«Δημοσιεύθηκε εὐρύτατα μιά προσευχή, πού βρέθηκε στό ἀμπέχονο ἑνός Ἀμερικανοῦ στρατιώτη, πού σκοτώθηκε στόν πόλεμο, στή βόρεια Ἀφρική. Προσευχή, βαθειά συγκλονιστική γιατί, μέσα στήν οἰκειότητα τοῦ ὕφους της, φανερώνει τήν ἀνάγκη τήν ὁποία νοιώθει κάποτε καί ὁ νέος ἄνθρωπος νά εἶναι κοντά στό Θεό.
“Ἄκουσε, Θεέ μου! Ἀκόμα δέν Σοῦ ἔχω μιλήσει. Ὅμως τώρα ἐπιθυμῶ νά Σοῦ πῶ: Τί κάνεις; Μοῦ εἶπαν ὅτι δέν ὑπάρχεις, καί σάν… βλάκας τό πίστεψα. Χθές βράδυ, ἀπό τό βάθος τοῦ κρατήρα μιᾶς ὀβίδας εἶδα τόν οὐρανό Σου. Ἔτσι εἶδα ὅτι μοῦ εἶχαν πεῖ ψέματα. Ἐάν εἶχα διαθέσει τόν ἀπαιτούμενο χρόνο γιά νά κοιτάξω ὅσα ἔφτιαξες, θά εἶχα διαπιστώσει ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται ν᾽ ἀντικρύσουν τήν ἀλήθεια… Εἶναι παράξενο ὅτι μοῦ χρειάσθηκε νά ἔλθω σ᾽ αὐτό τόν καταχθόνιο τόπο γιά νά βρῶ τόν καιρό νά δῶ τό πρόσωπό Σου. Σ᾽ ἀγαπῶ τρομερά, νά τί θέλω νά ξέρης. Σέ λίγο θά γίνη μιά ἀπαίσια μάχη. Ποιός ξέρει; Μπορεῖ νά φθάσω στό σπίτι Σου ἀπόψε! Δέν ὑπήρξαμε σύντροφοι μέχρι τώρα καί ἀναρωτιέμαι, Θεέ μου, ἄν θά μέ περιμένης στήν πόρτα. Μπά, νά πού κλαίω! Ἐγώ νά χύνω δάκρυα; Ἄχ, νά Σέ εἶχα γνωρίσει πιό νωρίς!… Ἐμπρός, πρέπει νά φύγω… Εἶναι παράξενο, ἀπό τή στιγμή κατά τήν ὁποία Σέ συνάντησα δέν φοβᾶμαι νά πεθάνω… Καλή ἀντάμωσι… Γειά σου!”».
Ἡ Προσευχή – Κομποσχοίνι: Πομπός ἀσυρμάτου