ΙΓ’. Γερω–Γεώργιος τοῦ «Φανερωμένου»
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
O π. Γεώργιος γεννήθηκε τό 1902 στό Σουφλί τῆς Θράκης καί στήν βάπτισή του ὠνομάστηκε Δῆμος (Κοζᾶκος). Σέ ἡλικία 23 ἐτῶν ἦρθε γιά νά μονάση καί οἰκονόμησε ἡ Παναγία νά βρῆ ἕναν ἅγιο Γέροντα, τόν Χατζηγεωργιάτη π. Εὐλόγιο. Ἔγινε ἡ κουρά του τό ἔτος 1928 καί πῆρε τό ὄνομα Γεώργιος πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Γεωργίου, στόν ὁποῖον ἐτιμᾶτο ὁ ναός τῆς Καλύβης τους. Πρίν ἀπό τόν π. Γεώργιο ἦταν ὁ π. Παχώμιος, ὁ δεύτερος τῆς συνοδείας καί μετέπειτα Γέροντάς του.
Ὁ π. Γεώργιος βρῆκε μία καλή τάξη στό Κελλί τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ «Φανερωμένου» καί συνέχισε τήν χατζηγεωργιάτικη παράδοση.
Ὁ γερω–Εὐλόγιος ἦταν ἁγιασμένη ψυχή. Ἀκολουθώντας τήν αὐστηρή ἄσκηση τοῦ μεγάλου Χατζηγιώργη καί τηρώντας νηστεία ἀνέλαιο σέ ὅλη τήν ζωή του, εἶχε καί αὐτός πολλά ὑπερφυσικά γεγονότα. Ἔχουν γραφῆ ἀρκετά γι᾿ αὐτόν.
Ἡ ζωή τοῦ π. Γεωργίου, ὅταν ἐκοιμήθησαν οἱ Γέροντές του καί ἔμεινε μόνος του, ἦταν ἐξωτερικά ἑνός συνηθισμένου κελλιώτου. Μαρτυροῦν γνωστοί του πατέρες: «Ἦταν καλοκάγαθος καί ἐνάρετος. Μοίραζε στούς πατέρες κηπευτικά, φρέσκο ψωμί καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε. Ἔκανε συχνά θεῖες Λειτουργίες, προσέφερε λουκουμάδες καί ἦταν πολύ χαρούμενος». Καλλιεργοῦσε τόν κῆπο του, μάζευε τά λεπτόκαρα καί καθάριζε τό κτῆμα του. Ἀλλά ἐκεῖ πού μέ ἱδρῶτα μέσα στό λιοπύρι ἐργαζόταν, εἶχε ἀναψυχή καί βοηθό τήν εὐχή πού προσπαθοῦσε νά τήν λέγη ἀκατάπαυστα. Ἀγαποῦσε πολύ τίς ἀκολουθίες καί δέν παρέλειπε τίποτε. Ὅταν ἔψηνε ψωμί, τό ἔκανε μετά τήν ἀκολουθία καί ὕστερα ἔβγαινε στά φουντούκια. Ἦταν σάν νά ἔκανε ἀγρυπνία.
Ξυπνοῦσε στίς 12 τά μεσάνυχτα καί διάβαζε τρεῖς ὧρες τήν ἀκολουθία στήν Ἐκκλησία χωρίς σόμπα. Στά τελευταῖα χρόνια τήν διάβαζε στό κελλί του πού εἶχε τζάκι. Ἔκανε ἐπί πλέον Παρακλήσεις καί διάφορα ἄλλα. Ἔτσι ἀπό τά πολλά διαβάσματα στό τέλος τῆς ἀκολουθίας ἔκλεινε ἡ φωνή του καί δέν μποροῦσε νά ἀρθρώση λέξη.
Εἶχε καθωρισμένες ἑορτές πού ἔκανε Λειτουργίες στό Ἐκκλησάκι του, καί πάντα φίλευε τόν παπᾶ.
Κάποτε ἦταν τοῦ Ἀκαθίστου. Ἐνῶ διάβαζε τούς Χαιρετισμούς, εἶδε κάποιον μέσα στό ναό, ἀλλά δέν μπόρεσε νά τόν διακρίνη καλά στό πρόσωπο, νά τόν γνωρίση, ἄν ἦταν ὁ ἅγιος Γεώργιος ἤ κάποιος ἄλλος ἅγιος ἤ ἄγγελος. Ἔκτοτε κάθε χρόνο αὐτήν τήν ἡμέρα ἔκανε Λειτουργία.
Στίς ἀγρυπνίες καί τίς Κυριακές ἐλειτουργεῖτο στό Πρωτᾶτο. Εἶχε μεγάλο πόθο γιά τήν λατρεία· δέν ἄφηνε ἀγρυπνία γιά ἀγρυπνία καί αὐτό τοῦ ἔδινε δυνάμεις. Στά τελευταῖα του, πού ἦταν γεροντάκι, ξεκινοῦσε νωρίτερα. Ξεκουραζόταν λίγο στούς Ἰωσαφαίους καί μετά πήγαιναν μαζί στήν ἀγρυπνία. Ἦταν καί φιλόμουσος. Ἄν καί δέν τόν βοηθοῦσε ἡ φωνή του, ἔψελνε τακτικά στό Πρωτᾶτο. Τῆς Ἀναλήψεως πήγαινε στήν ἀγρυπνία τοῦ Πρωτάτου, ὕστερα πήγαινε καί στήν πανήγυρη τοῦ Νταβίλα καί κατά τό μεσημέρι ξεκινοῦσε γιά τό Κελλί του, πού δέν ἦταν καί κοντά, καί μάλιστα μέσα στήν ζέστη, παρά τήν ἡλικία του.
Ὁ π. Γεώργιος ἦταν πολύ ἀγωνιστής, εἶχε μεγάλη εὐλάβεια καί πολλή ἁπλότητα. Κατά τίς μαρτυρίες τῶν γειτόνων του «ἔζησε βίον ἅγιον». Ὁ γερω–Μακάριος ὁ Ρουμᾶνος, πού πήγαινε καί ἐργαζόταν ὡς μισθωτός στόν π. Γεώργιο, δέν εἶχε κανένα παράπονο καί ἔλεγε ὅτι ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος.
Ἡ χάρις πού δίδει ὁ Θεός στούς ἀξίους δέν κρύβεται. Ἀντανακλᾶ καί διαχέεται γύρω τους. Καί ὁ π. Γεώργιος, ὅπως μαρτυροῦν ὅσοι τόν γνώρισαν, εἶχε χάρι. Κάποιος νέος ἀπ᾿ τόν κόσμο κάθησε στήν πλατεῖα τῶν Καρυῶν καί παρατηροῦσε τούς διερχομένους μοναχούς, ἀναζητώντας νά βρῆ κάποιον γιά νά τοῦ δώση ἕνα καντήλι, τάμα τῆς γιαγιᾶς του. Ἀπό ὅσους πατέρες εἶδε τόν εἵλκυσε ἕνα σκυφτό γεροντάκι, ὁ π. Γεώργιος τοῦ «Φανερωμένου», στόν ὁποῖο καί ἔδωσε τό καντήλι.
Διηγεῖτο πολλά θαύματα πού εἶχαν συμβῆ στό Κελλί τους. Τήν ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου Γεωργίου στούς ληστές, γι᾿ αὐτό καί ὠνομάστηκε τό Κελλί τοῦ «Φανερωμένου». Τά ψάρια πού ἔστειλε ὁ ἅγιος Γεώργιος στήν πανήγυρη, καί πολλά ἄλλα πού εἶχε δεῖ στόν γέροντά του Εὐλόγιο, γιά τόν ὁποῖον ἔλεγε ὅτι, ὅταν προσευχόταν, τόν σκέπαζε μία ὀμπρέλλα φωτεινή. Ἀλλά ἐπειδή μερικοί δέν τά πίστευαν καί τόν εἰρωνεύοντο, δέν τά ἔλεγε σέ ὅλους.
Καί ὁ ἴδιος ἔζησε ἀρκετά θαύματα καί εἶδε τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καί τοῦ ἁγίου Γεωργίου γι᾿ αὐτόν.
Εἶχαν τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου στήν Λιτή. Ὅταν κάποιος ζήτησε νά κοινοβιάση, τοῦ εἶπαν νά βάλη μετάνοια στόν Ἅγιο καί ἀμέσως ἔπεσε ἡ εἰκόνα καί τόν χτύπησε στό κεφάλι του. Μόλις εἶδαν αὐτό, κατάλαβαν ὅτι δέν τόν θέλει ὁ Ἅγιος γι᾿ αὐτό τοῦ εἶπαν νά φύγη.
Κάποτε, ἐνῶ διάβαζε τήν ἀκολουθία του, κάτι τόν παρακίνησε ἐσωτερικά νά πῆ τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Ἔφυγε ἀπό τό στασίδι καί πῆγε μπροστά στήν εἰκόνα της. Ἐνῶ ἔλεγε τούς Χαιρετισμούς, ξαφνικά πέφτει ἕνα τοῦβλο μεγάλο μέ σοβᾶ, ἀκριβῶς στό μέρος πού στεκόταν προηγουμένως. Ἄν καθόταν ἐκεῖ, θά τόν εἶχε σκοτώσει. Ἀλλά ἡ Παναγία τόν ἔσωσε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. Πῆγε στούς γείτονές του, τούς Τρυγωνάδες, καί τό διηγήθηκε μέ δάκρυα λέγοντας ὅτι ἔγινε θαῦμα.
Τό ἔτος 1980 μπῆκαν ληστές στό Κελλί του τή νύχτα. Τόν ἔδεσαν, τοῦ ἔκλεισαν τά μάτια καί τόν ἔκλεψαν. Χρήματα δέν βρῆκαν ἀλλά τοῦ πῆραν ἕναν χρυσοκέντητο ἐπιτάφιο, νομίσματα Κωνσταντινᾶτα,
ἀφιερωμένα στήν θαυματουργή εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, θυμιατό, Εὐαγγέλιο καί δισκοπότηρο. Φεύγοντας τόν χτυποῦσαν στό πρόσωπο μέ μία βρεγμένη πετσέτα καί τοῦ εἶπαν νά μή σηκωθῆ, ἀλλά ὅπως εἶναι δεμένος νά κοιμηθῆ. Μέ ἀπορία τούς λέγει: «Τί λέτε; Ἐγώ θέλω νά διαβάσω τήν ἀκολουθία».
Ὕστερα πῆγε μέ μελανιασμένο τό πρόσωπο ἀπό τά χτυπήματα καί τά διηγήθηκε στούς Τρυγωνάδες, χωρίς ἐκδικητικότητα καί μνησικακία, ἀλλά μέ ἀπορία, γιατί ὁ ἅγιος Γεώργιος δέν ἀπεκάλυψε τούς ληστές. Ἔλεγε: «Ἅμα ἤθελα, ἔβαζα τόν ἅγιο Γεώργιο καί τούς ἔπιανε, ἀλλά τούς λυπήθηκα».
Μαζί μέ αὐτές τίς δοκιμασίες εἶχε καί πειρασμούς ἀπό τόν διάβολο. Ἄκουγε μέσα του κάποια φωνή καί ἀπό ἁπλότητα τήν πίστευε. Ἤθελε νά πάη στίς Καρυές νά δώση ἀπό τά προϊόντα του σ᾿ ἕνα Γέροντα καί ἄκουσε φωνή: «Μήν πᾶς, λείπει». Πῆγε, καί πράγματι ἔλειπε. Χάρηκε πού ἀλήθευσε ἡ φωνή. Ὁ γερω–Νικόλαος ὁ Τρυγωνᾶς τόν συμβούλευσε νά μήν τά πιστεύη αὐτά, γιατί θά τήν πάθει ἀπό τόν πειρασμό. Διάβαζε Παρακλήσεις καί ἄκουγε φωνή νά τοῦ λέη νά κάνη τόν σταυρό του καί τόν ἔκανε. Ἀλλά ἕνα βράδυ κατάλαβε ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν τοῦ πειρασμοῦ. Ἄκουσε μία ἄγρια φωνή κοντά στ᾿ αὐτί του νά βρίζη τά γένεια του, καί φοβισμένος ἔτρεξε στούς Τρυγωνάδες. Δέν μποροῦσε νά μείνη μόνος του στό Κελλί. Ἀφοῦ συνῆλθε σέ δύο–τρεῖς μέρες ξαναγύρισε, ἀλλά ἦταν πιό προσεκτικός στίς δαιμονικές πανουργίες.
Ἡ πολυετής ἐνασχόληση τοῦ π. Γεωργίου μέ τήν εὐχή ἔφερε καρπούς γλυκυτάτους. Ἀλλά ὁ ἁπλοῦς Γέρων ἦταν ἀνυποψίαστος γιά τήν μεγάλη πνευματική κατάστασή του· αὐτά πού τοῦ συνέβαιναν τά ἐξωμολογήθηκε στόν Ροδοστόλου Χρυσόστομο μήπως εἶναι πλάνη. Τοῦ εἶπε: «Δέσποτα, τά τελευταῖα τοῦτα χρόνια συμβαίνουν σέ μένα παράξενα πράγματα. Μπαίνω στό Ἐκκλησάκι μου, ἀρχίζω τήν εὐχή (ἐννοοῦσε τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”), καί ἀμέσως γλυκαίνεται ἡ ψυχή μου· καί δέν ξέρω ὕστερα πόσες ὧρες περνᾶνε. Εὐχαριστιέμαι βέβαια πολύ, ἀλλά οἱ ἅγιοι πατέρες λένε νά μήν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας. Κι ἐγώ, ἐπειδή δέν ξέρω γράμματα καί δέν μέ κόφτει ὁ νοῦς νά διακρίνω εὔκολα τά στραβά ἀπ᾿ τά καλά στίς λεπτομέρειες τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, φοβοῦμαι περισσότερο ἀπ᾿ τούς ἄλλους, μήπως μέ πλανέψη ὁ διάβολος μέ καμμία πανουργία καί χάσω τήν ψυχή μου. Πές μου, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἀπ᾿ τόν Θεό εἶναι τοῦτα τά δικά μου ἤ ἀπ᾿ τόν διάβολο;
»Ἀπό τότε πού πῆρε ὁ Θεός τόν Γέροντά μου κοντά Του, καί κυρίως σέ τοῦτα τά τελευταῖα χρόνια, τά μπέρδεψα ὅλα καί δέν ξέρω τί μέ γίνεται. Καί στόν κῆπο καί στά πεζούλια ὅταν σκάβω, λέω τήν εὐχή, ἀλλά ξέρω τί κάνω καί συμμαζεύομαι μέσα ὅταν ψηλώνη ὁ ἥλιος καί μέ πιάση ἡ ζέστη. Ὅταν ὅμως μπαίνω στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι τό ἴδιο.
»Μπαίνω γιά τόν Ὄρθρο, πολύ νύχτα ἀκόμα. Προσκυνῶ τίς εἰκόνες καί βλέπω ὕστερα τά καντήλια κι ἄν εἶναι κανένα σβησμένο τό ἀνάβω. Μέ “τραβάει” ὕστερα νά δῶ πολύ προσεκτικά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας. Ἀρχίζω ὕστερα τήν εὐχή. Στήν ἀρχή τήν λέω καθαρά μέ τό στόμα· τήν καταλαβαίνω ὅλη. Ὕστερα τά χάνω· οὔτε εἰκόνα βλέπω οὔτε τά χείλη μου αἰσθάνομαι νά λένε τίποτα. Μόνο πού εἰρηνεύουν ὅλα καί μοῦ φαίνεται σάν νά λέγεται ἡ εὐχή μέσα μου· τήν ἀκούω καί τήν καταλαβαίνω κατακάθαρα μέσα ἐδῶ· καί εὐχαριστιέμαι, πολύ εὐχαριστιέμαι. Ὅταν σταματάη, εἶναι ἤδη χαραή (=χαραυγή, γλυκοξημέρωμα) καί πολλές φορές ψηλωμένος ὁ ἥλιος. Πάει λοιπόν ἡ ἀκολουθία. Τό ἴδιο καί ὅταν μπαίνω γιά ἑσπερινό· μέ πιάνει ἡ νύχτα καί ἑσπερινό δέν κάνω. Τό ἴδιο παθαίνω καί μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Τήν ἀγαπῶ πολύ. Μ᾿ ἀρέσει πολύ νά τήν ἀντικρύζω κι ἀρχίζω τό “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”· κι ἀπό ἐκεῖ τά ἴδια. Ἔχω καί τόν φόβο μήν καί πέση ἀπ᾿ τά χέρια μου τό καντηλοκέρι, κάψω τήν Ἐκκλησία τοῦ ἁη–Γιώργη μου καί καγῶ κι ἐγώ· γι᾿ αὐτό τό σβήνω καί τό ἀποθέτω παρ᾿ ἐκεῖ, προτοῦ ἀρχίσω τήν εὐχή»[1].
Ἔλεγε ἀκόμη γιά τόν ἑαυτό του: «Ὅταν ἀρχίζω νά διαβάζω τήν θεία Μετάληψη, σάν νά εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος μέσα μου καί σάν νά τήν διαβάζη αὐτός».
Ὅταν ἔψελνε τό Ἀξιόν ἐστι, ἔτρεχαν τά δάκρυά του.
Συμβούλευε: «Γιά νά σωθοῦμε πρέπει νά πιστεύωμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καί ἡ Παναγία Θεοτόκος. Νά μήν ἀφήνουμε τήν εὐχή. Ὁ καλόγερος χωρίς εὐχή δέν πάει μπροστά».
Τό ἔτος 1982 ὁ π. Γεώργιος ἦταν 80 ἐτῶν. Ὁ ἁγιασμένος Γέροντάς του Εὐλόγιος τοῦ εἶχε πεῖ πρίν ἀπό 34 χρόνια, ὅτι θά κοιμηθῆ ὅταν θά εἶναι 80 χρόνων. Ὁπότε στήν πανήγυρη τοῦ ἁγίου Γεωργίου, πού θά ἦταν ἡ τελευταία πανήγυρη, ἔκανε τίς καλύτερες ἑτοιμασίες γιά νά εὐχαριστήση τούς πατέρες, τούς παρακαλοῦσε νά ψάλουν καλά γιά νά εὐχαριστήσουν τόν ἅγιο Γεώργιο, καί τούς ἔδινε εὐχές.
Σέ ὅλους ἔλεγε ὅτι θά πεθάνει ἐκεῖνο τόν χρόνο, ἀλλά ὁ γιατρός τῶν Καρυῶν δέν τόν πίστευε. Ἔλεγε: «Μιά χαρά εἶναι, δέν ἔχει τίποτε». Καί πράγματι φαινόταν ὑγιής. Μάζεψε, ὅπως κάθε χρόνο, τά λεπτόκαρα, τά φασόλια του καί ὅλες τίς παραγωγές, καί στίς 20 Σεπτεμβρίου ζήτησε ἀπό τόν γερω–Εὐγένιο νά τόν μεταφέρη μέ τό ζῶο του στούς Τρυγωνάδες. Ἔλεγε μέ δάκρυα κατανύξεως: «Θά πεθάνω», ἐνῶ τό πρόσωπό του ἦταν μελανιασμένο καί ὁ ἴδιος ἐξαντλημένος.
Ἐκεῖ ἔζησε 22 ἡμέρες. Εἶχε πειρασμούς ἀπό τόν διάβολο. Δέν τόν ἄφηνε νά προσευχηθῆ, τοῦ ἔφερνε ζάλη. Προτοῦ κοιμηθῆ, εἶδε δυό ἀσημένιες κάρες πού «ἀστράφτανε». Τοῦ ἐξήγησαν οἱ πατέρες ὅτι εἶναι τῶν Γερόντων του Εὐλογίου καί Παχωμίου, καί τοῦ εὔχονταν νά κάνη ὑπομονή, γιά νά γίνη καί ἡ δική του κάρα ἀσημένια. Εἶδε ἐπίσης μία τράπεζα στρωμένη μέ πολλά φαγώσιμα καί ἐπιθυμοῦσε νά γίνη καί αὐτός μέτοχος αὐτῆς τῆς τραπέζης.
Κυριακή 11 Ὀκτωβρίου τό ἔτος 1982 ἦταν τῶν Ἁγίων Πατέρων, τούς ὁποίους εὐλαβεῖτο. Τό πρωΐ στίς 11 ἡ ὥρα, τόν πῆρε κοντά Του ὁ Θεός.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
1. +Ἐπισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Γράμματα καί Ἅρματα στόν Ἄθωνα, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 190–192.