέ σε­βα­σμό καί ὁ­δη­γοῦν μέ προ­σο­χή τόν ἱ­ε­ρέ­α στό δω­μά­τιο τῆς κό­ρης. 

«Με­τα­λαμ­βά­νει ἡ δού­λη τοῦ Θε­οῦ Ἐ­λευ­θε­ρί­α τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ…». Ὅ­μως, πρίν με­τα­δώ­ση τά ἄ­χραντα μυ­στή­ρια ὁ λει­τουρ­γός τοῦ Θε­οῦ στα­μα­τᾶ. Κά­τι συμ­βαί­νει. Ἀ­νοι­γο­κλεί­νει τά βλέ­φα­ρά του. Σάν κά­τι νά τά ἐ­νο­χλῆ. Ἀ­φοῦ ἄ­φη­σε τήν ἁ­γί­α λα­βί­δα στό ἅ­γιο Πο­τή­ριο, ἔ­τρι­ψε τά μά­τια του πού θαμ­πώ­νονταν ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή, δι­ε­ρω­τώ­με­νος καθ᾽ ἑ­αυ­τόν μέ ἀ­πο­ρί­α δι­ά τό τί συμ­βαί­νει. Τά μά­τια τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας προ­ση­λω­μέ­να στό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο λά­μπουν. Φεγ­γο­βο­λοῦν τό­σο πο­λύ, ὥ­στε κα­τά­πλη­κτος ὁ ἱ­ε­ρέ­ας νά μήν μπο­ρῆ πλέ­ον νά δι­α­κρί­νη τό πρό­σω­πό της. Ἕ­να φῶς ὑ­πέρ­λα­μπρο μέ συ­νε­χῶς αὐ­ξα­νό­με­νη ἔντα­ση ἁ­πλω­νό­ταν σι­γά–σι­γά σέ ὅ­λο τό δω­μά­τιο. Αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι τόν ἀ­κουμ­πά­ει. Τό χέ­ρι του πού ἦ­ταν κοντά αἰ­σθάν­θη­κε τήν θαλ­πω­ρή του. Τρό­μα­ξε. Τό φῶς ἐ­κεῖ­νο δέν εἶ­χε τό χρῶ­μα τῆς φλό­γας λαμ­πά­δας ἀλ­λά ἦ­ταν λευ­κό, δυ­να­τό, ἁ­πα­λό, ὄ­χι ἐ­κτυ­φλω­τι­κό. Ἦ­ταν τό­σο δυ­να­τό πού ὁ ἱ­ε­ρέ­ας δέν ἔ­βλε­πε τό πρό­σω­πο καί τό στό­μα της.  

Σα­στι­σμέ­νος καί μέ με­γά­λη προ­σπά­θεια γιά νά μήν τρέ­μη τό χέ­ρι του, ἔ­χοντας στήν μνή­μη του τό πρό­σω­πο τῆς κο­πέλ­λας, με­τα­δί­δει τήν θεί­α Κοι­νω­νία­. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι κοι­νώ­νη­σε, ὅ­ταν αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι ἡ ἁ­γί­α λα­βί­δα ἄγ­γι­ξε στά δόντια τῆς με­τα­λα­βού­σης. «Εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ, πά­τερ», ἄ­κου­σε στό βά­θος τοῦ μυα­λοῦ του τήν φω­νή τῆς νε­α­ρῆς κο­πέλ­λας. 

Εἶ­χε σκο­πό νά κα­τα­λύ­ση τό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο στό δω­μά­τιο μέ τό εἰ­κο­νο­στά­σι τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Ἀ­δύ­να­τον. Σιω­πη­λά χαι­ρε­τᾶ τίς σπι­το­νοι­κο­κυ­ρές κά­νο­ντας ἕ­να νεῦ­μα στούς φοι­τη­τές πού τόν βο­η­θοῦ­σαν, ὅτι πρέ­πει νά φύ­γουν. Ἐ­κεῖ­νες πα­ρα­κα­λοῦν γι­ά νά τούς φι­λο­ξε­νή­σουν. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ὅ­μως δέν ἀ­κού­ει. Κρα­τᾶ σφι­χτά στό δε­ξί του χέ­ρι τό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο καί κα­τευ­θύ­νε­ται γορ­γά στό βά­θος τοῦ μι­κροῦ δά­σους πού βρί­σκε­ται πέ­ρα ἀ­πό τό σπί­τι. Τό ρῖ­γος δι­α­περ­νᾶ τό σῶ­μα του. Ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τί ἦ­ταν αὐ­τό πού τοῦ συ­νέ­βη; Κα­τα­λύ­ει βι­α­στι­κά. 

«Πά­τερ, εἶ­στε κα­λά;» ρω­τοῦν τά παι­διά. «Ναί, βέ­βαι­α, πᾶ­με τώ­ρα για­τί ἀρ­γή­σα­με…».