Μία νύχτα πήγαν ληστές σε κάποιον Ερημίτη.
– Ήλθαμε να πάρωμε τα πράγματά σου, του είπαν άγρια.
– Κοπιάστε και πάρετε ό,τι σας αρέσει, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του.
Άδειασαν
στη στιγμή τη φτωχική του καλύβη κι έφυγαν βιαστικοί. Λησμόνησαν όμως
να πάρουν ένα μικρό φλασκί, που ήταν κρεμασμένο από το δοκάρι της
στέγης. Ο Ερημίτης το ξεκρέμασε και, τρέχοντας πίσω από τους ληστές,
φώναζε για να τον ακούσουν να σταματήσουν:
– Γυρίστε πίσω, αδελφοί, να πάρετε και τούτο.
Και τους έδειχνε από μακριά το μικρό φλασκί.
Εθαύμασαν
την ανεξικακία του εκείνοι κι εγύρισαν, όχι για να πάρουν το φλασκί,
αλλά για να του βάλουν μετάνοια και να του δώσουν πίσω, όλα του τα
πράγματα.
– Αυτός μάλιστα, είναι πραγματικά ανθρωπος του Θεού, έλεγαν μεταξύ τους.