«Στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη
κατὰ Αἰλών» (Ἰησοῦς Ναυῆ Ι, 12). Στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴν ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει τὰ μεγάλα κατορθώματα ποὺ πέτυχαν οἱ ἄνθρωποι
μέσω τῆς Πίστεως. Μεταξὺ τῶν ἄλλων:
«οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσον δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν…» (Ἑβρ. 11, 33-40).
• Τί εἶναι ἡ πίστη; «Ἐστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (ια΄, 1). Γι’ αὐτὸ ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει:
«Ὅταν λοιπὸν ὁ Κύριος λέγη κάτι, αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦν δὲν πρέπει νὰ περιεργάζωνται καὶ νὰ πολυεξετάζουν τὰ λεγόμενα, ἀλλὰ μόνο νὰ τὰ δέχωνται. Γιατί οἱ Ἀπόστολοι γι’ αὐτὸ στάλθηκαν, γιὰ νὰ ποῦν ἐκεῖνα ἀκριβῶς ποὺ ἄκουσαν, ὄχι γιὰ νὰ προσθέσουν κάτι ἀπὸ μόνοι τους, κι ἐμεῖς ὅμως στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ πιστέψουμε. Γιὰ νὰ πιστέψουμε τί; «Στὸ ὄνομά Του». Ὄχι γιὰ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸ ὄνομά Του. Γιατί αὐτὸ ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ ἔκανε καὶ τὰ θαύματα: «Στὸ ὄνομα λοιπὸν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγει, «σήκω ὄρθιος καὶ περπάτα» (Πράξ. 3, 6). Κι αὐτὸ ὅμως χρειάζεται πίστη καὶ τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὰ κατανοήσουμε μὲ τὸ λογικό». (Ἀπ’ τὴν Β΄ Ὁμιλία «Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους».
Μέσῳ λοιπὸν τῆς πίστεως ἐνεργοῦσαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁμιλοῦμε γιὰ θαύματα, ποὺ δὲν τὰ χωράει ἀνθρώπινος νοῦς.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη π.χ. βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, διάδοχο τοῦ Προφήτου Μωϋσέως μέσῳ τῆς Πίστεως νὰ ἐπιτελῆ θαυμαστὰ γεγονότα.
Πρῶτα πέρασαν οἱ Ἰσραηλίτες τὸν Ἰορδάνη ποταμό:
«οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσον δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν…» (Ἑβρ. 11, 33-40).
• Τί εἶναι ἡ πίστη; «Ἐστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (ια΄, 1). Γι’ αὐτὸ ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει:
«Ὅταν λοιπὸν ὁ Κύριος λέγη κάτι, αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦν δὲν πρέπει νὰ περιεργάζωνται καὶ νὰ πολυεξετάζουν τὰ λεγόμενα, ἀλλὰ μόνο νὰ τὰ δέχωνται. Γιατί οἱ Ἀπόστολοι γι’ αὐτὸ στάλθηκαν, γιὰ νὰ ποῦν ἐκεῖνα ἀκριβῶς ποὺ ἄκουσαν, ὄχι γιὰ νὰ προσθέσουν κάτι ἀπὸ μόνοι τους, κι ἐμεῖς ὅμως στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ πιστέψουμε. Γιὰ νὰ πιστέψουμε τί; «Στὸ ὄνομά Του». Ὄχι γιὰ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸ ὄνομά Του. Γιατί αὐτὸ ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ ἔκανε καὶ τὰ θαύματα: «Στὸ ὄνομα λοιπὸν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγει, «σήκω ὄρθιος καὶ περπάτα» (Πράξ. 3, 6). Κι αὐτὸ ὅμως χρειάζεται πίστη καὶ τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὰ κατανοήσουμε μὲ τὸ λογικό». (Ἀπ’ τὴν Β΄ Ὁμιλία «Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους».
Μέσῳ λοιπὸν τῆς πίστεως ἐνεργοῦσαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁμιλοῦμε γιὰ θαύματα, ποὺ δὲν τὰ χωράει ἀνθρώπινος νοῦς.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη π.χ. βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, διάδοχο τοῦ Προφήτου Μωϋσέως μέσῳ τῆς Πίστεως νὰ ἐπιτελῆ θαυμαστὰ γεγονότα.
Πρῶτα πέρασαν οἱ Ἰσραηλίτες τὸν Ἰορδάνη ποταμό:
«Τὸ πέρασμα τοῦ Ἰορδάνου
Ἀφοῦ πέρασαν τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα οἱ
Ἰσραηλίτες μὲ τὸν γνωστὸ θαυμαστὸ τρόπο, ἔπρεπε νὰ προχωρήσουν πρὸς τὴ
γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν Χαναάν. Τώρα εἶχαν νὰ περάσουν τὸν Ἰορδάνη
ποταμό. Πῶς θὰ γινόταν αὐτό;
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ὁδηγίες στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Κι ἐκεῖνος ἐμπιστεύτηκε ἀπόλυτα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ νά! Τὴν ὁρισμένη ἡμέρα μπροστὰ στὸν ποταμὸ οἱ χιλιάδες Ἰσραηλίτες ἕτοιμοι. Καὶ μπροστὰ ἀπὸ αὐτούς, χίλια περίπου μέτρα ἀπόσταση, οἱ ἱερεῖς τους κρατώντας μὲ εὐλάβεια τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης. Μπαίνουν τώρα οἱ ἱερεῖς μέσα στὰ νερὰ τοῦ ὁρμητικοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποταμοῦ –ἦταν Ἄνοιξη– τοῦ Ἰορδάνη, κι ἀμέσως σταματάει ἡ ροὴ τῶν ὑδάτων! Ὅσα νερὰ ἔρχονταν ἀπὸ τὸ βορρᾶ σταμάτησαν ἀκριβῶς ἀπὸ πάνω καὶ σχημάτισαν ἕνα τεράστιο ὑδάτινο τεῖχος. Τὰ ἄλλα νερὰ τράβηξαν πρὸς τὰ κάτω, χύθηκαν στὴ Νεκρὰ Θάλασσα, ὥσπου ἐξαντλήθηκαν. Καὶ σχηματίσθηκε ἔτσι μία ξηρὰ γῆ, ἀπὸ ὅπου πέρασαν στὸ χρόνο, ποὺ ἔπρεπε ὅλες οἱ χιλιάδες τῶν Ἰσραηλιτῶν! Στέκονταν στὸ μέσο τῆς κοίτης αὐτῆς οἱ ἱερεῖς καὶ περνοῦσαν οἱ Ἰσραηλίτες. Μόλις πέρασαν ὅλοι, ὁ ποταμὸς ἦρθε καὶ πάλι στὴν κανονική του ροή! Τί μέγα θαῦμα τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ!
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ὁδηγίες στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Κι ἐκεῖνος ἐμπιστεύτηκε ἀπόλυτα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ νά! Τὴν ὁρισμένη ἡμέρα μπροστὰ στὸν ποταμὸ οἱ χιλιάδες Ἰσραηλίτες ἕτοιμοι. Καὶ μπροστὰ ἀπὸ αὐτούς, χίλια περίπου μέτρα ἀπόσταση, οἱ ἱερεῖς τους κρατώντας μὲ εὐλάβεια τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης. Μπαίνουν τώρα οἱ ἱερεῖς μέσα στὰ νερὰ τοῦ ὁρμητικοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποταμοῦ –ἦταν Ἄνοιξη– τοῦ Ἰορδάνη, κι ἀμέσως σταματάει ἡ ροὴ τῶν ὑδάτων! Ὅσα νερὰ ἔρχονταν ἀπὸ τὸ βορρᾶ σταμάτησαν ἀκριβῶς ἀπὸ πάνω καὶ σχημάτισαν ἕνα τεράστιο ὑδάτινο τεῖχος. Τὰ ἄλλα νερὰ τράβηξαν πρὸς τὰ κάτω, χύθηκαν στὴ Νεκρὰ Θάλασσα, ὥσπου ἐξαντλήθηκαν. Καὶ σχηματίσθηκε ἔτσι μία ξηρὰ γῆ, ἀπὸ ὅπου πέρασαν στὸ χρόνο, ποὺ ἔπρεπε ὅλες οἱ χιλιάδες τῶν Ἰσραηλιτῶν! Στέκονταν στὸ μέσο τῆς κοίτης αὐτῆς οἱ ἱερεῖς καὶ περνοῦσαν οἱ Ἰσραηλίτες. Μόλις πέρασαν ὅλοι, ὁ ποταμὸς ἦρθε καὶ πάλι στὴν κανονική του ροή! Τί μέγα θαῦμα τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ!
Ἡ κατάληψις τῆς Ἱεριχοῦς
Ἑπόμενος στόχος ἦταν ἡ κατάληψη τῆς πόλεως Ἱεριχώ.
Ἔβλεπε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ τὰ πανίσχυρα τείχη τῆς πόλεως αὐτῆς κι ἀναλογιζόταν: Τί ἦταν αὐτοὶ μπροστὰ στὶς δυνάμεις ποὺ διέθετε ἡ Ἱεριχώ; Πῶς θὰ γινόταν ἡ κατάληψή της; Καὶ νά! Μπροστά του ἐμφανίζεται λαμπρὸς νέος, ποὺ κρατοῦσε Ρομφαία. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ρωτάει ἂν εἶναι δικός τους, φίλος τους, ἤ ξένος καὶ ἐχθρός τους. Κι αὐτὸς ἀπαντᾶ: «Εἶμαι ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου». Ἦταν ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἦταν δίπλα του. Αὐτὸς θὰ βοηθοῦσε καὶ τώρα.
Παίρνει λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ὁδηγίες ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ πῶς νὰ ἐνεργήση. Ἡ πόλη θὰ ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ ἕνα τρόπο ἐντελῶς μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο, τρόπο θεϊκό: Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες θὰ τριγυρνοῦσαν μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης τὰ τείχη τῆς πόλεως. Τὶς πρῶτες ἕξι ἡμέρες ἀπὸ μία φορά. Τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἑπτὰ φορές. Ὅλος ὁ λαός, μὲ σιωπή. Μόνο οἱ ἱερὲς σάλπιγγες θὰ ἀκούγονταν. Τὴν ἕβδομη ἡμέρα, ὅταν οἱ σάλπιγγες θὰ ἠχοῦσαν, ὅλος ὁ λαὸς μαζὶ καὶ δυνατὰ θὰ ἔβγαζε κραυγὴ ἀλαλαγμοῦ, νίκης. Αὐτὸ ἀρκοῦσε. Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὁρισμένη ὥρα καὶ ἔγιναν ὅλα ὅσα τοὺς εἶχε πεῖ ὁ ἀρχηγός τους, τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς ἔπεσαν! Οἱ Ἰσραηλίτες εὔκολα εἰσβάλανε στὴν πόλη καὶ τὴν κατέλαβαν!
Ἔβλεπε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ τὰ πανίσχυρα τείχη τῆς πόλεως αὐτῆς κι ἀναλογιζόταν: Τί ἦταν αὐτοὶ μπροστὰ στὶς δυνάμεις ποὺ διέθετε ἡ Ἱεριχώ; Πῶς θὰ γινόταν ἡ κατάληψή της; Καὶ νά! Μπροστά του ἐμφανίζεται λαμπρὸς νέος, ποὺ κρατοῦσε Ρομφαία. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ρωτάει ἂν εἶναι δικός τους, φίλος τους, ἤ ξένος καὶ ἐχθρός τους. Κι αὐτὸς ἀπαντᾶ: «Εἶμαι ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου». Ἦταν ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἦταν δίπλα του. Αὐτὸς θὰ βοηθοῦσε καὶ τώρα.
Παίρνει λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ὁδηγίες ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ πῶς νὰ ἐνεργήση. Ἡ πόλη θὰ ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ ἕνα τρόπο ἐντελῶς μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο, τρόπο θεϊκό: Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες θὰ τριγυρνοῦσαν μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης τὰ τείχη τῆς πόλεως. Τὶς πρῶτες ἕξι ἡμέρες ἀπὸ μία φορά. Τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἑπτὰ φορές. Ὅλος ὁ λαός, μὲ σιωπή. Μόνο οἱ ἱερὲς σάλπιγγες θὰ ἀκούγονταν. Τὴν ἕβδομη ἡμέρα, ὅταν οἱ σάλπιγγες θὰ ἠχοῦσαν, ὅλος ὁ λαὸς μαζὶ καὶ δυνατὰ θὰ ἔβγαζε κραυγὴ ἀλαλαγμοῦ, νίκης. Αὐτὸ ἀρκοῦσε. Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὁρισμένη ὥρα καὶ ἔγιναν ὅλα ὅσα τοὺς εἶχε πεῖ ὁ ἀρχηγός τους, τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς ἔπεσαν! Οἱ Ἰσραηλίτες εὔκολα εἰσβάλανε στὴν πόλη καὶ τὴν κατέλαβαν!
Ὁ πόλεμος ὑπὲρ τῶν Γαβαωνιτῶν
Καὶ τρίτη φοβερὴ παρουσία τοῦ
παντοδύναμου Θεοῦ εἶχε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ. Ἦταν ὅταν ἔπρεπε νὰ πολεμήση
ὑπὲρ τῶν Γαβαωνιτῶν. Γιὰ νὰ ὁλοκληρώση τὴ νίκη του, παρακάλεσε τὸν Θεὸ
νὰ σταματήση τὴν κίνηση τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης.
«καὶ εἶπεν Ἰησοῦς· στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών. καὶ ἔστη ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θεὸς τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν. καὶ ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δυσμὰς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς. καὶ οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὐδὲ τὸ πρότερον οὐδὲ τὸ ἔσχατον, ὥστε ἐπακοῦσαι Θεὸν ἀνθρώπου, ὅτι Κύριος συνεξεπολέμησε τῷ Ἰσραήλ».
Καὶ πράγματι ὁ ἥλιος στάθηκε στὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ μία ἡμέρα ὁλόκληρη θαῦμα ποὺ δὲν εἶχε ξαναγίνει ποτέ! Καὶ ἐνίκησαν οἱ Ἰσραηλίτες τοὺς Γαβαωνίτες.
«καὶ εἶπεν Ἰησοῦς· στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών. καὶ ἔστη ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη ἐν στάσει, ἕως ἠμύνατο ὁ Θεὸς τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν. καὶ ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, οὐ προεπορεύετο εἰς δυσμὰς εἰς τέλος ἡμέρας μιᾶς. καὶ οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὐδὲ τὸ πρότερον οὐδὲ τὸ ἔσχατον, ὥστε ἐπακοῦσαι Θεὸν ἀνθρώπου, ὅτι Κύριος συνεξεπολέμησε τῷ Ἰσραήλ».
Καὶ πράγματι ὁ ἥλιος στάθηκε στὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ μία ἡμέρα ὁλόκληρη θαῦμα ποὺ δὲν εἶχε ξαναγίνει ποτέ! Καὶ ἐνίκησαν οἱ Ἰσραηλίτες τοὺς Γαβαωνίτες.
* * *
• Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:
«Ἔστειλε μιὰ φορὰ τὸν ὑποτακτικό του ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ὁ Θηβαῖος νὰ φέρη νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Καθὼς ἔσκυψε ἐκεῖνος νὰ τραβήξη, εἶδε μέσα μία μεγάλη ἀσπίδα (δηλητηριῶδες ἑρπετό). Ἄφησε συγχυσμένος τὸν κουβὰ κι’ ἔτρεξε στὸ Γέροντά του.
– Ἀββᾶ, χαθήκαμε. Τὸ νερό μας δηλητηριάστηκε. Βρῆκα ἀσπίδα στὸ πηγάδι.
– Κι ἂν ὁ διάβολος ἀποφασίση νὰ ρίξη ἀσπίδες σ’ ὅλα τὰ πηγάδια, ἐσὺ θὰ πεθάνης ἀπὸ τὴ δίψα; ρώτησε ὁ Γέροντας κουνώντας τὸ κεφάλι του γιὰ τὴ δειλία τοῦ ὑποτακτικοῦ του.
Μετὰ πῆγε στὸ πηγάδι κι ἔβγαλε μόνος του νερό. Ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἤπιε πρῶτος. Κατόπιν ἔδωσε στὸν ὑποτακτικό του.
– Ὅπου ὑπάρχει ὁ Σταυρός, εἶπε, δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ».
«Ἔστειλε μιὰ φορὰ τὸν ὑποτακτικό του ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ὁ Θηβαῖος νὰ φέρη νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Καθὼς ἔσκυψε ἐκεῖνος νὰ τραβήξη, εἶδε μέσα μία μεγάλη ἀσπίδα (δηλητηριῶδες ἑρπετό). Ἄφησε συγχυσμένος τὸν κουβὰ κι’ ἔτρεξε στὸ Γέροντά του.
– Ἀββᾶ, χαθήκαμε. Τὸ νερό μας δηλητηριάστηκε. Βρῆκα ἀσπίδα στὸ πηγάδι.
– Κι ἂν ὁ διάβολος ἀποφασίση νὰ ρίξη ἀσπίδες σ’ ὅλα τὰ πηγάδια, ἐσὺ θὰ πεθάνης ἀπὸ τὴ δίψα; ρώτησε ὁ Γέροντας κουνώντας τὸ κεφάλι του γιὰ τὴ δειλία τοῦ ὑποτακτικοῦ του.
Μετὰ πῆγε στὸ πηγάδι κι ἔβγαλε μόνος του νερό. Ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἤπιε πρῶτος. Κατόπιν ἔδωσε στὸν ὑποτακτικό του.
– Ὅπου ὑπάρχει ὁ Σταυρός, εἶπε, δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ».