«Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα».
Ἡ Ἐκκλησία μας πάντα εἶχε τὴν παρουσία τῶν μαρτύρων. Μέχρι καὶ σήμερα ὑπάρχουν πιστοὶ ποὺ ζοῦν ἕνα μαρτύριο, ὅπως οἱ κρυπτοχριστιανοί!
Στὸ βιβλίο «Ἡμεροδρόμιο Χριστουγέννων» Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, περίγραφεται μία νύκτα Χριστουγέννων Κρυπτοχριστιανῶν.
«Εἶναι νύχτα Χριστουγέννων. Κτυποῦν οἱ καμπάνες τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ οἱ Χριστιανοὶ ξυπνοῦν, σηκώνονται καὶ πᾶνε νὰ λειτουργηθοῦν.
Ξυπνᾶ καὶ ὁ Μουσταφάς, πού εἶναι Χρῆστος. Ξυπνᾶ ἀθόρυβα καὶ τὴ φαμελιά του, χωρὶς ν’ ἀνάψη φῶς, τὴ γυναίκα του τὴν Ἐμινέ, ποὺ εἶναι Μαρία, καὶ τὴν κόρη του τὴν Φατμέ, ποὺ εἶναι Ἑλένη καὶ τὸν γιὸ του τὸν Χασάνη, πού εἶναι Γιῶργος. Μαζεύονται σὲ κάποιο κατώγι τοῦ σπιτιοῦ. Σηκώνουν κάτι σακιὰ μέσα σ’ ἕνα ἀμπάρι καὶ βγάζουν τὰ κονίσματα. Τὰ στήνουν ἐκεῖ μπροστά τους, γονατίζουν, κάνουν τὸ σταυρό τους κι ἀνάβουν ἀπὸ ἕνα κερί. Ὁ Μουσταφάς παίρνει στὸ χέρι του μία σύνοψη. Τὴν ἀνοίγει- δὲν ξέρει νὰ διαβάση κάποιο τροπάρι, σιγομουρμουρίζει ψαλμουδιστὰ μὲ τὰ σπασμένα Ἑλληνικά του. Κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ πάλι. Λένε σιγανὰ ὅλοι τους τὸ «Ἡ γέννησίς σου…». Μὲ βουρκωμένα μάτια, μὲ σφιγμένη τὴν καρδιὰ φιλιοῦνται καὶ ἀνεβαίνουν στὸν ὀντά τους νὰ ξαπλώσουν. Ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἔχει ἕνα πόνο, πού ἀληθινά, δὲ λέγεται. Μὰ ἔχει καὶ τόση ἀλήθεια, ὅση ἴσως δὲν ἔχει ἡ πίστη τῶν ἄλλων Χριστιανῶν, αὐτῶν πού λειτουργοῦνται τὴν ἴδια ὥρα στὶς Ἐκκλησιὲς τους”.
Μεταξύ τῶν πολλῶν παρόμοιων περιστατικῶν, ἄς διαβάσουμε καί τό ἀκόλουθο ἀπὸ τὸ βιβλίο «Κρυπτοχριστιανικὰ Κείμενα», τοῦ κ. Ν. Ἀνδριώτη:
«Τοῦρκοι ἦλθαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Ἑλληνικὸ χωριὸ Θεοδοσούπολη κι ἀνάγκασαν τοὺς κατοίκους του ν’ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ δεχθοῦν μὲ τὴ βία τὸν μωαμεθανισμό.
Ἀπὸ ’κείνη τὴν ἡμέρα σίγησε κι ἡ καμπάνα τῆς μικρῆς ἐκκλησούλας, καὶ στοὺς τέσσερις αἰῶνες καὶ περισσότερο ποὺ πέρασαν ἀπὸ τότε, δὲν ἀπέμεινε πιά, οὔτε σὰ θολὴ ἀνάμνηση, ἡ χριστιανικὴ καταγωγὴ τῶν πρώτων κατοίκων.
Στεγνώνει λοιπὸν τὸ τουρκικὸ χωριὸ ὕστερα ἀπὸ τὴ μπόρα, ἐνῶ στὸ καφενεῖο οἱ ἡλικιωμένοι Τοῦρκοι, καθισμένοι σταυροπόδι σὲ μαλακὰ στρωσίδια, ρουφοῦν τοὺς ναργιλέδες τους.
Ἔξαφνα, σπαρακτικὲς φωνὲς ἀκούγονται ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ· δύο μικρὰ Τουρκόπουλα, παίζοντας στὴν ὄχθη, ἔπεσαν στὸ ποτάμι καὶ τὰ πῆρε τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα.
Μία γυναίκα, ποὺ εἶδε τὸ ἀτύχημα, ἔβαλε τότε τὶς φωνὲς καὶ ξεσήκωσε τὸν κόσμο.
Τὸ καφενεῖο, ἄδειασε στὴ στιγμή. Ὅλοι οἱ θαμῶνες ἔτρεξαν κατὰ τὸ ποτάμι καί, μαζὶ μὲ ὅλους, κι ὁ μουχτάρης τοῦ χωριοῦ, ὁ «πρόεδρος τῆς κοινότητος», ὅπως θὰ λέγαμε ἐμεῖς.
Μάταιος κόπος!
Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο παιδιά, ἕνα ἀγόρι πέντε χρονῶν, εἶχε ἤδη πνιγῆ, ὅταν ἔφτασε ἡ βοήθεια· καί, τ’ ἄλλο, συνομήλικό του, δὲν εἶχε πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια· αὐτὸ τὰ κατάφερε νὰ φτάση μόνο του στὴν ὄχθη.
Ὁ μουχτάρης, τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του κι ἄρχισε νὰ τὸ χαϊδεύη.
–Πῶς τὰ κατάφερες, παιδί μου, νὰ γλυτώσης; Ἔλεγε καὶ ξανάλεγε. Μπράβο! Ἐσύ, θὰ γίνης σωστὸς ἄνδρας!
Θὰ φοβήθηκες ὅμως πολύ, ἔτσι δὲν εἶναι;
–Καθόλου! ἀποκρίθηκε ὁ μικρὸς ἀθῶα. Δὲν φοβήθηκα καθόλου. Μὲ κρατοῦσε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἀγκαλιά της καὶ μ’ ἔσπρωχνε σιγά–σιγα στὴν ἀκροποταμιά.
–Ἡ «μητέρα τοῦ Θεοῦ», εἶπες; Καί, ποῦ τὴν ξέρεις ἐσὺ τὴν «μητέρα τοῦ Θεοῦ»;
–Τήν ξέρω! Τὴν ἔχουμε στὸ σπίτι μας, ζωγραφισμένη σ’ ἕνα σανιδάκι!
–Πᾶμε νὰ μοῦ τὴν δείξης κι ἐμένα! λέει στὸ Τουρκόπουλο ὁ μουχτάρης. Πᾶμε!
Σὲ λίγο ἔφτασαν στὸ σπίτι, ὅπου βρισκόταν μόνο ἡ γιαγιὰ κι ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ· ὁ πατέρας του, ἔλειπε.
Οἱ δύο γυναῖκες, δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸ ἀτύχημα καί, μὲ ἔκπληξη καὶ μὲ ἀπορία, παρατηροῦσαν τὸν ἐπίσημο ἐπισκέπτη.
Ἡ ἔκπληξή τους ὅμως ἔγινε τρόμος μεγάλος, ὅταν εἶδαν τὸ παιδί τους νὰ τοῦ δείχνη μία μικρὴ πόρτα στὸν τοῖχο τοῦ ἐσώτερου διαμερίσματος τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ τοῦ λέη: «Νά! Ἐδῶ μέσα, εἶναι! Ἄνοιξε νὰ δῆς!».
Καί, τότε, ἕνα θέαμα καταπληκτικὸ παρουσιάσθηκε στὰ μάτια του:
Σ’ ἕνα μικρὸ καὶ σκοτεινὸ δωμάτιο, δίχως κανένα παράθυρο, ἕνα καντήλι ἔκαιγε μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας.
Οἱ γυναῖκες, παγωμένες ἀπ’ τὸν τρόμο, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη ν’ ἀρθρώσουν λέξη, καὶ μόνο τὰ μάτια τους, στυλωμένα πρὸς τὴν εἰκόνα, ἔστελναν θερμή, σιωπηλὴ ἱκεσία πρὸς τὴ Θεομήτορα, νὰ τὶς βοηθήση στὴ δύσκολη ἐκείνη περίσταση. Ἄφωνος, ὅμως, κι ἀκίνητος στεκόταν μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα καὶ ὁ μουχτάρης, ὁ φανατικὸς Τοῦρκος, ποὺ ποτὲ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθῆ ὅτι θὰ ’καμνε στὸ χωριὸ του μία τέτοια ἀνακάλυψη.
Τὸ γλυκύτατο βλέμμα τῆς Παναγίας μὲ τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκάλη Της, τοῦ εἶχε κάμει ἀνέκφραστη ἐντύπωση.
–Αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ κρατοῦσε στὰ χέρια Της.
Τὴν εἶδες; εἶπε ὁ μικρὸς μὲ φωνὴ χαρούμενη, λὲς καὶ εἶχε κάνει κατόρθωμα.
Οἱ γυναῖκες, ἔπεσαν τότε στὰ πόδια τοῦ μουχτάρη κι ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν.
–Μή μᾶς κάνεις κακό, ἐφέντη πολυχρονεμένε, κι ἐμεῖς θὰ παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ σὲ φυλάγη καλά!
–Ὥστε εἶστε Χριστιανοί;!… πρόφερε ἀργά.
–Ναί!
Δὲν πειράζουμε ὅμως κανένα. Ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη τῶν πατέρων μας, ὅπως τὴν πῆραν κι ἐκεῖνοι ἀπ’ τοὺς δικούς τους πατέρες. Μὴ μᾶς κάνεις κακό, ἐφέντη!
Ὁ μουχτάρης, στάθηκε μερικὲς στιγμὲς ἀκόμη σιωπηλός. Ἔπειτα μὲ φωνὴ σιγανή, σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἀνακοινώση κάποιο μυστικό, λέει στὶς γυναῖκες:
–Μή φοβᾶστε! Προσέξτε ὅμως, μὴ πεῖτε κι ἐσεῖς σὲ κανένα ὅτι ἦλθα ἐδῶ στὸ σπίτι σας καὶ εἶδα αὐτὸ ποὺ εἶδα.
Κάπου– κάπου, θὰ σᾶς στέλνω καὶ λίγο λάδι νὰ βάζετε στὸ καντήλι, πρόσθεσε, ἐνῶ προχωροῦσε πρὸς τὴν ἔξοδο»…