Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, αφού γνώριζε ότι κάποιοι θα κολαστούν;

  Χ.Φ.Δ.

Το ερώτημα που μου είχε τεθεί έλεγε: «Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, αφού γνώριζε, ως παντογνώστης που είναι, ότι στο τέλος κάποιοι θα κολαστούν και, αν θυμάμαι καλά, κάπου αναφέρεται ότι πολλοί οι κλητοί ολίγοι δε οι εκλεκτοί; Δηλαδή· οι περισσότεροι θα πάνε στην κόλαση. Τι Θεός αγάπης είναι αυτός; Καλύτερα να μη δημιουργούσε τον κόσμο!».

 Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο;

Απαντώ στο πρώτο τμήμα της ερωτήσεως, για να συνεχίσω κατόπιν στο δεύτερο.

Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από άπειρη αγαθότητα και αγάπη, επειδή ο Ίδιος είναι αγάπη (Α´ Ιω. δ´ 8). Μια αγάπη που όσο κι αν προσπαθήσουμε να την εννοήσουμε με το περιορισμένο λογικό μας είναι αδύνατον να την κατανοήσουμε. Κι αυτό, λόγω του σκοτισμού της αμαρτίας και λόγω των αμέτρητων θλίψεων και περιπετειών ατόμων και λαών, που ζούμε καθημερινά. Ωστόσο, παρά τη σύγχυση και την αταξία που υπάρχει δίπλα μας και γύρω μας, συχνά δε και μέσα μας, έχουμε άπειρα δείγματα της θείας αγάπης και αγαθότητος.

Επειδή λοιπόν ο άναρχος και αιώνιος Θεός είναι αγάπη, και επειδή ο Ίδιος ζούσε και πριν δημιουργήσει τον κόσμο μια μακάρια και πανευτυχή ζωή, θέλησε, γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, την ευτυχία του αυτή να τη μεταδώσει και σε άλλα πλάσματα λογικά, σαν κι Αυτόν, ώστε να γίνουν περισσότερα τα όντα που θα απολαμβάνουν τις ευεργεσίες. Η εξάπλωση δε αυτή της μακαριότητος αποτελεί απόδειξη της άπειρης αγαθότητός του. Έτσι δημιούργησε πρώτα τον νοητό κόσμο, δηλ. τους αγγέλους, κατόπιν τον υλικό και ορατό κόσμο και τέλος τον λογικό άνθρωπο, από σώμα και ψυχή νοερή και αθάνατη. Αυτόν μάλιστα τον κατέστησε πάνω στη γη σαν άλλο κόσμο κατά κάποιον τρόπο, μεγάλο μέσα στη μικρότητά του, σαν άλλον άγγελο, σαν φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργό της αόρατης· επίγειο και ουράνιο, προσωρινό και αθάνατο, ευρισκόμενο στο μέσο μεταξύ μεγαλείου και ταπεινότητος· τον ίδιο τον έκανε και πνεύμα και σάρκα. Έτσι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα που διαμένει στη γη, μεταβαίνει όμως σε άλλο κόσμο και γίνεται θεός από την επιθυμία του προς τον Δημιουργό του[1]. Τα ίδια μας διδάσκει και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός[2].

Χρησιμοποιώντας κάποιο παράδειγμα μπορούμε να πούμε τούτο: Όπως ο ήλιος από τη φύση του έχει την τάση να φωτίζει και να θερμαίνει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά να ακτινοβολεί και να διαχέεται προς τα έξω ευεργετώντας όλη την κτίση, το ίδιο και ο πλουσιόδωρος Θεός έχει, θα μπορούσαμε να πούμε, την τάση ως αστείρευτη πηγή αγαθότητος και αγάπης, να εκχύνεται και να σκορπίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις.

Επομένως η δημιουργική ενέργεια του Θεού είναι – πέρα για πέρα – ενέργεια αγαθότητος και αγάπης. Ο Τριαδικός Θεός όντας μακάριος, ή σωστότερα αυτομακαριότητα, και ο μόνος και απόλυτος εξουσιαστής, αφού έχει την εξουσία όχι δοσμένη από κανένα, αλλά από τον ίδιο τον εαυτό του (Α´ Τιμ. στ´ 15)· ο υπεράγαθος Τριαδικός Θεός, που δεν έχει ανάγκη από κανέναν και από τίποτε, αφού Αυτός δίνει σ’ όλα τα ζωντανά δημιουργήματά του ζωή και αναπνοή και όλα όσα χρειάζονται για τη συντήρηση της ζωής τους (Πραξ. ιζ´ [17] 25), δεν δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο από ανάγκη ή διότι του έλειπε κάτι και έπρεπε να το αναπληρώσει. Δημιούργησε τον αόρατο και ορατό κόσμο από αγαθότητα και αγάπη, επειδή δεν αρκέσθηκε μόνο στη θεωρία του εαυτού του και στην άπειρη τελειότητά του.

Κι αν επιτρεπόταν να εκφρασθούμε γύρω από το ζήτημα αυτό με τρόπο ανθρώπινο, θα λέγαμε, μαζί με τον αείμνηστο Καθηγητή της Θεολογίας Παν. Ν. Τρεμπέλα, ότι ο Θεός αποφασίζοντας να δημιουργήσει τον κόσμο μάλλον μέριμνες και ενοχλήσεις πρόσθετε στη θεία του μακαριότητα! Το ότι δε μετά από κάθε σταθμό της δημιουργίας του κόσμου η Αγία Γραφή σημειώνει: «Και είδε ο Θεός ότι αυτό που δημιούργησε είναι ωραίο, όπως το θέλησε η απειράγαθη βουλή του και ότι θα ανταποκρινόταν στον σκοπό για τον οποίο το έπλασε» (Γεν. α´ 8-10 εξ.), φανερώνει και αποδεικνύει επαρκώς, όπως διδάσκει ο ιερός Αυγουστίνος, αυτό ακριβώς· ότι δηλαδή ο Θεός δημιούργησε τα πάντα όχι από κάποια ανάγκη ή για προσωπική του ικανοποίηση η ωφέλεια, αλλά μόνο από αγαθότητα. Μόνο και μόνο διότι εκείνο που έκανε ήταν «καλόν»[3].

Τούτο όμως αποκαλύπτει και κάτι άλλο ακόμη σπουδαιότερο. Το ότι η ζωή μας, η ύπαρξή μας, είναι και μια συμμετοχή στη μακαρία ζωή του Θεού, αφού από εκείνη τη ζωή αντλούμε τη ζωή και μεις. Κι όχι απλώς τη ζωή, αλλά τη μακαρία και αιώνια ζωή, ή όπως την ονομάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, την «κατά χάριν θέωσιν», δηλαδή το να γίνουμε κατά χάριν θεοί. Κι ενώ όλη η άλλη φύση χαίρεται επειδή έχει ζωή, οι άνθρωποι χαιρόμαστε όχι απλώς διότι απολαμβάνουμε αυτή τη ζωή, αλλά και διότι θα χαιρόμαστε αιώνια, αφού θα είμαστε κατά χάριν θεοί!

 

  1. Έρχομαι τώρα στο δεύτερο μέρος της ερωτήσεως, που λέει: «Γιατί ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, αφού γνώριζε, ως παντογνώστης που είναι, ότι στο τέλος κάποιοι θα κολαστούν;». Άλλωστε, συνεχίζει η απορία, «αναφέρεται ότι πολλοί οι κλητοί, αλλά ολίγοι οι εκλεκτοί. Δηλαδή οι περισσότεροι θα πάνε στην κόλαση». Οπότε «τι Θεός αγάπης είναι αυτός; Καλύτερα να μη δημιουργούσε τον κόσμο». Την ίδια ερώτηση διατύπωσαν παλαιά οι αιρετικοί Μανιχαίοι, που ήσαν οπαδοί του αιρετικού Μανη (3ος αιώνας μ.Χ.). Υπάρχει όμως και σ’ αυτή την απορία απάντηση.

Πρώτα – πρώτα σημειώνω πως κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει που θα πάνε οι περισσότεροι μετά τη Β´ Παρουσία του Κυρίου και τη μέλλουσα Κρίση. Όταν κάποιος, που νόμιζε ότι θα σωθούν μόνο οι Ιουδαίοι, ρώτησε τον Κύριο «είναι άραγε λίγοι αυτοί που σώζονται;», ο Κύριος δεν ικανοποίησε την περιέργειά του. Θέλοντας όμως να ικανοποιήσει όσους τον άκουγαν, απάντησε: Να προσπαθείτε και να αγωνίζεσθε να εισέλθετε στη βασιλεία του Θεού απαρνούμενοι τις κακές σας συνήθειες και την αμαρτωλή ζωή σας (Λουκ. ιγ´ [13] 24). Δεν απάντησε, επειδή αυτός που ρωτούσε ζητούσε να μάθει, όπως παρατηρεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, κάτι από αυτά που είναι περιττά και ανώφελα. Διότι ποιο όφελος μπορούσε να προκύψει από το αν μάθαινε αν είναι πολλοί αυτοί που σώζονται η λίγοι; Αντίθετα ήταν αναγκαίο και ωφέλιμο να γνωρίζουν οι άνθρωποι τον τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί στη σωτηρία. Και αυτό ακριβώς έκανε ο Κύριος[4].

Ο λόγος του Κυρίου «πολλοί εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ. κβ´ [22] 14), που αναφέρει η απορία, σημαίνει: Δεν θα πάνε στον Παράδεισο όλοι όσοι θα κληθούν. Και πόσοι καλούνται; θα ρωτήσει κάποιος. Καλούνται όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως. Διότι ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και δια της πίστεως να λάβουν πλήρη γνώση της αληθείας (Α´ Τιμ. β´ 4). Άλλωστε ο Χριστός θυσιάστηκε πάνω στο Σταυρό «υπέρ πάντων», για όλους τους ανθρώπους (Β´ Κορ. ε´ 14). Όλους λοιπόν καλεί ο Θεός· όχι μόνο Χριστιανούς αλλά και ειδωλολάτρες και εθνικούς· και πιστούς και απίστους. Αν δεν σώζονται όλοι, αυτό δεν οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει θέληση εκ μέρους του Θεού, αλλ’  ότι δεν υπάρχει θέληση από εκείνους που δεν σώζονται. Το πόσοι δε τελικώς θα είναι οι εκλεκτοί που θα πάνε στον Παράδεισο, μόνο ο παντογνώστης Θεός το γνωρίζει.

Εδώ θά ‘θελα να παραθέσω μια απάντηση, που έδωσε ένας δαιμονισμένος νέος στην ερώτηση κάποιου Ορθόδοξου κληρικού, όπως μου τη διηγήθηκε ο ίδιος. Ρωτήθηκε ο δαιμονισμένος, δηλαδή ουσιαστικά ρωτήθηκε το πονηρό πνεύμα που βασάνιζε τον δυστυχισμένο νέο: «Έχεις πολλούς οπαδούς;». Και το δαιμόνιο απάντησε γεμάτο απελπισία: «Έχω πολλούς· έχω πολλούς· αλλά τελικώς μου τους παίρνει αυτός»! «Αυτός» είναι ο Κύριος Ιησούς, του Οποίου τα δαιμόνια δεν θέλουν ούτε το όνομα να προφέρουν, αφού και αυτό μόνο το όνομα «Ιησούς Χριστός» τούς καίει κυριολεκτικά. Ο διάλογος αυτός φανερώνει ότι και εκείνοι τους οποίους οι άνθρωποι, κρίνοντας εξωτερικά, θεωρούν ότι δεν είναι για τη βασιλεία του Θεού, τελικά την κερδίζουν με τη μετάνοια και την επιστροφή, ίσως και στις τελευταίες ώρες της ζωής τους. Κι αυτό καταθλίβει και φαρμακώνει τον εχθρό της ψυχής μας.

Αλλά, θα πει κάποιος, η ουσία του ερωτήματος δεν βρίσκεται στο πόσοι θα σωθούν. Διότι, και ελάχιστοι ή έστω και ένας άνθρωπος να πάει στην κόλαση, αυτό δεν συγκινεί τον Θεό της αγάπης, ότι οι λίγοι ή ο ένας θα τιμωρούνται αιώνια; Το ερώτημα είναι πράγματι συγκλονιστικό. Ωστόσο ο θεόσοφος άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας δίνει την απάντηση. Γράφει:

Ο Θεός δημιουργεί και φέρει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη τα γινόμενα από αγαθότητα και γνωρίζει από πριν τα όσα θα γίνουν. Αν δεν δημιουργούνταν, ούτε κακοί θα υπήρχαν ούτε και ο παντογνώστης Θεός θα τους γνώριζε από πριν. Ωστόσο, αν ο Θεός δεν δημιουργούσε τον κόσμο με τη σκέψη ότι η αμαρτία και το κακό θα επικρατήσουν στη γη και θα υπάρξουν άνθρωποι που από τη δική τους θέληση θα γίνονταν κακοί, τότε το κακό θα νικούσε την αγαθότητα του Θεού. Τότε το κακό θα αποδεικνυόταν πιο ισχυρό από την άπειρη αγαθότητα του παντοδύναμου Θεού, αφού αυτό θα αναχαίτιζε και θα εμπόδιζε τον Θεό να δημιουργήσει και άλλα πλάσματα ευτυχισμένα και μακάρια. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει. Γι’ αυτό ακριβώς, συνεχίζει ο ιερός Δαμασκηνός, ο Θεός δημιουργεί, όσα δημιουργεί, τα πάντα αγαθά. Κι ο κάθε άνθρωπος από δική του προαίρεση και ελευθερία γίνεται καλός η κακός. Ο Κύριος είπε βέβαια για τον προδότη Ιούδα: «Ήταν συμφερότερο γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί ο άνθρωπος εκείνος» (Μαρκ. ιδ´ [14] 21)· αυτό όμως δεν τό ‘λεγε κακίζοντας την κτίση του, το δημιούργημά του, αλλά την κακία που κυρίευσε το κτίσμα, τον λογικό άνθρωπο, από τη δική του προαίρεση και ραθυμία. Διότι η ραθυμία του κατέστησε άχρηστη γι’ αυτόν την ευεργεσία του Δημιουργού. Συμβαίνει δηλαδή ό,τι ακριβώς και στην περίπτωση που κάποιος, παίρνοντας από έναν ηγεμόνα πλούτο και εξουσία, φερθεί τυραννικά στον ευεργέτη του. Τότε ο ευεργέτης ηγεμόνας θα τον συλλάβει με το δίκιο του και θα τον τιμωρήσει, αν δει ότι αυτός που ευεργετήθηκε συνεχίζει να παραμένει στην εξουσία και επιμένει να φέρεται τυραννικά[5].

από το βιβλίο του Νικ. Βασιλειάδη
Ελευθερία: προνόμιο, δώρο ή πρόβλημα;
εκδ. «Ο Σωτήρ»


[1] Γρ. Θεολόγου, Λογ. 45, Εις το άγιον Πάσχα, 5-7  ΡG 36, 629-632.

[2] Ιω. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής  Ορθοδόξου Πίστεως, Βιβλ. ΙΙ, 2  ΡG 94, 864-865.

[3] Εις Παν. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική της  Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α´, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήναι, σελ. 339.

[4] Κυρ. Αλεξανδρείας, Εξήγησις εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, κεφ. 13, στιχ. 23  ΡG 72, 776ΒC.

[5] Ιω. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως, Βιβλ. 4, κεφ. 21  ΡG 94, 1197.