ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Α’ Θεσ. α’ 1-5
Παῦλος καὶ Σιλουανὸς καὶ Τιμόθεος τῇ ἐκκλησίᾳ Θεσσαλονικέων ἐν Θεῷ πατρὶ καὶ Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ πάντων ὑμῶν μνείαν ὑμῶν ποιούμενοι ἐπὶ τῶν προσευχῶν ἡμῶν, ἀδιαλείπτως μνημονεύοντες ὑμῶν τοῦ ἔργου τῆς πίστεως καὶ τοῦ κόπου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς τῆς ἐλπίδος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς ἡμῶν, εἰδότες, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ὑπὸ Θεοῦ, τὴν ἐκλογὴν ὑμῶν, ὅτι τὸ εὐαγγέλιον ἡμῶν οὐκ ἐγενήθη εἰς ὑμᾶς ἐν λόγῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν δυνάμει καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ ἐν πληροφορίᾳ πολλῇ, καθὼς οἴδατε οἷοι ἐγενήθημεν ἐν ὑμῖν δι᾿ ὑμᾶς
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Λκ. ιβ’ 13-15, 22-31
Εἶπε δέ τις αὐτῷ ἐκ τοῦ ὄχλου· διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι τὴν κληρονομίαν μετ᾿ ἐμοῦ. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπε, τίς με κατέστησε δικαστὴν ἢ μεριστὴν ἐφ᾿ ὑμᾶς; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ. Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε. οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; κατανοήσατε τοὺς κόρακας, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστι ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ Θεὸς τρέφει αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; εἰ οὖν οὔτε ἐλάχιστον δύνασθε, τί περὶ τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε; κατανοήσατε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; αὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε· ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἐπιζητεῖ· ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων· πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε το 1846
στη Σηλυβρία της Θράκης σε φτωχή, αλλά ευσεβή οικογένεια. Από μικρός
ήταν σεμνός, ευβλαβής και φιλομαθής. Ξενιτεύθηκε στα 14 του χρόνια στην
Κωνσταντινούπολη για να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένειά του.
Όποτε αντιμετώπιζε δυσκολίες, η αγνή και άδολη καρδιά του απευθυνόταν με
αμεσότητα στον Κύριό μας, με αποκορύφωμα το συγκινητικό γράμμα που Τού
απηύθυνε, μη έχοντας κάποιον άνθρωπο κοντά του να τον βοηθήσει. Χάρις
στην ζωντανή του πίστη μιλούσε με τον Χριστό μας “ενώπιος ενωπίω”.
Την νύχτα διάβαζε πνευματικά βιβλία και κυρίως βίους Αγίων. Ήταν τόσο
εργατικός και μελετηρός, που σύντομα διορίστηκε δάσκαλος στην Χίο, όπου
αργότερα εκάρη μοναχός στην Νέα Μονή και ακολούθως χειροτονήθηκε
διάκονος στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά. Κατόπιν τελείωσε το Γυμνάσιο στην
Αθήνα και ύστερα σπούδασε Θεολογία, στην οποία αρίστευσε. Μετέβη στο
Πατριαρχείο Αλεξανδρείας με συστατική επιστολή και σύντομα χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος. Στα κηρύγματά του πήγαιναν ακόμα και αλλόθρησκοι. Μετά
χειροτονήθηκε επίσκοπος Πενταπόλεως. Αγαπήθηκε πολύ από τους πιστούς για
την μεγάλη αρετή και ταπείνωσή του. Έλεγε χαρακτηριστικά, ότι το αξίωμα
του Αρχιερέως είναι υπόδειγμα ταπεινοφροσύνης, επομένως ο Αρχιερεύς
πρέπει να είναι πρώτος στην ταπεινοφροσύνη, άρα και έσχατος όλων. Αυτό
που κάνει τον άνθρωπο να υπερέχει, δεν είναι το εκκλησιατικό αξίωμα αλλά
σε ποιο βαθμό μιμείται τον Χριστό, προσέθετε.
Τότε ξεκίνησε η φοβερή δοκιμασία της συκοφαντίας, την οποία υπέμεινε
αγόγγυστα, έως το τέλος της ζωής του. Εκδιώχθηκε με τον χειρότερο τρόπο
από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πήγε στην Αθήνα. Με μεγάλη δυσκολία
διορίστηκε ιεροκήρυκας στην Χαλκίδα και αργότερα στην Φθιώτιδα. Κατόπιν
διορίστηκε διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Η καλωσύνη, η
πραότητα και ο ζήλος του ήταν παροιμιώδεις. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Χρυσοστόμου του Α’, ο Άγιος απεκατέστησε τελείως
τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της εσωτερικής ζωής της σχολής. Ήταν πολύ
λόγιος, με άριστη φιλοσοφική κατάρτιση. Κατόπιν πολλής προσευχής
συνέγραψε πάμπολλα θεολογικά, ομολογιακά, λατρευτικά βιβλία σχετικά με
κάθε ζήτημα που παρουσιαζόταν και απασχολούσε την Εκκλησία και της
πιστούς.
Μετά την παραίτησή του από την διεύθυνση της Σχολής αποσύρθηκε στην
Αίγινα, όπου και ίδρυσε την Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος. Τα θαύματα που
συνέβησαν, ήδη πριν την άφιξή του στο νησί ήταν πάρα πολλά. Συνομιλούσε
με τον Άγιο Διονύσιο, με τον Άγιο Μηνά. Παράλληλα όμως με τα πνευματικά
του καθήκοντα, εκτελούσε και τις πιο ταπεινές εργασίες. Δυστυχώς οι
συκοφαντίες κατά του Αγίου δεν σταμάτησαν ποτέ αλλά τις υπέμενε πάντοτε
με απαράμιλλη ανεξικακία.
Όταν ασθένησε, υπέφερε για πολύ καιρό τους πόνους. Προγνώρισε το τέλος
του και μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Εκοιμήθη οσιακά στην πτέρυγα των απόρων
του Αρεταίειου Νοσοκομείου. Νέα σειρά θαυμάτων, που ξεκίνησε αμέσως μετά
την κοίμησή του διακηρύττει την αγιότητά του έως και σήμερα. Πρεσβεύει,
θαυματουργεί αδιαλείπτως και αποτελεί μέγιστο στήριγμα της πατρίδας μας
αλλά και των απανταχού Ορθοδόξων.