Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

«Νὰ ἡ Παναγιὰ μᾶς παραστέκει»

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«Σκέπη Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὑπάρχεις Παρθένε, πάντας σκέπουσα τοὺς πιστούς· διὸ τῇ σῇ Σκέπῃ, Ἑλλὰς πᾶσα προσ­τρέχει, καὶ πίστει μεγαλύνει τὴν προστασίαν σου» (Μεγαλυνάριο).

Ἡ Παναγία μας, ποὺ ὅλους μᾶς σκεπάζει, σὲ ὅλους τρέχει, ὅταν τὴν καλοῦμε, πάντα προστατεύει τὴν Πατρίδα μας.

Ἔχουμε πολλοὺς ἐχθροὺς γείτονες καὶ ἀπομακρυσμένους. Μιὰ μικρὴ χώρα θέλουν νὰ τὴν ἐξαφανίσουν. Γιατί ὅμως. Διότι ἡ Πατρίδα μας εἶναι ἡ χώρα τῶν Ἁγίων, ἡ χώρα ποὺ ἱεραποστολικῶς ἔχει διαδώσει μὲ τὴν βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου σὲ ὅλη τὴν γῆ. Δὲν ὑπάρχει μέρος τῆς γῆς, ποὺ νὰ μὴ ἔχη περάσει Ἕλληνας. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεώς μας πολλοὺς ξεσηκώνει ἐναντίον τῆς Πατρίδος μας θέλοντας νὰ τὴν ἐξαφανίση.

Ὅμως ἡ Παναγία μας καθὼς καὶ οἱ Ἅγιοί μας μὲ τὴν παρουσία τους μᾶς προστατεύουν καὶ μᾶς διαφυλάσσουν ἀπὸ τὶς πανουργίες τοῦ κακόβουλου ἐχθροῦ. Πόσες φορὲς προστάτεψε τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὴν ὑπερασπίσθηκε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, Σκύθες, Ἀβάρους, Πέρσες, Ἄραβες, Τούρκους ἀκόμη καὶ σήμερα ἀπὸ διάφορα κράτη Εὐρωπαϊκὰ «πολιτισμένα καὶ μή».

Ἔτσι λοιπὸν καὶ στὸν πόλεμο τοῦ 1940 ἦταν μεγάλη ἡ παρουσία καὶ ἡ προστασία της.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Μερόπης Ν. Σπυροπούλου, «Στὴν ἐποποιία τοῦ 1940-41 μὲ πίστη», ἐκδ. Διδαχή, σ. 81-85, παραθέτουμε χαρακτηριστικὰ περιστατικά:

«…Παντοῦ ὅπου χτυπηθοῦν μὲ τὸν ἐχθρό οἱ Ἕλληνες, εἶναι τουλάχιστον τρεῖς φορὲς λιγότεροί του, ἀλλὰ δὲν δείχνουν κανένα δισταγμό, κανένα φόβο γιὰ τὸν ἀντίπαλο. Ξέρουν ὅτι ἔχουν τὴν Παναγιὰ μαζί τους. Ὅταν δυὸ μῆνες πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο οἱ Ἰταλοὶ τορπίλλισαν ἄνανδρα τὸ εὔδρομο «Ἕλλη» στὸ λιμάνι τῆς Τήνου, τὴν ὥρα ποὺ σημαιοστόλιστο ἑτοιμαζόταν ν’ ἀποβιβάσει τὸ ἄγημα ναυτῶν, ποὺ θὰ συνόδευε τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας κατὰ τὴ λιτανεία, ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἔνιωσε ὅτι πλησίαζε ὁ πόλεμος. Ἀλλὰ δὲν τρόμαξε, γιατί ἤξερε πὼς θὰ τὸν βοηθήση ἡ Εὐαγγελίστρα.

[…]Μία ὀβίδα πέφτει πολὺ σιμά του, ἀλλὰ βροντάει καταγῆς χωρὶς νὰ ἐκραγεῖ. Ὅσες ἔρχονται κατόπι σκᾶνε μακρύτερα, δὲν τὸν βλάφτουν. Ὁ Γαβριὴλ σηκώνεται μεταμορφωμένος. Ἄφοβα στέκει τώρα ὁλόρθος. Τὸ αἴσθημα τῆς ἀτομικῆς του στενότητας ἔχει πλατύνει ὥς τὸν οὐρανό. Δείχνει στοὺς συντρόφους του τὴν Παναγιά. Ὁ Μανόλης κι ἄλλοι ἁπλοϊκοὶ χωριάτες τὴ διακρίνουν ἀμέσως. “Δές! Δές! Ἡ Μεγαλόχαρη!”. Ποτὲ στὴ ζωή τους, κανένα αἴσθημα δὲν τοὺς κλόνισε ὅσο τοῦτο τὸ ὅραμα.

[…] Οἱ φαντάροι, ποὺ πιστεύουν, πὼς ἡ Μεγαλόχαρη τοὺς προφύλαξε, ξεσπᾶν σὲ πλατιὰ σταυροκοπήματα ἅμα βρέθηκαν στὴν κορυφή. Ὁ Σπύρος, ὁ ἄπιστος, κάνει κι αὐτὸς τὸ σταυρό του. Οἱ τραγικὲς στιγμὲς τοῦ κινδύνου ποὺ πέρασε, τοῦ ζωντάνεψαν τὴν πίστη.

[…] Κάτι τραυματιοφορεῖς δοκίμασαν ν’ ἀνεβοῦν στὸ βράχο, μὰ οἱ ὀβίδες βροντοῦσαν γύρω μὲ τόση λύσσα, ὥστε δὲν τόλμησαν νὰ προχωρήσουν καὶ γύρισαν πίσω.

– Στραβώθηκα, βοήθεια! Φώναζε ὁ Ρουμελιώτης.

Τότε ὁ Γαβριὴλ ἔκανε τὸ σταυρό του, ἔταξε τὴ ζωή του στὴν Παναγία, σκαρφάλωσα ὥς ἀπάνω, πῆρε μὲ μία ὑπεράνθρωπη προσπάθεια τὸν τυφλὸ γίγαντα στὴν ἀγκαλιά του καὶ μέσα ἀπὸ βροχὴ ὀβίδων κίνησε νὰ τὸν μεταφέρει. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Σπύρος πλησίαζε τοὺς συντρόφους, τοὺς ἄκουσε νὰ λένε: “Ἡ Παναγιά! Νά! Φάνηκε ἡ Μεγαλόχαρη!” Αὐτὸς δὲν τὴν ἔβλεπε, ἀλλὰ ὁ Μανόλης ποὺ βρέθηκε κοντά του τοῦ ἔδειξε τὴν κορυφὴ τοῦ βράχου καὶ τοῦ εἶπε γεμάτος ἔκσταση: “Νὰ ἡ Παναγιὰ ντυμένη στὰ μαῦ­ρα. Μᾶς παραστέκει πάλι.”[…] Τὸ νέο αὐτὸ θαῦμα μεταδόθηκε σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ διμοιρία σὲ διμοιρία κι ὁλόκληρο τὸ σύνταγμα, ποὺ ἔζωνε τὴ Μόροβα σταυροκοπήθηκε. Ἡ παρουσία τῆς Παναγίας ἔφερε πάλι στοὺς φαντάρους κῦμα ἀπερίγραπτου ἐνθουσιασμοῦ. Θεώρησαν τὸ ἔργο ποὺ ἀνάλαβαν, τὴν κατάληψη δηλαδὴ τοῦ 1878, ὡς διαταγὴ τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ πεποίθηση αὐτὴ τοὺς ἔκανε, χάνοντας κάθε αἴσθημα ζωῆς νὰ βροῦνε τὴν ἀπολύτρωση τῆς ταπεινῆς τους ὕπαρξης στὴν ἐκτέλεση μιᾶς Ἱερῆς Ἐντολῆς.

[…] Ἡ ἑλληνικὴ λόγχη, ποὺ ἄστραφτε, δὲν ἔμοιαζε σήμερα μὲ κομμάτι σίδερο· ἤτανε πνεῦμα, ἀντιπροσώπευε τὴ Θεία Δίκη καὶ οἱ στρατιῶτες, ποὺ τὴν κρατοῦσαν, ὁδηγημένοι ἀπὸ τὴν Παναγιά, εἴχανε γίνει ἀρχάγγελοι, ποὺ κυνηγοῦσαν τοὺς ἀντίχριστους.

[…] Ἔγερνε πιὰ ὁ ἥλιος νὰ δύσει, ὅταν τελείωσε ἡ μάχη. Ἡ μεγάλη κορυφή, ποὺ ἔχουν καταλάβει οἱ πεζοί, εἶναι φάρος ἀπὸ ὅπου ἀγναντεύουν ὅλη τὴν ὁροσειρὰ τῆς Μόροβας, τὸ δικόρυφο Ἰβάν, τὶς λίμνες πέρα, καί, στὰ χαμηλά, μία φαρδιὰ πεδιάδα μὲ τὴν πόλη τῆς Κορυτσᾶς. Στὴ μέση της διακρίνεται καθαρὰ ἡ ἑλληνικὴ Μητρόπολη μὲ τὰ δυὸ καμπαναριά, ποὺ μοιάζουν περιστεριῶνες. Ἡ θέα τοῦ στρατιωτικοῦ κέντρου τῶν Ἰταλῶν στὴν Ἀλβανία, ποὺ τώρα εἶναι στὴ διάθεσή τους, κάνει τοὺς στρατιῶτες νὰ τρεμουλιάζουν ἀπὸ εὐτυχία.

Ὁ Γαβριὴλ μαζεύει μερικοὺς κι ἀρχίζουν νὰ ψέλνουν γονατιστοὶ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, εὐχαριστώντας τὴ Θεομήτορα γιὰ τὴ βοήθεια, ποὺ τοὺς ἔδωσε. Γύρω τους ἔρχεται καὶ συγκεντρώνεται αὐθόρμητα καὶ ψάλλει ὁλόκληρο τὸ σύνταγμα: “Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια” κι εἶναι συγκινητικὸ ν’ ἀκοῦς σ’ αὐτὴ τὴν ἐρημιὰ μία χορωδία ἀπὸ τόσες ἑκατοντάδες τραχιὲς ἀντρίκιες φωνές, νὰ ψέλνουν μὲ κατάνυξη ἐκκλησιαστικὸ ὕμνο. Ὁ δυνατὸς ἀντίλαλος τῆς χορωδίας ἁπλώνεται ἀπὸ τὴν κορυφὴ σ’ ὅλες τὶς χαράδρες, ὥς κάτω στὶς ρίζες τοῦ βουνοῦ, καὶ δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ δεῖ κανεὶς τὶς φωτοβολίδες, ποὺ ἔριχνε τὸ σύνταγμα, γιὰ νὰ εἰδοποιήσει ὅτι πάρθηκε τὸ 1878 – ὁ ὕμνος τὸ διαλαλοῦσε παντοῦ…».