Κυριακὴ Στ΄ Λουκᾶ (Γαλ. α΄ 11-19)
«Τὸ Εὐαγγέλιον, τὸ εὐαγγελισθὲν
ὑπ’ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον»
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Πατριάρχου Κων/πόλεως
Πρόσεξε πώς μὲ κάθε τρόπον ὑποστηρίζει αὐτὸ θερμῶς ὁ Παῦλος, ὅτι ἔγινε μαθητὴς Χριστοῦ, ὄχι μὲ τὴν μεσολάβησιν ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀφοῦ ὁ ἴδιος, αὐτοπροσώπως, τὸν ἔκρινε ἄξιον νὰ ἀποκαλύψη εἰς αὐτὸν ὅλην τὴν ἀλήθειαν, τὰ ἀπόρρητα ἐκεῖνα μυστήρια. Καὶ ποιὰ ἀπόδειξις ὑπάρχει; Ἡ μεταστροφή του. Διότι, λέγει, ἄν ὁ ἀποκαλύπτων δὲν ἦτο ὁ Θεός, δὲν θὰ ἐδεχόμην τόσον ἀκαριαίαν μεταβολήν. Διότι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διδάσκονται ὑπὸ ἀνθρώπων, καὶ εἶναι φανατικοὶ εἰς τὰ ἀντίθετα, χρειάζονται χρόνον καὶ πολλὴν ἐπιδεξιότητα, διὰ νὰ πεισθοῦν, ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος τόσον αἰφνίδια μετεστράφη εἰς τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν μανίας του, καὶ ὁλοφάνερα ἐσωφρονίσθη τοῦτο ἀκριβῶς φανερώνει ὅτι ἠξιώθη θείας ὁράσεως καὶ διδασκαλίας καὶ διὰ μιᾶς ἐπανῆλθεν εἰς τελείαν ὑγείαν. Διὰ τοῦτο, λοιπόν, ἀναγκάζεται νὰ διηγηθῆ τὴν προηγουμένην του μεταστροφὴν καὶ τοὺς ἐπικαλεῖται μάρτυρας τῶν γεγονότων ἐκείνων, ὅτι ἦτο φανατικὸς διώκτης καὶ καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ἀκουσθῆ ἡ φήμη του μέχρι Γαλατίας (Γαλ. 1: 13). Βλέπεις ποὺ διηγεῖται τὸ κάθε τι μὲ κάθε εἰλικρίνεια, χωρὶς νὰ ἐντρέπεται…
Πρόσεξε δὲ τὴν ἀπόρρητον θείαν οἰκονομίαν. Διότι ἐὰν ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του προωρίσθη, διὰ νὰ γίνῃ ἀπόστολος καὶ νὰ κληθῆ εἰς αὐτὴν τὴν διακονίαν, ἐκλήθη ὅμως τότε, καὶ μόλις ἐκλήθη, ὑπήκουσε, τοῦτο φανερώνει ὅτι ὁ Θεὸς δ’ ἀπόρρητον αἰτίαν, ἀνέβαλε νὰ τοῦ ἀποκαλυφθῆ, κατὰ τὸν προηγούμενον χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον εἶχε ἐγκαταλειφθῆ…
Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ οἰκονομία; «Καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος Αὐτοῦ», διὰ τὴν ἀρετήν του, καὶ πληροφορήσας τὸν Ἀνανίαν ἔλεγε: «Σκεῦος γὰρ ἐκλογῆς μοί ἐστιν τοῦ βαστᾶσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων», δηλαδή, εἶναι ἱκανὸς νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ ἐπιδείξῃ μεγάλον ἔργον. Ἔτσι λοιπόν, αὐτὴν τὴν αἰτίαν τῆς κλήσεως ἐκθέτει· ὁ δὲ Παῦλος, παντοῦ διακηρύσσει ὅτι τὸ πᾶν εἶναι ἔργον τῆς Χάριτος καὶ τῆς ἀφάτου φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, διότι λέγει «ἀλλ’ ἠλεήθην», ὄχι διότι ἤμουν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἤ ἐπιτήδειος, ἀλλά, «ἵνα ἐν ἐμοὶ ἐνδείξηται τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ’ αὐτῷ, εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Α΄ Τιμ. 1:16). Δηλαδή, διὰ νὰ δείξῃ ὁ Κύριος ὅλην τὴν μακροθυμίαν Του, πρῶτα σὲ ἐμένα, ἔπειτα δὲ ὡς ὑποτύπωσις τῆς ἀγαθότητός Του πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπρόκειτο νὰ πιστεύσουν εἰς Αὐτόν, δι’ ἐμοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον. Εἶδες ὑπερβολὴν ταπεινοφροσύνης; Διὰ τοῦτο, λέγει, ἐλεήθην ἐγώ, διὰ νὰ μὴ ἀπελπισθῆ κανείς, ἐφ’ ὅσον ἐγώ, ὁ κάκιστος τῶν ἀνθρώπων, ἀπήλαυσα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Διότι αὐτὸ φανερώνει μὲ τοὺς λόγους του «διὰ νὰ δείξη τὴν ὅλην μακροθυμίαν του πρῶτον εἰς ἐμέ, καὶ νὰ χρησιμεύσω ὡς πρότυπον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν μελλοντικῶς εἰς Αὐτόν».
«Ἀποκαλύψαι τὸν Υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί» (α΄16). Λέγει ὁ Χριστὸς «Οὐδεὶς γινώσκει τὸν Υἱόν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ, καὶ οὐδεὶς γινώσκει τὸν Πατέρα, εἰ μὴ ὁ Υἱός, καὶ ᾧ ἄν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι» (Λουκ. 10:22). Εἶδες ὅτι καὶ ὁ Πατήρ ἀποκαλύπτει τὸν Υἱὸν καὶ ὁ Υἱὸς τὸν Πατέρα; Ἔτσι καὶ ὡς πρὸς τὴν δόξαν, καὶ ὁ Υἱὸς δοξάζει τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατὴρ τὸν Υἱόν· «δόξασόν με» λέγει, «ἵνα δοξάσω σε», καί «καθὼς σὲ ἐγὼ ἐδόξασα» (Ἰω. 17:1, 17:4). Καὶ διατὶ δὲν εἶπε: «νὰ ἀποκαλύψει εἰς ἐμὲ τὸν Υἱόν Του», ἀλλὰ «ἐν ἐμοί»; Διὰ νὰ δείξει ὅτι ὄχι μόνον διὰ λόγου ἄκουσε τὰ περὶ πίστεως καὶ ρημάτων, ἀλλὰ ὅτι ἐπληρώθη ἡ καρδία του διὰ πολλοῦ Πνεύματος καὶ ἡ ἀποκάλυψις ἐλάμπρυνε τὴν ψυχήν του καὶ ὁ Χριστὸς ὡμίλει εἰς αὐτὸν ἐντός του «ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν». Διότι, ὄχι μόνον νὰ πιστεύση ἀλλὰ καὶ ἡ χειροτονία του ὡς ἀπόστολος, ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ μοῦ ἀπεκάλυψε τὸν ἑαυτόν Του, ὄχι μόνον διὰ νὰ Τὸν ἰδῶ, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ τόν φανερώσω καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Καὶ δὲν εἶπε ἁπλῶς ἄλλους, ἀλλὰ εἰς τὰ ἔθνη, προαναγγέλλων ἤδη κεφάλαιον ἀπολογίας σημαντικὸν καὶ ὄχι μικρόν, ἐνώπιον τῶν μαθητῶν, ὅτι δὲν ἦτο ἀναγκαῖον νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιον καὶ εἰς τοὺς Ἰουδαίους. «Ἀμέσως δὲν συνεβουλεύθην ἀνθρώπους». Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπαινίσσεται τοὺς Ἀποστόλους. Καὶ λέγει αὐτά, διὰ νὰ δείξῃ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἰδικοῦ του κηρύγματος.
Διότι αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐδιδάχθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ ἦτο ἄτοπον νὰ συμβουλεύεται ἀνθρώπους. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ διδάσκεται ἀπὸ ἄνθρωπον, δικαιολογημένα ἔρχεται εἰς κοινωνίαν μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἠξιώθη τῆς θείας ἐκείνης καὶ μακαρίας φωνῆς καὶ ἐδιδάχθη τὰ τῆς πίστεως δόγματα ἀπὸ Αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸν θησαυρὸν τῆς σοφίας, γιὰ ποιὸν λόγο νὰ συμβουλεύεται ἀνθρώπους; Αὐτὸς εἶναι εὔλογον ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ διδάσκη ἀνθρώπους καὶ ὄχι νὰ μαθαίνη ἀπὸ αὐτούς.
«Οὐδὲ ἀνῆλθον πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους» (α΄ 17). Διότι, ἐπειδὴ συνεχῶς αὐτὸ ἔλεγον, ὅτι ἐκλήθησαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν, διὰ τοῦτο λέγει αὐτό, διότι ἐὰν ἔπρεπε νὰ συναντήσῃ αὐτούς, Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπεκάλυψε τὴν διακονίαν τοῦ κηρύγματος, θὰ ἔδιδεν ἐντολὴν εἰς αὐτὸν διὰ τοῦτο. Ἀνῆλθε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὄχι, διὰ νὰ μάθῃ κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτούς, εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ὅταν ἐκεῖ ἔγινε σύναξις τῶν Ἀποστόλων, διὰ νὰ συζητήσουν, ἐὰν θὰ πρέπη νὰ περιτέμνωνται οἱ ἐξ ἐθνῶν πιστοί, ἀκολουθοῦντες τὰ Ἰουδαϊκὰ ἔθιμα, ἤ ὄχι, τότε, λοιπόν, ἀνῆλθεν ὁ Παῦλος κατὰ τὸ θεῖον θέλημα, ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν Σίλα, ὄχι διὰ νὰ μάθη, ἀλλὰ διὰ νὰ πείσῃ ἄλλους. Αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν τὴν γνώμην εἶχε, τὴν ὁποίαν μετὰ ἐπεκύρωσαν καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ὅτι δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ περιτέμνωνται. Ἐπειδὴ δὲ ἕως τότε δὲν τοὺς ἐφαίνετο ὅτι εἶναι ἀξιόπιστος καὶ ἀκολουθοῦσαν αὐτούς, ποὺ ἦσαν στὰ Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ πείσῃ τοὺς ἀντιλέγοντας λοιπὸν ἀνέβη ὁ Παῦλος, διότι ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κατενόει τὰ πρέποντα καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκην δασκάλου, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ μὲ πολλὴ διάκρισι ἐπρόκειτο νὰ ἐπικυρώσουν οἱ Ἀπόστολοι, αὐτὰ εἶχε ὁ Παῦλος ἀκλόνητα μέσα του ἄνωθεν. Καὶ δὲν συνεβουλεύθη ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀνῆλθε χάριν ἐκείνων. Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γράφει εἰς τὰς Πράξεις ὅτι ἐκεῖ ὁ Παῦλος ἀπηύθυνε μακρὸν καὶ διεξοδικὸν λόγον πρὸς αὐτοὺς γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ καὶ πρὶν ἔλθῃ εἰς Ἱεροσόλυμα (Πράξ. ιδ΄ : 2).
Καὶ συνεχίζει ὁ Παῦλος: «Ἀλλ’ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν» (α΄ 17). Κοίταξε κοχλάζουσαν ψυχήν! Προσεπάθει μὲ ζῆλον νὰ κυριεύση τοὺς τόπους, οἱ ὁποῖοι ἀκόμη δὲν εἶχον καλλιεργηθῆ, ἀλλ’ εὑρίσκοντο εἰς ἀγριωτέραν κατάστασιν, διὰ νὰ μὴ ἐμποδισθῆ τὸ κήρυγμα, καὶ αὐτοὶ νὰ διαδώσουν τὸν λόγον παντοῦ…
Μετὰ ἀπὸ τόσα καὶ τέτοια κατορθώματα ἀνέρχεται εἰς τὸν Πέτρον, μὴ ἔχων ἀνάγκην εἰς τίποτε, οὔτε τὴν διδασκαλίαν του, ὡς πρὸς μεγαλύτερον καὶ πρεσβύτερον, ἐνῶ ἦτο ἰσότιμος μὲ αὐτόν, διὰ νὰ τὸν γνωρίση καὶ τιμήση, ὅπως κάνουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν μεγάλας καὶ λαμπράς πόλεις καὶ δὲν ἐφείσθη κόπου μόνον διὰ νὰ ἴδη τὸν ἄνδρα, ὅπως περιγράφεται καὶ εἰς τὰς Πράξεις, διότι ὅταν ἦλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα, πολλοὺς ἐθνικοὺς μετέστρεψε καὶ κατώρθωσε τόσα ὅσα κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ἀφοῦ ὅλους διώρθωσεν εἰς Παμφυλίαν, Κιλικίαν, Λυκαονίαν καὶ τοὺς ὡδήγησεν εἰς τὸν Χριστόν, μὲ πολλὴν ταπεινοφροσύνην πρῶτον μὲν ἔρχεται εἰς τὸν Ἰάκωβον, καὶ ἠκολούθησε τοὺς Ἰουδαϊκοὺς κανόνας περὶ καθαρισμοῦ καὶ πλήρωσε τὰ ἔξοδα διὰ τὸ ξύρισμα τῆς κεφαλῆς τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν (Πράξ. 21, 20, 24), διότι ἦτο ταπεινότερος ὅλων καὶ ἐδέχετο τὰς συμβουλὰς τῶν ἀδελφῶν, ὅπου δὲν ἐβλάπτετο τὸ Εὐαγγέλιον καὶ δὲν ἐβλάπτοντο οἱ μαθητές. «Καὶ ἔμεινα πλησίον του δεκαπέντε ἡμέρας». Καὶ τοῦτο ἦτο δεῖγμα φιλίας καὶ σφοδροτάτης ἀγάπης. Καὶ «ἄλλον ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους δὲν εἶδον παρὰ τὸν Ἰάκωβον». Εἶδον, ὄχι ἐδιδά-χθην. Ἀλλὰ πρόσεξε μὲ πόσην ἐκτίμησιν ἀνέφερε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακώβου ὡς ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου. Διότι θὰ ἠμποροῦσε νὰ γράψῃ τὸν υἱὸν τοῦ Κλωπᾶ, ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐαγγελιστής. Δὲν εἶπε ὅμως ἔτσι, ἀλλ’ ἐπειδὴ τοὺς ἐπαίνους ἐκείνων ἠσθάνετο ὡς ἰδικούς του, προσέθεσε καὶ τὸν ἐπαινετικὸν λόγον. Τόσον ἦτο ἀπηλλα-γμένος ἀπὸ κάθε φθόνον. Ἄν καὶ βεβαίως δὲν ἦτο κατὰ σάρκα ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου ὁ Ἰάκωβος, ἀλλὰ ἔτσι ἐνομίζετο.