Χαράματα ξεκίνησαν γιὰ τούτη τὴν ἐκδρομὴ στὴν ὀρεινὴ Ναυπακτία μὲ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» καὶ τὴν ἐνορία τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἀνήμερα τῆς Ἀνάληψης τοῦ Χριστοῦ. Περίοδος ἐξετάσεων. Ἡ Ἑλένη, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ κατάφερε νὰ ἀκολουθήσει. Οἱ ἐπιτηρητὲς τῶν Πανελλαδικῶν Ἐξετάσεων δικαιοῦνται ἀπαλλαγὴ μιᾶς μέρας, «ἄνευ ἀποδοχῶν». Ἐκείνη δήλωσε τὴ μέρα τῆς Ἀναλήψεως, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὴ Θεία Λειτουργία. Ἀφοῦ προέκυψε ἡ ἐκδρομή, τὸ θεώρησε ἰδιαίτερη εὐλογία. Ξεκίνησαν χαράματα, γιὰ νὰ βρεθοῦν νωρὶς ἐκεῖ στὶς ἀετοφωλιὲς πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη Τριχωνίδα, γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ Λειτουργία στὸ χωριὸ Ἀνάληψη, στὸ ὁμώνυμο ἐξωκκλήσι. Ὁ παπα– Μᾶρκος λειτουργεῖ καθημερινά. Ἀκόμη κι ἂν εἶναι νὰ πάει ἐκδρομὴ θὰ κάνει ἀποβραδὶς ἀγρυπνία. Σήμερα ὅμως δὲ χρειάστηκε ἡ νυχτερινὴ Λατρεία. Χρειάστηκε ἡ ὀρθρινὴ ἔγερση τῶν ἐκδρομέων προσκυνητῶν.
Ἀνηφορίζοντας πρὸς τὴν ὀρεινὴ Ναυπακτία, δεξιὰ εἶναι ἡ Φωκίδα, ἡ πατρίδα τῶν γονιῶν του. Ἐκεῖνος ἔνιωσε γιὰ πατρίδα τὴν Πρωτεύουσα. Εἶναι παιδὶ τῆς πόλης. Στὰ Πετράλωνα τελείωσε τὸ Δημοτικὸ καὶ στὸ 12ο τῆς Ἀθήνας τὸ Γυμνάσιο.
Καθὼς τὸ ποῦλμαν πορεύεται πρὸς τὸ χωριὸ Ἀνάληψη, ζωντανεύουν μνῆμες στὸ μυαλὸ τοῦ παπα–Μάρκου. Ἀνάληψη! Τὸ χωριὸ τοῦ πατέρα Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα καὶ καθοδηγητῆ. Ἐδῶ γεννήθηκε ὁ γέροντάς του. Σὲ τοῦτα τὰ κακοτράχαλα ἀλλὰ ἱστορικὰ καὶ ἱερὰ μέρη. Γι’ αὐτὸ ἴσως τὸ παράστημά του εἶχε κάτι ἀπὸ τὴ λεβεντιὰ τῶν ὑψωμάτων καὶ ἡ μορφὴ του κάτι ἀπὸ τὸ λεύτερο βουνίσιο ἀγέρι, ἡ ματιά του κάτι ἀπὸ τὸ ἀετίσιο βλέμμα. Ἐδῶ ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα. Ἀπὸ ἐδῶ φτερούγισε γιὰ τὰ μεγάλα πνευματικά του πετάγματα κι ἔγινε ἱερέας καὶ πνευματικὸς μὲ πολλαπλὴ δράση καὶ δύναμη.
Θυμᾶται τὴ μέρα ποὺ τὸν γνώρισε σὲ μιά διάλεξη στὴν Ἀθήνα. Φοιτητόκοσμος εἶχε πλημμυρίσει τὴν αἴθουσα. Ὁ παπα–Χαράλαμπος στὸ βῆμα ἔθελγε τὶς νεαρὲς ψυχές. Δὲ μίλησε μόνο. Ἔκανε … προσκλητήριο. Κάλεσε τοὺς νέους νὰ ταχθοῦν στὸ πλευρό του στὸν εἰρηνικὸ πόλεμο κατὰ τῶν πολεμίων τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς πίστης.
Μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς. «Τί “ὀρθὴ πίστη”; Ὅλοι Χριστιανοὶ εἶναι. Καλὸς ἄνθρωπος νὰ εἶσαι. Ἔργα καλὰ νὰ κάνεις καὶ σώζεσαι. Αὐτὰ γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη εἶναι ἀνούσιες λεπτομέρειες καὶ μόνο διάσπαση φέρνουν».
Μπορεῖς νὰ χτίσεις οἰκοδόμημα σὲ σαθρὰ θεμέλια; Ὅσο καλοὶ κι ἂν εἶναι οἱ τοῖχοι, ὅσο προσεγμένοι κι ἂν εἶναι οἱ σοβάδες, ὅσο ἐπιμελημένη κι ἂν εἶναι ἡ στέγη, ὅταν τὸ θεμέλιο εἶναι σαθρό, ἡ οἰκοδομὴ θὰ πέσει. Ἡ πέτρα τῆς πίστης εἶναι τὸ θεμέλιο. Καὶ οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ αὐτὴν προσπαθοῦν νὰ κλονίσουν. Κι ὕστερα ἄντε νὰ κάνεις καλὰ ἔργα. Μᾶλλον ἔργα προβολῆς μπορεῖς νὰ κάνεις, «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Πολλὴ κουβέντα μεγάλης διάρκειας χρειάζεται, γιὰ νὰ τὸ ἐξηγήσει κανείς. Μὲ λίγα λόγια, ἡ Ὀρθοδοξία φέρνει τὴν Ὀρθοπραξία.
Ἀπὸ τὰ σωστὰ ἐλατήρια γίνονται τὰ σωστὰ ἔργα. Ἀλλὰ καὶ Ὀρθοδοξία χωρὶς Ὀρθοπραξία δὲ γίνεται. Μὲ τὸ ἕνα πόδι δὲν προχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Ἀνηφορίζοντας πρὸς τὴν ὀρεινὴ Ναυπακτία, δεξιὰ εἶναι ἡ Φωκίδα, ἡ πατρίδα τῶν γονιῶν του. Ἐκεῖνος ἔνιωσε γιὰ πατρίδα τὴν Πρωτεύουσα. Εἶναι παιδὶ τῆς πόλης. Στὰ Πετράλωνα τελείωσε τὸ Δημοτικὸ καὶ στὸ 12ο τῆς Ἀθήνας τὸ Γυμνάσιο.
Καθὼς τὸ ποῦλμαν πορεύεται πρὸς τὸ χωριὸ Ἀνάληψη, ζωντανεύουν μνῆμες στὸ μυαλὸ τοῦ παπα–Μάρκου. Ἀνάληψη! Τὸ χωριὸ τοῦ πατέρα Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα καὶ καθοδηγητῆ. Ἐδῶ γεννήθηκε ὁ γέροντάς του. Σὲ τοῦτα τὰ κακοτράχαλα ἀλλὰ ἱστορικὰ καὶ ἱερὰ μέρη. Γι’ αὐτὸ ἴσως τὸ παράστημά του εἶχε κάτι ἀπὸ τὴ λεβεντιὰ τῶν ὑψωμάτων καὶ ἡ μορφὴ του κάτι ἀπὸ τὸ λεύτερο βουνίσιο ἀγέρι, ἡ ματιά του κάτι ἀπὸ τὸ ἀετίσιο βλέμμα. Ἐδῶ ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα. Ἀπὸ ἐδῶ φτερούγισε γιὰ τὰ μεγάλα πνευματικά του πετάγματα κι ἔγινε ἱερέας καὶ πνευματικὸς μὲ πολλαπλὴ δράση καὶ δύναμη.
Θυμᾶται τὴ μέρα ποὺ τὸν γνώρισε σὲ μιά διάλεξη στὴν Ἀθήνα. Φοιτητόκοσμος εἶχε πλημμυρίσει τὴν αἴθουσα. Ὁ παπα–Χαράλαμπος στὸ βῆμα ἔθελγε τὶς νεαρὲς ψυχές. Δὲ μίλησε μόνο. Ἔκανε … προσκλητήριο. Κάλεσε τοὺς νέους νὰ ταχθοῦν στὸ πλευρό του στὸν εἰρηνικὸ πόλεμο κατὰ τῶν πολεμίων τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς πίστης.
Μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς. «Τί “ὀρθὴ πίστη”; Ὅλοι Χριστιανοὶ εἶναι. Καλὸς ἄνθρωπος νὰ εἶσαι. Ἔργα καλὰ νὰ κάνεις καὶ σώζεσαι. Αὐτὰ γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη εἶναι ἀνούσιες λεπτομέρειες καὶ μόνο διάσπαση φέρνουν».
Μπορεῖς νὰ χτίσεις οἰκοδόμημα σὲ σαθρὰ θεμέλια; Ὅσο καλοὶ κι ἂν εἶναι οἱ τοῖχοι, ὅσο προσεγμένοι κι ἂν εἶναι οἱ σοβάδες, ὅσο ἐπιμελημένη κι ἂν εἶναι ἡ στέγη, ὅταν τὸ θεμέλιο εἶναι σαθρό, ἡ οἰκοδομὴ θὰ πέσει. Ἡ πέτρα τῆς πίστης εἶναι τὸ θεμέλιο. Καὶ οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ αὐτὴν προσπαθοῦν νὰ κλονίσουν. Κι ὕστερα ἄντε νὰ κάνεις καλὰ ἔργα. Μᾶλλον ἔργα προβολῆς μπορεῖς νὰ κάνεις, «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Πολλὴ κουβέντα μεγάλης διάρκειας χρειάζεται, γιὰ νὰ τὸ ἐξηγήσει κανείς. Μὲ λίγα λόγια, ἡ Ὀρθοδοξία φέρνει τὴν Ὀρθοπραξία.
Ἀπὸ τὰ σωστὰ ἐλατήρια γίνονται τὰ σωστὰ ἔργα. Ἀλλὰ καὶ Ὀρθοδοξία χωρὶς Ὀρθοπραξία δὲ γίνεται. Μὲ τὸ ἕνα πόδι δὲν προχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος.
* * *
Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία δούλεψε ὁ πατὴρ Χαράλαμπος. Ταγμένος ὁ ἴδιος στὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγώνα ἀπηύθυνε τὸ ἱερὸ προσκλητήριό του στὰ νιάτα, ποὺ σπούδαζαν, μὲ παλμό, μὲ ζωντάνια, μὲ πίστη, γιατί οἱ αἱρέσεις ὀργίαζαν καὶ ὀργιάζουν στὴ χριστιανικὴ Ὀρθόδοξη πατρίδα μας.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους νεαρούς, ποὺ ἔσπευσαν μὲ χαρὰ νὰ γίνουν εἰρηνικοὶ στρατιῶτες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἦταν καὶ ὁ νεαρὸς φοιτητὴς τῆς Θεολογίας Χαράλαμπος. (Τί σύμπτωση! Τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ παπα–Μάρκου ἦταν τὸ ἴδιο μὲ τὸ ὄνομα τοῦ παπα–Χαράλαμπου). Αὐτὸ ἦταν. Ὁ νεαρὸς φοιτητὴς ἔγινε πνευματικὸ παιδὶ τοῦ παπα–Χαράλαμπου καὶ γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὴν τριπλὴ προσφορὰ τοῦ Γέροντά του γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἡγούμενου τῆς μονῆς Ἀσωμάτων (Πετράκη), ὡς ἱδρυτῆ τῆς Πανελληνίου Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως καὶ ὡς ἐκδότη τῆς μαχητικῆς ἐφημερίδας «Ὀρθόδοξος Τύπος».
Ἡ ἀγαπημένη ὅμως ἐνασχόληση τοῦ π. Χαράλαμπου Βασιλόπουλου ἦταν οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ ἔσκυψε, αὐτὸ τὸν γοήτευε, ὄχι μόνο γιὰ νὰ τοὺς μιμηθεῖ ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς κάνει προσιτοὺς στὸν ἁπλὸ πιστό. Γι’ αὐτὸ ἀσχολήθηκε συστηματικὰ μὲ τὴ συγγραφή. Ἔγραψε πάρα πολλοὺς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τοὺς παρέδωσε γιὰ παράδειγμα, γιὰ μίμηση στὸν κόσμο. Δικαιολογημένα προβάλλει ἐδῶ τὸ ἐρώτημα: μὲ τόσο φόρτο ἐργασίας, πῶς τὰ προλάβαινε ὅλα; Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε πολύτιμο βοηθό. Σχεδὸν δὲν ἀσχολήθηκε καθόλου μὲ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο». Τὸν εἶχε ἀφήσει στὰ χέρια τοῦ ὑποτακτικοῦ του.
Ὁ νεαρὸς πτυχιοῦχος τῆς Θεολογίας δὲ θὰ μείνει γιὰ πολὺ λαϊκός. Ὁ Χαράλαμπος Μανώλης ἔλαβε στὴ μονὴ Πετράκη τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, ὀνομάστηκε Μᾶρκος (τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου – συμβόλου τῆς ἀνυποχώρητης Ὀρθοδοξίας) καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του καὶ πολύτιμος συνεργάτης του στὴν ἱερὴ ἀποστολή του. Τὸ δεξί του χέρι στὴν Πανελλήνια Ὀρθόδοξη Ἕνωση καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ἐφημερίδας «Ὀρθόδοξος Τύπος».
Ὁ παπα-Μᾶρκος πορεύεται τώρα πρὸς τὸ χωριὸ Ἀνάληψη, ὥριμος πιὰ ἀρχιμανδρίτης, γιὰ νὰ τιμήσει τὴ Μεγάλη Ἡμέρα, νὰ προσκυνήσει τὸ ὁμώνυμο ἐξωκκλήσι, νὰ λάβει μέρος στὴ θεία Λατρεία, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποτίσει φόρο τιμῆς στὸν πνευματικό του πατέρα, δάσκαλο καὶ καθοδηγητή. Ἡ συγκίνηση τὸν πλημμυρίζει, καθὼς τὸ μεγάλο ὄχημα «τρώει» τὰ χιλιόμετρα καὶ ὁλοένα πλησιάζει.
Τὸ χωριὸ εἶναι σκαρφαλωμένο στὸ βουνὸ Ἀνάληψη μὲ τὰ λευκά του σπίτια καὶ τὶς κοκκινωπὲς στέγες πάνω σὲ καταπράσινη πλαγιὰ σὲ ὑψόμετρο ἑπτακοσίων μέτρων μὲ θέα πρὸς τὴ λίμνη Τριχωνίδα. Ἀπὸ τὸ κεφαλοχώρι Θέρμο ἀπέχει 15 χιλιόμετρα καὶ ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τῆς περιοχῆς, (ὄχι τοῦ νομοῦ) τὴ Ναύπακτο, ἀπέχει 35 χιλιόμετρα.
Αὐτὸ τὸ χωριό, -ὅπως ἄλλωστε καὶ κάθε γωνιὰ αὐτῆς τῆς χώρας-, εἶναι ἱστορικό. Στὴν Τουρκοκρατία κάθε ραχούλα καὶ δάσος ἦταν λημέρι γιὰ τὰ παλικάρια πού, μὴ ἀντέχοντας τὸν ζυγό, ἔπαιρναν τὰ βουνὰ πολεμώντας τὸν κατακτητή. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ εἶχε στρατόπεδο καὶ ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης. Μετὰ τὴν ἡρωικὴ Ἔξοδο πολλοὶ Μεσολογγίτες βρῆκαν ἐδῶ καταφύγιο καὶ ὁρμητήριο.
Τὸ πούλμαν ἀνηφορίζει, ὅλο ἀνηφορίζει ἀγκομαχώντας. Ὥσπου φτάνει σὲ ἕνα σημεῖο, ποὺ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συνεχίσει, γιατί ὁ δρόμος δὲν εἶναι κατάλληλος. Μᾶλλον γιὰ κατσικόδρομος μοιάζει, παρὰ μὲ κανονικό γιὰ μεγάλο μάλιστα ὄχημα. Καὶ τότε αὐτὸ τὸ κινούμενο θεριὸ ὑποκλίνεται ταπεινὰ μπροστὰ σὲ κάτι εὐτελῆ μικρὰ αὐτοκίνητα, ποὺ «δὲν σοῦ γεμίζουν τὸ μάτι». Κάτι ἀγροτικὰ ὀχήματα μὲ μιά καρότσα κατασκευασμένη νὰ μεταφέρει γεννήματα τῆς γῆς ἢ πρόβατα. Κι ὅμως σὲ αὐτὴ τὴν καρότσα βολεύτηκαν ὅλοι οἱ προσκυνητὲς τμηματικά.
Τὸ ἁμαξάκι σκαρφαλώνει τὴ ράχη τοῦ βουνοῦ χορεύοντας. Ὅταν εἶσαι μέσα, νιώθεις τὸν σεισμὸ τῶν πολλῶν Ρίχτερ. Κάποια στιγμὴ νομίζεις πὼς θὰ σὲ ἀδειάσει καὶ θὰ σωριαστεῖς πάνω στὶς πέτρες. Ἀλλὰ ὄχι. Προχωρεῖ πηδώντας, ἀλλὰ μὲ μαεστρία. Ξέρει καλὰ τὸν δρόμο. Σὲ παίρνει ἀπὸ τὰ χαμηλὰ σὲ μιά ὄντως δύσκολη ἀνάβαση, γιὰ νὰ σὲ φέρει στὰ ψηλά, στὸ φῶς, στὸ ὄμορφο ἀγνάντεμα, σὲ τόπο ἱερό, στὸ ἐξωκκλήσι τῆς Ἀνάληψης.
Ἀπέριττο καὶ ταπεινὸ τὸ ἐξωκκλήσι. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος, «ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν», ποὺ βρίσκεται παντοῦ καὶ «πληροῖ» τὰ πάντα, κατοικεῖ στοὺς περικαλλεῖς καὶ μεγαλόπρεπους ναοὺς μὲ τὴν ἴδια εὐαρέσκεια ποὺ κατοικεῖ καὶ στὰ ταπεινὰ ἐξωκκλήσια, ἀρκεῖ αὐτοὶ ποὺ προσέρχονται νὰ τὸν λατρεύουν «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Καὶ ἐδῶ, σὲ τοῦτο τὸ ταπεινὸ ἐξωκκλήσι, περιστοιχισμένοι ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς ξωμάχους τὴ νιώθουν τούτη τὴ θεία Παρουσία οἱ ἐκδρομεῖς – προσκυνητές.
Μὲ τοὺς ἄρτους καὶ τὰ κεράσματα, μὲ τὰ ἄκακα χαμόγελα καὶ τὰ ἐγκάρδια λόγια οἱ φιλοξενούμενοι νιώθουν πὼς δὲν εἶναι ἁπλὰ εὐπρόσδεκτοι ἀπὸ τοὺς ντόπιους, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἀδέρφια κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ κοινοῦ Πατέρα.
Σὲ ἐλάχιστη ἀπόσταση, δύο μόλις χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ χωριὸ, τοὺς περιμένει ἄλλη εὐλογία, τὸ μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸν 12ο αἰώνα. Χτισμένο σὲ ὑψόμετρο ἑξακοσίων μέτρων ξεπροβάλλει πέτρινο μὲ τὴ γοητεία τοῦ παλαιοῦ μέσα στὴν πράσινη ὀμορφιά. Αἰώνιοι παραστάτες του τὰ λεβεντόκορμα κυπαρίσσια καὶ τὰ σκιερὰ πλατάνια, ποὺ κόντρα στοὺς καιροὺς καὶ στοὺς αἰῶνες ἐπιδεικνύουν τὰ θαλερὰ γηρατειά τους.
Ὁ ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ δεσπόζει στὸν ἱερὸ χῶρο. Ἡ ἀνατολική του πλευρὰ εἶναι χτισμένη ἀπὸ πελεκητὴ πέτρα. Δίπλα ὑπάρχει ἕνα χιλιόχρονο δέντρο καὶ πάνω του σκαρφαλώνει μιά κληματαριά. Ἡ κληματαριά, ἂν εἶχε στόμα, θὰ ἔλεγε πὼς τὴ φύτεψε ἕνας ἅγιος μοναχός, ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Νεομάρτυς γύρω στὰ 1500 μ.Χ. Αὐτὸς εἶναι τὸ καύχημα τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ναὸς χτίστηκε στὰ μέσα τοῦ δεκάτου πέμπτου αἰώνα. Τὸ τέμπλο περίτεχνο ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο μὲ σκαλισμένα σταφύλια καὶ πτηνά. Οἱ εἰκόνες του εἶναι βυζαντινές.
Ὅπως τὰ περισσότερα παλαιὰ μοναστήρια, τούτη ἡ μονὴ δὲν ἦταν μόνο κέντρο Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ κέντρο «ἐθνικῆς ἀντίστασης». Ἐδῶ κάτω ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θόλους φιλοξενήθηκαν κλέφτες καὶ ἀρματολοί, ποὺ πάλευαν ἐνάντια στὸν κατακτητή. Ὁ Καραϊσκάκης ἐρχόταν συχνά. Ἐδῶ φιλοξενήθηκαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἡρωικοὺς Μεσολογγίτες μετὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ βέβαια οἱ μοναχοὶ εἶχαν ἀναλάβει καὶ τὸν τομέα τῆς παιδείας τῆς δύσκολης ἐκείνης ἐποχῆς. Λειτουργοῦσε στὴ μονὴ Κρυφὸ Σχολεῖο, ὅπου διδάσκονταν τὰ Ἑλληνόπουλα γράμματα μέσα ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα.
Σήμερα τόσο γιὰ τὴν πνευματικὴ προσφορά του, ὅσο καὶ γιὰ τὴ χαρακτηριστικὴ ἀρχιτεκτονική του τὸ μοναστήρι ἔχει χαρακτηριστεῖ διατηρητέο ἱστορικὸ μνημεῖο.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους νεαρούς, ποὺ ἔσπευσαν μὲ χαρὰ νὰ γίνουν εἰρηνικοὶ στρατιῶτες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἦταν καὶ ὁ νεαρὸς φοιτητὴς τῆς Θεολογίας Χαράλαμπος. (Τί σύμπτωση! Τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ παπα–Μάρκου ἦταν τὸ ἴδιο μὲ τὸ ὄνομα τοῦ παπα–Χαράλαμπου). Αὐτὸ ἦταν. Ὁ νεαρὸς φοιτητὴς ἔγινε πνευματικὸ παιδὶ τοῦ παπα–Χαράλαμπου καὶ γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὴν τριπλὴ προσφορὰ τοῦ Γέροντά του γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἡγούμενου τῆς μονῆς Ἀσωμάτων (Πετράκη), ὡς ἱδρυτῆ τῆς Πανελληνίου Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως καὶ ὡς ἐκδότη τῆς μαχητικῆς ἐφημερίδας «Ὀρθόδοξος Τύπος».
Ἡ ἀγαπημένη ὅμως ἐνασχόληση τοῦ π. Χαράλαμπου Βασιλόπουλου ἦταν οἱ βίοι τῶν ἁγίων. Ἐκεῖ ἔσκυψε, αὐτὸ τὸν γοήτευε, ὄχι μόνο γιὰ νὰ τοὺς μιμηθεῖ ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς κάνει προσιτοὺς στὸν ἁπλὸ πιστό. Γι’ αὐτὸ ἀσχολήθηκε συστηματικὰ μὲ τὴ συγγραφή. Ἔγραψε πάρα πολλοὺς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τοὺς παρέδωσε γιὰ παράδειγμα, γιὰ μίμηση στὸν κόσμο. Δικαιολογημένα προβάλλει ἐδῶ τὸ ἐρώτημα: μὲ τόσο φόρτο ἐργασίας, πῶς τὰ προλάβαινε ὅλα; Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε πολύτιμο βοηθό. Σχεδὸν δὲν ἀσχολήθηκε καθόλου μὲ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο». Τὸν εἶχε ἀφήσει στὰ χέρια τοῦ ὑποτακτικοῦ του.
Ὁ νεαρὸς πτυχιοῦχος τῆς Θεολογίας δὲ θὰ μείνει γιὰ πολὺ λαϊκός. Ὁ Χαράλαμπος Μανώλης ἔλαβε στὴ μονὴ Πετράκη τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, ὀνομάστηκε Μᾶρκος (τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου – συμβόλου τῆς ἀνυποχώρητης Ὀρθοδοξίας) καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του καὶ πολύτιμος συνεργάτης του στὴν ἱερὴ ἀποστολή του. Τὸ δεξί του χέρι στὴν Πανελλήνια Ὀρθόδοξη Ἕνωση καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ἐφημερίδας «Ὀρθόδοξος Τύπος».
Ὁ παπα-Μᾶρκος πορεύεται τώρα πρὸς τὸ χωριὸ Ἀνάληψη, ὥριμος πιὰ ἀρχιμανδρίτης, γιὰ νὰ τιμήσει τὴ Μεγάλη Ἡμέρα, νὰ προσκυνήσει τὸ ὁμώνυμο ἐξωκκλήσι, νὰ λάβει μέρος στὴ θεία Λατρεία, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποτίσει φόρο τιμῆς στὸν πνευματικό του πατέρα, δάσκαλο καὶ καθοδηγητή. Ἡ συγκίνηση τὸν πλημμυρίζει, καθὼς τὸ μεγάλο ὄχημα «τρώει» τὰ χιλιόμετρα καὶ ὁλοένα πλησιάζει.
Τὸ χωριὸ εἶναι σκαρφαλωμένο στὸ βουνὸ Ἀνάληψη μὲ τὰ λευκά του σπίτια καὶ τὶς κοκκινωπὲς στέγες πάνω σὲ καταπράσινη πλαγιὰ σὲ ὑψόμετρο ἑπτακοσίων μέτρων μὲ θέα πρὸς τὴ λίμνη Τριχωνίδα. Ἀπὸ τὸ κεφαλοχώρι Θέρμο ἀπέχει 15 χιλιόμετρα καὶ ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τῆς περιοχῆς, (ὄχι τοῦ νομοῦ) τὴ Ναύπακτο, ἀπέχει 35 χιλιόμετρα.
Αὐτὸ τὸ χωριό, -ὅπως ἄλλωστε καὶ κάθε γωνιὰ αὐτῆς τῆς χώρας-, εἶναι ἱστορικό. Στὴν Τουρκοκρατία κάθε ραχούλα καὶ δάσος ἦταν λημέρι γιὰ τὰ παλικάρια πού, μὴ ἀντέχοντας τὸν ζυγό, ἔπαιρναν τὰ βουνὰ πολεμώντας τὸν κατακτητή. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ εἶχε στρατόπεδο καὶ ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης. Μετὰ τὴν ἡρωικὴ Ἔξοδο πολλοὶ Μεσολογγίτες βρῆκαν ἐδῶ καταφύγιο καὶ ὁρμητήριο.
Τὸ πούλμαν ἀνηφορίζει, ὅλο ἀνηφορίζει ἀγκομαχώντας. Ὥσπου φτάνει σὲ ἕνα σημεῖο, ποὺ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ συνεχίσει, γιατί ὁ δρόμος δὲν εἶναι κατάλληλος. Μᾶλλον γιὰ κατσικόδρομος μοιάζει, παρὰ μὲ κανονικό γιὰ μεγάλο μάλιστα ὄχημα. Καὶ τότε αὐτὸ τὸ κινούμενο θεριὸ ὑποκλίνεται ταπεινὰ μπροστὰ σὲ κάτι εὐτελῆ μικρὰ αὐτοκίνητα, ποὺ «δὲν σοῦ γεμίζουν τὸ μάτι». Κάτι ἀγροτικὰ ὀχήματα μὲ μιά καρότσα κατασκευασμένη νὰ μεταφέρει γεννήματα τῆς γῆς ἢ πρόβατα. Κι ὅμως σὲ αὐτὴ τὴν καρότσα βολεύτηκαν ὅλοι οἱ προσκυνητὲς τμηματικά.
Τὸ ἁμαξάκι σκαρφαλώνει τὴ ράχη τοῦ βουνοῦ χορεύοντας. Ὅταν εἶσαι μέσα, νιώθεις τὸν σεισμὸ τῶν πολλῶν Ρίχτερ. Κάποια στιγμὴ νομίζεις πὼς θὰ σὲ ἀδειάσει καὶ θὰ σωριαστεῖς πάνω στὶς πέτρες. Ἀλλὰ ὄχι. Προχωρεῖ πηδώντας, ἀλλὰ μὲ μαεστρία. Ξέρει καλὰ τὸν δρόμο. Σὲ παίρνει ἀπὸ τὰ χαμηλὰ σὲ μιά ὄντως δύσκολη ἀνάβαση, γιὰ νὰ σὲ φέρει στὰ ψηλά, στὸ φῶς, στὸ ὄμορφο ἀγνάντεμα, σὲ τόπο ἱερό, στὸ ἐξωκκλήσι τῆς Ἀνάληψης.
Ἀπέριττο καὶ ταπεινὸ τὸ ἐξωκκλήσι. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος, «ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν», ποὺ βρίσκεται παντοῦ καὶ «πληροῖ» τὰ πάντα, κατοικεῖ στοὺς περικαλλεῖς καὶ μεγαλόπρεπους ναοὺς μὲ τὴν ἴδια εὐαρέσκεια ποὺ κατοικεῖ καὶ στὰ ταπεινὰ ἐξωκκλήσια, ἀρκεῖ αὐτοὶ ποὺ προσέρχονται νὰ τὸν λατρεύουν «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Καὶ ἐδῶ, σὲ τοῦτο τὸ ταπεινὸ ἐξωκκλήσι, περιστοιχισμένοι ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς ξωμάχους τὴ νιώθουν τούτη τὴ θεία Παρουσία οἱ ἐκδρομεῖς – προσκυνητές.
Μὲ τοὺς ἄρτους καὶ τὰ κεράσματα, μὲ τὰ ἄκακα χαμόγελα καὶ τὰ ἐγκάρδια λόγια οἱ φιλοξενούμενοι νιώθουν πὼς δὲν εἶναι ἁπλὰ εὐπρόσδεκτοι ἀπὸ τοὺς ντόπιους, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἀδέρφια κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ κοινοῦ Πατέρα.
Σὲ ἐλάχιστη ἀπόσταση, δύο μόλις χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ χωριὸ, τοὺς περιμένει ἄλλη εὐλογία, τὸ μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸν 12ο αἰώνα. Χτισμένο σὲ ὑψόμετρο ἑξακοσίων μέτρων ξεπροβάλλει πέτρινο μὲ τὴ γοητεία τοῦ παλαιοῦ μέσα στὴν πράσινη ὀμορφιά. Αἰώνιοι παραστάτες του τὰ λεβεντόκορμα κυπαρίσσια καὶ τὰ σκιερὰ πλατάνια, ποὺ κόντρα στοὺς καιροὺς καὶ στοὺς αἰῶνες ἐπιδεικνύουν τὰ θαλερὰ γηρατειά τους.
Ὁ ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ δεσπόζει στὸν ἱερὸ χῶρο. Ἡ ἀνατολική του πλευρὰ εἶναι χτισμένη ἀπὸ πελεκητὴ πέτρα. Δίπλα ὑπάρχει ἕνα χιλιόχρονο δέντρο καὶ πάνω του σκαρφαλώνει μιά κληματαριά. Ἡ κληματαριά, ἂν εἶχε στόμα, θὰ ἔλεγε πὼς τὴ φύτεψε ἕνας ἅγιος μοναχός, ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Νεομάρτυς γύρω στὰ 1500 μ.Χ. Αὐτὸς εἶναι τὸ καύχημα τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ναὸς χτίστηκε στὰ μέσα τοῦ δεκάτου πέμπτου αἰώνα. Τὸ τέμπλο περίτεχνο ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο μὲ σκαλισμένα σταφύλια καὶ πτηνά. Οἱ εἰκόνες του εἶναι βυζαντινές.
Ὅπως τὰ περισσότερα παλαιὰ μοναστήρια, τούτη ἡ μονὴ δὲν ἦταν μόνο κέντρο Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ κέντρο «ἐθνικῆς ἀντίστασης». Ἐδῶ κάτω ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θόλους φιλοξενήθηκαν κλέφτες καὶ ἀρματολοί, ποὺ πάλευαν ἐνάντια στὸν κατακτητή. Ὁ Καραϊσκάκης ἐρχόταν συχνά. Ἐδῶ φιλοξενήθηκαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἡρωικοὺς Μεσολογγίτες μετὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ βέβαια οἱ μοναχοὶ εἶχαν ἀναλάβει καὶ τὸν τομέα τῆς παιδείας τῆς δύσκολης ἐκείνης ἐποχῆς. Λειτουργοῦσε στὴ μονὴ Κρυφὸ Σχολεῖο, ὅπου διδάσκονταν τὰ Ἑλληνόπουλα γράμματα μέσα ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα.
Σήμερα τόσο γιὰ τὴν πνευματικὴ προσφορά του, ὅσο καὶ γιὰ τὴ χαρακτηριστικὴ ἀρχιτεκτονική του τὸ μοναστήρι ἔχει χαρακτηριστεῖ διατηρητέο ἱστορικὸ μνημεῖο.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019