Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

«Αὐ­τή ἡ φα­λά­κρα μου εἶ­ναι βρεγ­μέ­νη μέ τά δά­κρυ­α τοῦ πα­πα–Τύ­χω­να»

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
     Ο πα­πα–Τύ­χων, κα­τά κό­σμον Τι­μό­θε­ος Γκολεγ­κώφ τοῦ Πα­ύ­λου καί τῆς Ἑ­λέ­νης  γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1884 στή Νόβα Μι­χα­λό­σκα τῆς Ρωσ­σί­ας. Ἀ­πό μι­κρός αἰ­σθάν­θη­κε τήν μο­να­χι­κή κλή­ση. Μέχρι νά ἐ­νη­λι­κι­ω­θῆ γύ­ρι­σε ὡς προ­σκυ­νη­τής πολ­λά ρωσ­σι­κά Μο­να­στή­ρια. Κα­τό­πιν πῆ­γε,  προ­σκύ­νη­σε στο­ύς Ἁ­γί­ους Τόπους καί ἐν συ­νε­χε­ί­ᾳ ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅ­που ἐ­κά­ρη μο­να­χός στό Κελ­λί Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Μπου­ρα­ζέ­ρη μέ τό ὄ­νο­μα Τύχων.
     Με­τά ἀ­πό πέν­τε χρό­νια ἐ­πε­θύ­μη­σε ἀ­νώ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή ζωή καί πῆ­γε γιά 15 χρό­νια στά Κα­ρο­ύ­λια. Ἔ­με­νε σέ μία σπη­λιά, ἔ­τρω­γε κά­θε τρεῖς μέ­ρες μία φο­ρά καί δα­πα­νοῦ­σε ὅ­λον τόν χρό­νο του στήν προ­σευ­χή, στήν με­λέ­τη καί στίς με­τά­νοι­ες. Τόν κα­θωδη­γοῦ­σε ἕ­νας σο­φός καί πρα­κτι­κός Γέροντας.   
    Ὅ­ταν ἀ­σκή­τευ­ε στά Κα­ρού­λια, γνώ­ρι­σε δύ­ο μο­να­χούς πού νή­στευ­αν πο­λύ, ἔ­κα­ναν ἀ­πό χί­λι­ες  με­τά­νοι­ες ἀλλά πέ­θα­ναν νέοι.
Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε καί ἔ­με­ινε σ᾿ ἕ­να Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νό Κελ­λί τῆς Κα­ψά­λας στήν ὑ­πα­κοή Γέροντος, τόν ὁ­ποῖ­ον γη­ρο­κό­μη­σε. Με­τά ἀ­πό πα­ρο­τρύν­σεις ἔ­γι­νε Ἱε­ρέ­ας καί Πνευ­μα­τι­κός· ἔ­κτι­σε Ἐκ­κλη­σά­κι τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­έ­ρω­σε στήν Ὕ­ψω­ση τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ.
    Κρά­τη­σε κά­πο­τε δύ­ο νέ­ους μο­να­χούς ὡς ὑ­πο­τα­κτι­κούς γιά ἕ­να ὀ­κτά­μη­νο. Προ­σπα­θοῦ­σαν νά τόν ἀ­κο­λου­θοῦν στό τυ­πι­κό του. Τούς τό­νι­ζε ὅ­τι ἐ­δῶ  στήν ἔ­ρη­μο πού ἤρ­θα­με, πρέ­πει νά δο­ξο­λο­γοῦ­με τόν Θε­ό καί ὄ­χι νά κοι­μώ­μα­στε καί νά τρῶ­με σάν ζῶ­α. Ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα ἔ­τρω­γαν μί­α φο­ρά τήν ἡ­μέ­ρα ἀ­λά­δω­το, ἐ­νῶ τό Σάβ­βα­το καί τήν Κυ­ρια­κή ἔ­βα­ζε μό­νο τρεῖς κου­τα­λι­ές τῆς σού­πας λά­δι στήν κα­τσα­ρό­λα. Ἔ­παιρ­νε ὁ κα­θέ­νας τό φα­γη­τό καί τό ἔ­τρω­γε στό κελ­λί του. Ἔ­λε­γε: «Ἔ­χει εὐ­λο­γί­α νά πά­ρε­τε καί ἄλ­λο φα­γη­τό». Εἶ­χε δι­ά­κρι­ση καί οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τά κα­λο­γέ­ρια του.
    Με­τά τήν ἀ­λά­δω­τη καί ἀ­σκη­τι­κή τρά­πε­ζα ὁ  πα­πα–Τύ­χων περ­πα­τοῦ­σε ἤ­ρε­μα γύ­ρω στήν πε­ρι­ο­χή τῆς κα­λύ­βης του καί ἔ­λε­γε ἐκ­φώ­νως τήν εὐ­χή μέ ἀ­νεί­κα­στο πό­θο. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς του ρυθ­μι­κά. Ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν, «Τί κά­νεις, Γέ­ρον­τα;», ἀ­παν­τοῦ­σε: «Ἀρ­χί­ζει ἡ καρ­διά νά ζε­σταί­νε­ται».
    Καί στόν ὕ­πνο του ἀ­κό­μη δέν δι­ε­κό­πτε­το ἡ εὐ­χή. Με­γά­λη κα­τά­στα­ση. «Ἐ­γώ κα­θεύ­δω, διά τήν χρεί­αν τῆς φύ­σε­ως, ἡ δέ καρ­δί­α μου ἀ­γρυ­πνεῖ, διά­ τό πλῆ­θος τοῦ ἔ­ρω­τος»[1].
Μι­λοῦ­σαν πο­λύ λί­γο με­τα­ξύ τους. Κά­πο­τε ἔ­κα­ναν 17 ἡ­μέ­ρες νά ἀν­ταλ­λά­ξουν κου­βέν­τα. Μό­νο ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν ἐ­πι­σκέ­πτες τούς φώ­να­ζε νά ἀ­κοῦ­νε καί αὐ­τοί τήν πνευ­μα­τι­κή συ­ζή­τη­ση καί νά ὠ­φε­λοῦν­ται.
    Ὅ­ταν πρω­το­πῆ­γε νά τόν ἐ­πι­σκε­φθῆ ὁ γε­ρω–Νε­κτά­ριος ὁ «Κα­ρα­μαν­λῆς», τόν ὑ­πο­δέ­χθη­κε μέ ἀ­γά­πη καί τοῦ πα­ρέ­θε­σε «ἐ­πί­ση­μη τρά­πε­ζα». Πῆ­γε ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή καί μά­ζε­ψε μί­α χο­ύ­φτα ἐ­λι­ές ἀ­πό τό δέν­δρο, τοῦ ἔ­φε­ρε χον­τρό ἁ­λά­τι καί σκου­λη­κι­α­σμέ­νο πα­ξι­μά­δι ἀπ᾿ τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­τρω­γε καί ὁ ἴ­διος.Ὕ­στε­ρα τόν ἄ­φη­σε λέ­γον­τάς του: «Ἐγ­κώ τώ­ρα φέ­λει κά­νει προ­σευ­χή», καί μπῆ­κε στό Κελ­λί του. Ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης τά ἔ­φα­γε, για­τί ὁ ἀ­κτή­μων ἀ­σκη­τής τά πρό­σφε­ρε μέ ἀ­γά­πη καί ἁ­πλό­τη­τα.
    Ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος παν­το­πώ­λης τῶν Κα­ρυ­ῶν   κ. Θε­ό­δω­ρος Τα­λέ­ας εἶ­χε πνευ­μα­τι­κό τόν πα­πα–Τύ­χω­να. Μία φο­ρά πού εἶ­χε πά­ει γιά ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, τοῦ  εἶ­πε ὁ προ­η­γού­με­νος ἐ­πι­σκέ­πτης  ὅ­τι  ὁ παπα–Τύ­χων τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι θά ἔρ­θει με­τά ἀ­πό σέ­να ὁ Θό­δω­ρος καί θά φέ­ρει αὐ­τά καί αὐ­τά τά πράγ­μα­τα, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς συ­νέ­βη­σαν.
    Τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε κά­ποι­ος καί ὁ πα­πα–Τύχων τοῦ εἶ­πε: «Ἐ­σύ, παι­δί μου, δέν ἦρ­θες γιά μέ­να, ἀλ­λά νά δῆς ἄν ἔ­χη ἡ πε­ρι­ο­χή ἀ­γρι­ο­γο­ύ­ρου­να».
Ἔ­κα­νε γιά ἐρ­γό­χει­ρο εἰ­κό­νες (Ἐ­πι­τα­φί­ους). Μία εἰ­κό­να μπο­ρεῖ νά ἔ­κα­νε καί δύ­ο χρό­νια νά τήν τε­λει­ώ­ση. Ἐρ­γό­χει­ρο στήν ἀρ­χή ἔ­κα­νε μία ὥ­ρα, ὕ­στε­ρα μι­σή, με­τά τό κα­τήρ­γη­σε τε­λεί­ως.
    Ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πι­με­λῶς τήν κα­τά­κρι­ση. Ὅ­ταν ἔ­στελ­νε τούς πα­ρα­γυι­ούς του στίς Κα­ρυ­ές, πή­γαι­νε μα­ζί τους πε­ρί­που ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο καί περ­νοῦ­σαν ἀ­πό ἕ­να Κα­λύ­βι Ρώσ­σου γεί­το­νά τους. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν λί­γο εὐ­τρα­φής ὁ γείτονάς τους πα­πᾶς, γιά νά μήν τόν κα­τα­κρί­νουν, τούς συμ­βού­λευ­ε πα­τρι­κά. «Ὅ­ταν δῆ­τε τόν πα­πα–Ε., νά πῆ­τε: “Αὐ­τός εἶ­ναι ἅ­γιος ἄν­θρω­πος, τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με” καί νά τοῦ φι­λή­σε­τε τό χέ­ρι».
    Τούς ἔ­λε­γε κατά τήν ἐ­πιστροφή τους ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές, νά μήν τόν ἐ­νο­χλοῦν, ἀλ­λά μό­νον νά χτυ­ποῦν τήν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ του, γιά νά κα­τα­λα­βα­ί­νη ὅ­τι ἐ­πέ­στρε­ψαν, καί ὕ­στε­ρα νά πᾶ­νε στό κελ­λί τους. Κά­πο­τε ὁ ἕ­νας ἀ­πό κα­λή πε­ρι­έρ­γεια κοί­τα­ξε ἀ­πό τήν χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας, γιά νά δῆ τί κά­νει ὁ Γέ­ρον­τας. Τόν εἶ­δε νά κλαί­η, νά σκου­πί­ζη τά δά­κρυ­ά του μέ μαν­δή­λι καί νά θρη­νῆ ρα­πί­ζον­τας ἐ­λα­φρά τήν κε­φα­λή του. Ἀ­γα­ποῦ­σε ὑ­περ­βο­λι­κά τήν με­τά­νοι­α, ἄν καί ἡ ζω­ή του ἦ­ταν ἁ­γί­α, δο­σμέ­νη ἀ­πό νε­ό­τη­τος στόν Θε­ό. Τά δά­κρυ­ά του ἦ­ταν κα­θη­με­ρι­νή τρο­φή του. Εἶ­χε πολ­λά δά­κρυ­α καί πολ­λή κα­τά­νυ­ξη. Μέ τά δά­κρυά του μού­σκευ­ε τά πό­δια τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου. Τά σκού­πι­ζε μέ τά μαλ­λιά του σάν τήν γυ­ναῖ­κα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Στό κελ­λί του ἔ­κα­νε ἐρ­γα­σί­α πνευ­μα­τι­κή καλ­λι­ερ­γών­τας τήν με­τά­νοι­α καί τό χα­ρο­ποι­όν πέν­θος.
    Καί ὅ­ταν ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε κα­τανυσ­σό­ταν, ἔ­κλαι­γε συμ­πά­σχον­τας μέ τόν ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νο. Ἕ­νας μα­θη­τής τῆς Ἀ­θω­νιά­δος ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το στόν πα­πα–Τύ­χω­να. Ὕ­στε­ρα ἔ­γι­νε πα­πᾶς καί ἔ­λε­γε: «Αὐ­τή ἡ φα­λά­κρα μου εἶ­ναι βρεγ­μέ­νη μέ τά δά­κρυ­α τοῦ πα­πα–Τύ­χω­να».
Λει­τουρ­γοῦ­σε συ­νή­θως κά­θε Κυ­ρια­κή, ἀλ­λά εἶ­χε φυ­λαγ­μέ­νο Ἅ­γιον Ἄρ­το καί κοι­νω­νοῦ­σε κά­θε μέ­ρα.
Ὁ πα­πα–Τύχων εὐ­λο­γῶν
     Στήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε.
     Τόν πα­πα–Τύ­χω­να, τόν ξε­λει­τουρ­γοῦ­σε καί ὁ γε­ρω–Γε­ρόν­τιος, τόν ὁποῖο πλή­ρω­νε δέ­κα δραχ­μές γιά κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α, τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη πού δί­ναν  πέν­τε δραχ­μές στόν πα­πᾶ.  Μία φο­ρά ὁ γερω–­Γε­ρόν­τιος τόν εἶ­δε ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νο πά­νω ἀ­πό τήν γῆ.  «Πιό  με­γά­λο  ἅ­γιο σ᾿ ὅ­λο τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ἔ­χω δεῖ», ἔ­λε­γε.
     Δι­η­γή­θη­κε  καί ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος:  «Ὁ παπα–Τύ­χων στήν Λει­τουρ­γί­α, γιά νά μήν ἀ­πο­σπᾶ­ται, κλε­ί­δω­νε τήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί ἐ­γώ ἔ­λε­γα τό ”Κύριε ἐ­λέ­η­σον” ἀπ᾿ ἔ­ξω ἀ­πό τόν δι­ά­δρο­μο. Μία φο­ρά, σέ μία Λει­τουρ­γί­α κα­τά τήν ὥ­ρα τοῦ κα­θα­για­σμοῦ τῶν Τι­μί­ων Δώρων, χά­θη­κε ἡ φω­νή του. Πε­ρί­με­να πέν­τε ὧ­ρες πε­ρί­που καί δέν τόν δι­έ­κο­ψα για­τί δέν εἶ­χα εὐ­λο­γί­α. Με­τά ἀ­πό πέν­τε ὧ­ρες συ­νέ­χι­σε μέ τό ”Ἐξαιρέτως…”. Ποῦ βρι­σκό­ταν τό­σες ὧ­ρες; Μᾶλ­λον ἡρ­πά­ζε­το σέ θε­ω­ρί­α. Τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κε­ί­νη ἡ  θεί­α Λει­τουρ­γί­α τε­λε­ί­ω­σε τό ἀ­πό­γευ­μα».
   Ἦ­ταν τε­λεί­ως ἀ­μέ­ρι­μνος καί δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν κα­θό­λου γιά τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά. Τό κελ­λί του πο­τέ δέν τό σκού­πι­ζε. Στό πά­τω­μα τοῦ κελ­λιοῦ του τά χώ­μα­τα καί οἱ τρί­χες εἶ­χαν κά­νει βου­να­λά­κια πού ἔ­μοια­ζαν σάν καύ­κα­λα χε­λώ­νας.
Ἔ­κα­νε γύ­ρω στίς τρεῖς χι­λιά­δες με­τά­νοι­ες καί συμ­βού­λευ­ε κά­ποι­ον μο­να­χό: «Νά κά­νης πολ­λές με­τά­νοι­ες, μέ­χρι νά μου­σκέ­ψη ἡ φα­νέλ­λα σου ἀπ᾿ τόν ἱ­δρῶ­τα».
Ἀ­πό τήν πο­λύ­ω­ρη ὀρ­θο­στα­σί­α, τά πό­δια του ἦ­ταν πάν­τα πρη­σμέ­να.
    Νή­στευ­ε πο­λύ. Ἕ­να ψω­μί μπο­ρεῖ νά τό ἔ­τρω­γε καί σέ ἕ­να μῆ­να. Εἶ­πε κά­ποι­α μέ­ρα στούς δύ­ο μο­να­χούς νά μα­ζέ­ψουν κού­μα­ρα καί νά τά βρά­σουν στήν κα­τσα­ρό­λα. Ὅ­ταν εἶ­δε τό κόκ­κι­νο ζου­μί, τούς εἶ­πε ἄλ­λη φο­ρά νά μήν ξα­να­κά­νουν κού­μα­ρα, για­τί ἔ­χουν πο­λύ αἷ­μα.
   Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν με­λέ­τη. Δι­ά­βα­ζε δύ­ο–τρεῖς ὧ­ρες καί γλυ­και­νό­ταν. Ἔ­λε­γε: «Τί γλυ­κός πού εἶ­ναι ὁ ἀβ­βᾶς Ἰ­σα­άκ!». Εἶ­χε δι­α­βά­σει δύ­ο–­τρεῖς φο­ρές καί τά Ἅ­παν­τα τοῦ ἁ­γί­ου Χρυ­σο­στό­μου.
Ὅ­λη τή νύ­χτα δέν ἐκοιμᾶτο σχε­δόν κα­θό­λου. Μό­λις νύ­χτω­νε κα­λοῦ­σε τούς πα­τέ­ρες στήν Ἐκ­κλη­σί­α χτυ­πών­τας τόν τοῖ­χο.  Μέ­χρι πρό τοῦ με­σο­νυκτί­ου ἔ­κα­ναν προ­σευ­χή στό Ἐκ­κλη­σά­κι καί ἔ­ψαλλε ὁ ἴ­διος. Τούς ἔ­λε­γε νά κά­θων­ται σέ κά­ποι­ες στιγ­μές, ὕστε­ρα πά­λι ὄρ­θιοι. Στό τέλος εὔ­χον­ταν γιά ὅ­σους τούς βο­η­θοῦ­σαν, καί ὕ­στε­ρα πή­γαι­ναν στά κελ­λιά τους. Ἔ­λε­γε στά κα­λο­γέ­ρια του: «Ἔ­χει εὐ­λο­γί­α νά κά­νε­τε ὅ­σες με­τά­νοι­ες θέ­λε­τε, καί ἄν μπο­ρῆ­τε νά ἀ­γρυ­πνή­σε­τε ὅ­λη τή νύ­χτα».
Ἔ­λε­γε ὁ πα­πα–Τύ­χων: «Μέ­σα στά Μο­να­στή­ρια ὑ­πάρ­χουν ἀ­γω­νι­στές καί προ­χω­ρη­μέ­νοι πα­τέ­ρες. Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­το­ύς εἶ­ναι στοῦ Κα­ρα­κάλ­λου (πα­πα–Ματ­θαῖ­ος), ἕ­νας στῶν Ἰ­βή­ρων (πα­πα–Θα­νά­σης, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το στόν πα­πα–Τύ­χω­να), καί ἕ­νας στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου (πα­πα–Θα­νά­σης)».
«Με­τά ἀ­πό τρί­α χρό­νια πα­ρα­μο­νή στό Κοι­νό­βιο, ὁ μο­να­χός εἶ­ναι γιά πό­λε­μο» (πνευ­μα­τι­κό).
«Οἱ κα­λές συ­νή­θει­ες εἶ­ναι ἀ­ρε­τές καί οἱ κα­κές εἶ­ναι πά­θη».
«Ὁ κα­λό­γε­ρος νά μήν ἔ­χη σχέ­ση μέ τά ζῶ­α, για­τί αὐ­τά τοῦ παίρ­νουν τό νοῦ καί τήν καρ­διά. Δι­ό­τι, ἀν­τί νά δώ­ση τήν ἀ­γά­πη του στόν Θε­ό, μοι­ρά­ζε­ται στά ζῶ­α. Ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος ἀ­πα­γο­ρεύ­ει στόν μο­να­χό πού θά χα­ϊ­δέ­ψει γά­τα ἤ σκύ­λο, νά κοι­νω­νή­ση».
«Ἡ εὐ­χή, ”τό Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με­”, εἶ­ναι σι­τά­ρι κα­θα­ρό. Ὁ κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­κτή­ση τήν εὐ­χή».
«Μέ τήν με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ἄν δέν προ­σέ­ξη κα­νείς, μπο­ρεῖ νά πλα­νη­θῆ, ὅ­πως ὁ Ὠ­ρι­γέ­νης».
«Κα­λύ­τε­ρα τρεῖς με­τά­νοι­ες μέ τα­πε­ί­νω­ση, πα­ρά χί­λι­ες μέ ὑ­ψη­λο­φρο­σύ­νη».
«Μό­νο ἡ τα­πεί­νω­ση θά μᾶς σώ­σει. Τα­πει­νό­φρο­νες πραγ­μα­τι­κο­ύς πο­λύ λί­γους θά βρεῖς. Πρέ­πει νά το­ύς ψά­ξης μέ τό κε­ρί». Τό­σο ἀ­γά­πη­σε τήν τα­πεί­νω­ση πού γύ­ρι­σε ὁ­λό­κλη­ρο τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ψά­χνον­τας νά βρῆ τα­πει­νό ἄν­θρω­πο. Ἐ­πί τέ­λους βρῆ­κε στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου ἕ­να γε­ρον­τά­κι πού εἶ­χε ἐν­δυ­θῆ σάν δι­πλο­ΐ­δα τήν ἀ­λη­θι­νή καί τε­λεί­α τα­πεί­νω­ση. Ὑ­πῆρ­χαν βέ­βαι­α καί πολ­λοί ἄλ­λοι ἀλ­λά ἦ­ταν κρυμ­μέ­νοι στά μά­τια τῶν πολ­λῶν.
Κα­λοῦ­σαν τόν πα­πα–Τύ­χω­να στοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου γιά νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆ τά κα­λο­γέ­ρια. Τό­τε ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό ἑ­ξῆν­τα πα­τέ­ρες. Εἶ­χε εὐ­λά­βεια στόν ἅ­γιο Ἀν­τώ­νιο τόν Ρῶσ­σο καί λει­τουρ­γοῦ­σε στό σπή­λαι­ο πού ἔ­ζη­σε ὁ ὅ­σιος Ἀν­τώ­νιος Πε­τσέ­ρσκα­για. Ἔ­πει­τα ἐ­πέ­στρε­φε στό Κελ­λί του μέ τά πό­δια, καί μά­λι­στα βά­δι­ζε πο­λύ γρή­γο­ρα.
    Εἶ­χε φι­λί­α καί πολ­λές σχέ­σεις μέ τόν ἅ­γιο Σι­λουα­νό τοῦ Ρωσ­σι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τά τήν κο­ί­μη­σή του πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν πα­πα–Τύχωνα καί συ­νω­μί­λη­σαν.
    Κα­ρυ­ώ­της Γέρων μαρ­τυ­ρεῖ: «Ὁ πα­πα–Τύχων ἦ­ταν πο­λύ ἁ­πλός καί ζοῦ­σε σ᾿ ἕ­να δι­κό του κό­σμο. Ἦ­ταν βια­στής πο­λύ καί πα­ρό­λο πού νή­στευ­ε ἦ­ταν σω­μα­τώ­δης. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στό Κελ­λί μας καί τόν βά­ζα­με νά φά­η, ἔ­τρω­γε μό­νο δυό κου­τα­λι­ές γιά εὐ­λο­γί­α. Τώρα δέν ἔ­χει κα­νέ­να σάν αὐ­τόν, μήν ψά­χνε­τε».
Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­πε στά κα­λο­γέ­ρια του, ὅ­ταν πεθάνη, νά μήν τόν ξε­θά­ψουν. Ὁ ἕ­νας σκέ­φθη­κε: «Θά τόν βγά­λω καί θά πῶ εὐ­λό­γη­σον». Ὁ πα­πα–­Τύχων δι­ά­βα­σε τόν λο­γι­σμό του καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν ἔ­χει εὐ­λο­γία­».
Ἐ­κοι­μή­θη στίς 10 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1968 ἀ­φοῦ προηγουμένως εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα τήν Πα­να­γί­α μα­ζί μέ τόν ἅ­γιο Σέργιο καί τόν ἅ­γιο Σε­ρα­φε­ίμ, πού τοῦ προ­εῖ­παν ὅ­τι θά πε­ρά­σει ἡ ἑ­ορτή τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου καί θά τόν πά­ρουν.
Κοντά του ἦ­ταν ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος πού τόν γη­ρο­κό­μη­σε, τίς τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες, τόν ἔ­θα­ψε καί τόν δι­α­δέ­χθη­κε στό Κα­λύ­βι. Ὁ ἴ­διος ἔ­γρα­ψε τόν βί­ον τοῦ πα­πα–Τύχωνα με­τά ἀ­πό θαυ­μα­στή ἐμ­φά­νι­σή του στό βι­βλί­ο Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται Πα­τέ­ρες.
Τό τί­μιο λε­ί­ψα­νό του μέ­χρι σή­με­ρα πα­ρα­μέ­νει θαμ­μέ­νο ἀ­να­μέ­νον­τας τήν  κοι­νήν Ἀ­νά­στα­σιν.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.



1 . Κλῖ­μαξ  Λ’, ζ’.