Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
‘Αλωνίζουν ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα οἱ
αἰρετικοί, ἀλωνίζουν οἱ παπισταί, ἀλωνίζουν οἱ ἄθεοι, ἀλωνίζουν οἱ
πάντες, διότι δὲν ἔχουμε Ἐκκλησία ζώσα καὶ Ἐλευθέρα, διότι δὲν ἔχουμε
ἐπισκόπους, ποὺ νὰ ζοῦνε καὶ νὰ πεθαίνουν γιὰ τὴν πίστι μας. Ἐδῶ ὁ κάθε
ἕνας ποὺ πῆγε στὴν Θεολογικὴ Σχολή καὶ φόρεσε τὸ ρασάκι, μόλις βγαίνει
ἀπὸ τὴν Σχολή, δὲν ἔχει πόθο νὰ πάη κάτω στὴν Οὐγκάντα, νὰ πάη κάτω στὴν
Ἰαπωνία, νὰ πάη νὰ κηρύξη τὸν Χριστό.
Νὰ πάη ἐφημέριος ἐπάνω κοντά στα
Σερβικὰ βουνά (στὰ συνορα τῆς Ἑλλάδος, στή βόρειο Ἑλληνικὴ Μακεδονία).
Νὰ πάη ἱεροκήρυκας ἐπι τέλους· ὄχι, ὄχι, ὄχι. Θὰ καθήση ἐδῶ μέσα στὴν
Ἀθήνα καὶ θὰ γλείφη ναυάρχους, θὰ γλείφη στρατηγούς. Θὰ λουστράρη τὰ
παπούτσα τοῦ τελευταίου ἀλήτη τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ ἕνα καὶ μόνο σκοπό· Νὰ
γίνη δεσπότης, νὰ ἀρπάξη πατερίτσα! Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο κακό. Ἐνῶ αὐτοί
ποὺ δὲν ἔχουν ἰδανικά, κυνηγοῦν ἀπὸ πόρτες σὲ πόρτες νὰ ἀνεβοῦν στὰ
ὑψηλὰ ἀξιώματα·
‘Εκεῖνοι ποὺ μέσα τους ἔχουν μιὰ μικρὰ εὐλάβεια καὶ
πιστεύουν στὸν Θεό, ἀκοῦνε ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ τρέμει ἡ ψυχή τους·
γιατὶ στὰ παλαιά εὐλογημένα χρόνια κόβανε αὐτιὰ, κόβανε τὶς μύτες των,
γιὰ νὰ μὴ γίνουν ἐπίσκοποι καὶ τοὺς ἄρπαζε ὁ λαὸς διὰ τῆς βίας καὶ τοὺς
ἔκανε ἐπισκόπους. Ἀρπαξε τὸν Μέγα Βασίλειο διὰ τῆς βίας, ἄρπαξε τὸν
Χρυσόστομο διὰ τῆς βίας, ἄρπαξε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο διὰ τῆς βίας, τώρα
αὐτοὶ ἀρπάζουν διὰ τῆς βίας τοὺς θρόνους…