ξζ’. Ἡ προσευχή σβήνει πυρκαγιά
O παπα–Φιλόθεος ὁ Γρηγοριάτης ὁ παλαιός, κάποτε θέλησε μέ εὐλογία τοῦ Γέροντά του νά κάψη τά ἀπόκλαδα γιά νά καθαρίση τόν ἐλαιῶνα στήν τοποθεσία «Παρθένιου». Ὅταν ἄναψε τήν φωτιά, κατά παραχώρηση ἴσως τοῦ Θεοῦ, φύσηξε ἀέρας δυνατός καί ἄρχισαν νά παίρνουν φωτιά ἐκτός ἀπό τά κλαδιά καί οἱ ἐλιές. Μετά ἡ φωτιά προχώρησε καί στό δάσος. Ὁ παπα–Φιλόθεος κατέβαλε κάθε προσπάθεια, ὅμως ἀδυνατοῦσε νά τήν ἀναχαιτίση. Φούντωσε ἡ φωτιά γρήγορα καί δυνατά.
Ἔτρεξαν ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Μονῆς ἀλλά δέν πρόλαβαν νά τήν περιορίσουν, γιατί εἶχε ἐξαπλωθῆ ἀρκετά. Τό δάσος καί οἱ ἐλιές κινδύνευαν νά καταστραφοῦν. Μαζί μέ τούς πατέρες ἔτρεξε μέ τό μπαστούνι του καί ὁ γηραιός Ἡγούμενος, παπα–Συμεών. Γεμᾶτος ἀπό ἀγανάκτηση σήκωσε τό ποιμαντικό του ραβδί δείχνοντας πρός τόν παπα–Φιλόθεο.
–Εὐλόγησον, Γέροντα. Συγχώρησέ με, δέν τό ἤθελα.
–Μοὔκαψες τό δάσος καί εὐλόγησον; Καί συγχρόνως τοῦ ἔδωσε καί μία μέ τό μπαστούνι.
–Εὐλόγησον, Γέροντα, συγχώρεσέ με, μήπως τὄθελα νά κάψω τό δάσος; Γέροντα, ἀνθρώπινη βοήθεια δέν ὑπάρχει. Ἄς καταφύγουμε στήν Θεία βοήθεια. Τίποτα ἄλλο δέν μᾶς σώζει, παρά μόνο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ἀμέσως κατέφυγαν στήν προσευχή καί ὤ τοῦ θαύματος! Παρουσιάστηκε ἀμέσως ἕνα σύννεφο πάνω ἀπό τήν φωτιά καί ἔβρεξε πολύ κατασβήνοντας τήν πυρκαϊά, ἐνῶ ἦταν Ἰούλιος μῆνας. Σώθηκε τό δάσος μέ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί τῆς Παναγίας.
O γερω–Ἀνδρέας ὁ Γρηγοριάτης ὁ παλαιότερος διηγήθηκε τήν κοίμηση τοῦ παπα–Φιλοθέου στόν γερω–Ἐφραίμ καί ἐκεῖνος στόν γερω– Ἀρσένιο ὁ ὁποῖος τήν κατέγραψε ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν ἐπρόκειτο νά κοιμηθῆ ὁ παπα–Φιλόθεος, ἀδελφός τῆς Μονῆς μας, στίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος πῆγα νά τόν δῶ. Τόν εἴχαμε βάλει στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς ἀπό καιρό. Εἴχαμε μαζευτῆ πέντε–ἕξι πατέρες γύρω του. Κάποια στιγμή μᾶς παρεκάλεσε νά βγοῦμε λίγο ἔξω. Βγήκαμε ὅλοι καί κλείσαμε πίσω μας τήν πόρτα. Περίεργος ἐγώ καθώς ἤμουν, κοίταξα ἀπό τό παράθυρο νά δῶ τί κάνει. Καί τί βλέπω! Γονάτισε σέ στάση προσευχῆς καί μέ τά χέρια του ὑψωμένα κοίταζε ἱκετευτικά τόν οὐρανό. Τό σῶμα του δέν ἄγγιζε καθόλου στό πάτωμα, ἀλλά στεκόταν στόν ἀέρα μισό πῆχυ ψηλά. Ἔμεινα λίγη ὥρα σαστισμένος μή μπορώντας νά ἀρθρώσω λέξη.
»Ὕστερα
ἀπό ὥρα, δέν ξέρω πόση, συνῆρθα κάπως, ὅταν μᾶς φώναξε νά
μποῦμε μέσα. Τόν βρήκαμε ἤρεμα ξαπλωμένο στό στρῶμα του. Μετά
ἀπό λίγες ὧρες κοιμήθηκε τόν ὕπνο τῶν δικαίων καί τῶν
ὁσίων».