Ἦταν 12 Σεπτεμβρίου 1804, κι ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἔκοβε ξῦλα μέσ’ στὸ δάσος. Τρεῖς ἄνδρες τὸν πλησίασαν καὶ γεμᾶτοι ἀλαζονεία τοῦ ζήτησαν χρήματα.
— Τόσοι ἄνθρωποι ἔρχονται νὰ σὲ δοῦν. Σοῦ φέρνουν λεφτά. Πρέπει νὰ ἔχεις.
— Δὲν παίρνω τίποτε ἀπὸ κανένα.
Τότε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς τοῦ ρίχτηκε ἀπὸ πίσω, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ τὸν ρίξει, ἔπεσε ὁ ἴδιος κάτω.
Ἀπὸ τὰ νιάτα του ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη φυσική του δύναμη. Εἶχε τὸ τσεκούρι στὸ χέρι καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀμυνθεῖ. Σκέφθηκε ὅμως τὸν Χριστό.
Προτίμησε καὶ αὐτὸς νὰ χυθεῖ τὸ δικό του αἷμα, παρὰ νὰ χύσει τῶν ἄλλων. Ἄφησε τὸ τσεκούρι του νὰ πέσει καὶ σταυρώνοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος του: «Κάνετε αὐτὸ ποὺ ἤλθατε νὰ κάνετε», εἶπε.
Ἀφοῦ μάζεψε τὸ ἐργαλεῖο ἀπὸ κάτω, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες χτύπησε τὸν ἐρημίτη στὸ κεφάλι. Αὐτὸς ἔπεσε κάτω, ἀναίσθητος καὶ τὸ αἷμα κυλοῦσε ἄφθονο ἀπὸ τὴ μύτη του, τὸ στόμα του, τ’ αὐτιά του. Συνεχίζοντας νὰ τὸν κτυπᾶνε μὲ γροθιές, μὲ κλωτσιὲς καὶ μὲ ξῦλα, τὸν ἔσυραν οἱ ἀγροῖκοι μέχρι τὸ κελλί του. Ἐκεῖ μέσ’ στὴν εἴσοδο τὸν ἔδεσαν σφικτὰ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ρίξουν μέσ’ στὸ νερό. Ἐπειδὴ ὅμως φαινόταν ἤδη πεθαμένος, τὸν ἐγκατέλειψαν, γιὰ νὰ τρέξουν γρήγορα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἴσμπα1 καὶ νὰ ψάξουν γιὰ τὸ θησαυρό, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου εἶχαν γιὰ σίγουρη. Διέλυσαν τὴ σόμπα, ἔβγαλαν τὸ πάτωμα — τὸ δωμάτιο δὲν περιεῖχε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ μία εἰκόνα καὶ στὴ γωνιὰ τρεῖς πατάτες. Τότε κατατρομαγμένοι τὄβαλαν στὰ πόδια.
Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ συνῆλθε καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά του.
Εὐτυχῶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνοῦσαν κάτι μοναχοί. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔτρεξε νὰ εἰδοποιήσει τὸν ἡγούμενο. Μὲ πολὺ μεγάλες προφυλάξεις, μετέφεραν τὸν τραυματισμένο στὸ μοναστήρι. Ἡ ὄψη του προκαλοῦσε φόβο: μαλλιὰ καὶ γένια ἀνακατεμένα, γεμάτα σκόνη καὶ λάσπη, πρόσωπο πρησμένο, αὐτιὰ καὶ χείλη μαῦρα ἀπὸ πηγμένο αἷμα, ροῦχα ματωμένα, ποὺ κολλοῦσαν πάνω στὶς πληγές. Μὲ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν παρὰ μία ἄχνα, ζήτησε τὸν ἡγούμενο καὶ τὸν πνευματικό του καὶ τοὺς διηγήθηκε τί συνέβη.
Κανείς δέν πίστευε ὅτι θά μποροῦσε νά ἐπιζήσει. Γιὰ ὀχτὼ μέρες, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ πιεῖ, οὔτε νὰ φάει, οὔτε νὰ κοιμηθεῖ.
Γιὰ νὰ κάνει τὸ χρέος του ὁ ἡγούμενος ἔστειλε στὸ Ἀρζαμάς, τὴν πιὸ γειτονικὴ πόλη, νὰ φωνάξουν γιατρούς.
Οἱ γιατροὶ ἀκροάσθηκαν τὸ φτωχό, βασανισμένο σῶμα, βρῆκαν μία ρωγμὴ στὸ κρανίο, σπασμένα πλευρά, θλάση στὸ στῆθος καὶ πολλὰ τραύματα... Ὁ ἐρημίτης ἀρνήθηκε κατηγορηματικά τή βοήθεια τῶν γιατρῶν.
Πέντε μῆνες ἔκανε νά συνέλθει. Ἐν τῷ μεταξύ βρέθηκαν οἱ ἔνοχοι. Ἦταν κάτι χωρικοὶ ἀπὸ ἕνα διπλανὸ χωριό, τὸ Κρέμενοκ. Ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν αὐστηρά!
Ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ δὲν εἶχε ὅμως τὴν ἴδια γνώμη.
«Ὅποια καὶ νἆναι ἡ προσβολή, ἔλεγε, δὲν πρέπει ποτὲ κανεὶς νὰ ἐκδικεῖται. Ἀντίθετα, πρέπει νὰ συγχωρεῖ τὸν ἔνοχο μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ καρδιὰ ἀντιστέκεται σ’ αὐτό. Δὲν πρέπει κανεὶς νὰ κρατᾶ κατὰ τοῦ πλησίον του τὴν παραμικρὴ μνησικακία, κανένα μίσος, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾶ, καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ τοῦ κάνει καλό».
«Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν», εἶπε ὁ Χριστός καί «προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν διωκόντων ὑμᾶς».2
«Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν».3
Μήπως καί ἐμεῖς κάθε μέρα, ὅταν ἀπαγγέλλουμε τὴν Κυριακὴ προσευχή, δὲν λέγουμε— μὲ τὸ στόμα μας μόνο, δυστυχῶς — : «Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν»;
Ὁ πιστός μαθητής τοῦ Κυρίου, πού θεωρεῖ τή συγγνώμη τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ὑπερασπίσθηκε ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν αὐτούς πού τοῦ ἐπιτέθηκαν.
«Ἐὰν τοὺς κάνετε καὶ τὸ παραμικρὸ κακό, ἀπείλησε ἤρεμα, θὰ φύγω ἀπὸ τὸ Σάρωφ καὶ θὰ πάω κάπου ἀλλοῦ, ποὺ δὲν θὰ μπορεῖτε νὰ μὲ βρεῖτε».
Οἱ ἀρχὲς συμμορφώθηκαν μὲ τὴν ἀπαίτησή του καὶ ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἄφησε ἀνενόχλητους τοὺς δράστες. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ὅμως ἡ θεία δικαιοσύνη τιμώρησε τὴ σκληροκαρδία τῶν ἐνόχων. Μία πυρκαγιὰ κατέστρεψε τὸ Κρέμενοκ καὶ οἱ καλύβες τῶν κακοποιῶν ἔγιναν παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς. Μετανοημένοι καὶ συντετριμμένοι, ἦρθαν νὰ πέσουν στὰ πόδια αὐτοῦ ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ δολοφονήσουν.4
«Ἐὰν τοὺς κάνετε καὶ τὸ παραμικρὸ κακό, ἀπείλησε ἤρεμα, θὰ φύγω ἀπὸ τὸ Σάρωφ καὶ θὰ πάω κάπου ἀλλοῦ, ποὺ δὲν θὰ μπορεῖτε νὰ μὲ βρεῖτε».
Οἱ ἀρχὲς συμμορφώθηκαν μὲ τὴν ἀπαίτησή του καὶ ἡ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἄφησε ἀνενόχλητους τοὺς δράστες. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ὅμως ἡ θεία δικαιοσύνη τιμώρησε τὴ σκληροκαρδία τῶν ἐνόχων. Μία πυρκαγιὰ κατέστρεψε τὸ Κρέμενοκ καὶ οἱ καλύβες τῶν κακοποιῶν ἔγιναν παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς. Μετανοημένοι καὶ συντετριμμένοι, ἦρθαν νὰ πέσουν στὰ πόδια αὐτοῦ ποὺ λίγο ἔλειψε νὰ δολοφονήσουν.4
1Ἴσμπα: ρωσικό ἀγροτικό φτωχόσπιτο, συνήθως ξύλινο, μέ ἕνα δωμάτιο· καλύβα οὐσιαστικά.
2 Ματθ. 5:44.
3 Ματθ. 6:15.
3 Ματθ. 6:15.
4 Εἰρήνης Γκοραΐνωφ,Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα 1982, σελ. 74-77.