Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Γέροντας του πόνου και της αγάπης

Τον αγάπησαν με πάθος χιλιάδες κουρασμένοι νέοι, γιατί έκλαψε στα προβλήματά τους σαν δικός τους πατέρας. Τον εμπιστεύτηκαν απόλυτα εκατοντάδες γονείς, γιατί γινόταν το φως στα αδιέξοδα των παιδιών τους. Τον δόξασε η Εκκλησία με το στεφάνι του Αγίου, γιατί ο Θεός τον υπερχαρίτωσε από πολύ νωρίς με το χάρισμα της πνευματικής και σωματικής θαυματουργίας σε πλήθη ανθρώπων.
Πρόκειται για τον λαοφιλή Όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη.
Ο Όσιος γεννήθηκε από πάμφτωχους και θεοσεβείς γονείς, τον Λεωνίδα και την Ελένη Μπαϊρακτάρη στις 7 Φεβρουαρίου του έτους 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης της Καρυστίας, στη νότια Εύβοια. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Ευάγγελος. Ο πατέρας του ήταν ψάλτης και γεωργός και είχε γνωρίσει τον Άγιο Νεκτάριο.
Ο μικρός Ευάγγελος γράμματα δεν πρόλαβε να μάθει. Μόλις την Α΄ Δημοτικού τελείωσε. Και μετά έξω στα χωράφια έβοσκε τα πρόβατα. Λίγο αργότερα τον βρίσκουμε να δουλεύει στη Χαλκίδα και στη συνέχεια αναγκάζεται για δύο χρόνια να εργάζεται σε παντοπωλείο στον Πειραιά. Και ήταν τότε ο Ευάγγελος 12 ετών. Και ας ήταν τόσο μικρός. Μέσα του στο λεπτό παιδικό και ασθενικό του κορμί κτυπούσε μια δυνατή αγάπη για τον Χριστό. Και τη φλόγα της αγάπης την είχε ανάψει η μελέτη του βίου του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου.
Αυτό το βιβλίο έγινε η αιτία που κάποια μέρα ο μικρός και άδολος Ευάγγελος έφυγε κρυφά και πήγε στο Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιο Όρος. Η Πρόνοια του Θεού οδήγησε τα βήματα του τολμηρού αυτού παιδιού στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους. Δύο σοβαροί και υπεύθυνοι γέροντες της καλύβης του αγίου Γεωργίου, ο π. Παντελεήμων και ο π. Ιωαννίκιος, ανέλαβαν την προστασία και την πνευματική καθοδήγηση του άκακου αυτού μικρού παιδιού. Ο Ευάγγελος ως δόκιμος μοναχός απολάμβανε εκεί ό,τι ποθούσε η ψυχή του: τη βαθιά χαρά, την απέραντη ησυχία και γαλήνη της φύσεως, τις γλυκιές ώρες της προσευχής και της λατρείας, τη δημιουργική εργασία-διακονία· όλα δώρα της αγάπης του Χριστού και της Κυρίας Θεοτόκου, της Προστάτιδος του Αγίου Όρους.
Σε ηλικία 14 ετών, έφηβος πλέον, ο Ευάγγελος γίνεται εκεί μοναχός. Το νέο του όνομα είναι Νικήτας. Η χαρά του τώρα είναι απερίγραπτη. Σε ηλικία 17 ετών –ήταν το έτος 1923– μετά από μια κυριακάτικη Θεία Λειτουργία ένιωσε να τον περιλούει η θεία Χάρις χαρίζοντάς του μια σπάνια διαύγεια πνεύματος, που τον έκανε να αναγνωρίζει και να βλέπει καταστάσεις και γεγονότα που δεν έβλεπε πριν. Επρόκειτο για ένα σπάνιο θείο δώρο που του χάρισε ο Θεός, το διορατικό χάρισμα. Στο Άγιο Όρος ο Όσιος δεν έμεινε πολύ ακόμα. Λόγω σωματικής ασθενείας του οι γέροντές του τον συμβούλευσαν πως έπρεπε να επιστρέψει στην οικογένειά του για να αποθεραπευθεί. Και ο Όσιος επέστρεψε.
Την εποχή αυτή συνδέεται πνευματικά με τον Αρχιεπίσκοπο Σινά τον Πορφύριο τον Γ΄, ο οποίος εκτιμώντας το ήθος του τον χειροτονεί το 1926 σε ηλικία 20 ετών διάκονο. Και ένα χρόνο μετά, το 1927, τον χειροτονεί ιερέα χαρίζοντάς του και το νέο όνομα: Πορφύριος. Τόπος της ιερατικής διακονίας του οσίου Πορφυρίου υπήρξε η Εύβοια. Σε ηλικία 22 ετών τού δίδεται η άδεια του εξομολόγου. Οι άνθρωποι άνοιγαν με εμπιστοσύνη την καρδιά τους και εξομολογούντο με ειλικρίνεια όλα τα αμαρτήματά τους. Άκουγαν τις πρακτικές οδηγίες για τη διόρθωσή τους και έφευγαν βαθιά αναπαυμένοι και τον ονόμαζαν όλοι ≪προφήτη-παπά≫ που συγκλόνιζε τον τόπο και τους άνοιγε το δρόμο για τη Βασιλεία του Θεού.
Το 1940 με την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο όσιος Πορφύριος θα βρεθεί στην καρδιά της Αθήνας στη πολύβουη Ομόνοια. Εδώ καλείται από τον Θεό να τον διακονήσει ως εφημέριος του Ιερού Ναού του Αγίου Γερασίμου του Νοσοκομείου που λέγεται ≪Πολυκλινική Αθηνών≫. Εδώ ο άγρυπνος φρουρός και παρηγορητής του Θεού ο ιερομόμαχος όσιος Πορφύριος για 33 ολόκληρα χρόνια θα βρίσκεται δίπλα στον ανθρώπινο πόνο ≪όλος φως, όλος χαρά, όλος ευεργεσία, όλος αγάπη≫ με ατελείωτες ώρες προσευχής, συζητήσεων και εξομολογήσεων. Θα τελεί τη Θεία Λειτουργία και θα κηρύττει τον θείο Λόγο. Εδώ, έλεγε, ≪όλους τους πονούσα, για όλους πονούσα, όλοι με συγκινούσαν≫.
Πλησίαζε τα παραστρατημένα παιδιά με μοναδική στοργή, χωρίς ο ίδιος να μολύνεται ή να παρεξηγείται από τους άλλους. Και τους μιλούσε για τον Χριστό. Και τους έλεγε: «Τον Χριστό να Τον ατενίζουμε και να Τον πλησιάζουμε σαν φίλο. Πέφτουμε; Αμαρτάνουμε; Να τρέχουμε κοντά Του με οικειότητα, με αγάπη και με εμπιστοσύνη, όχι με φόβο ότι θα μας τιμωρήσει, αλλά με θάρρος, που θα μας το δίνει η αίσθηση του φίλου».
Αυτός ήταν ο π. Πορφύριος της Ομόνοιας. Με πολλά θαύματα σε ψυχές εκατοντάδων ανθρώπων μικρών και μεγάλων. Και όμως, αυτός ο τόσο θαυμαστός όσιος άνδρας παρέμεινε στην αφάνεια, άσημος, μισώντας τη διαφήμιση και μένοντας ελεύθερος από κενοδοξίες.
Στην Ομόνοια ο γέροντας θα παραμείνει έως το 1973. Παράλληλα όμως ανέβαινε και στα Καλλίσια της Πεντέλης στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου (από το 1955) για πνευματική ανανέωση και περισυλλογή. Σεβόταν πολύ τη φύση, φύτευε δέντρα, καλλιεργούσε κηπευτικά και συμβούλευε όλους να αγαπούν και τα προστατεύουν τα ζώα και όλη τη φύση γιατί είναι δώρα σταλμένα από τα πανάγια χέρια του Θεού στον άνθρωπο.
Ο Όσιος είχε και ένα όνειρο: να ιδρύσει μοναστήρι για να γίνει, όπως έλεγε, «κέντρο που θα καταφεύγουν οι πονεμένοι και οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι για να βρίσκουν πνευματική παρηγοριά». Και ο Θεός τον αξίωσε να δει το όνειρό του πραγματοποιημένο. Στον Ωρωπό Αττικής στην περιοχή Αγίας Σωτήρας στο Μήλεσι άρχισε να κτίζει με τη συνδρομή χιλιάδων ευλαβών πιστών ένα τεράστιο μοναστηριακό συγκρότημα με κεντρικό Ναό (καθολικό) τον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως που πρόλαβε να θεμελιώσει ένα χρόνο πριν την εκδημία του, το 1990. Στο Μοναστήρι αυτό έζησε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του. Από το πάμφτωχο κελλάκι του και με υγεία κλονισμένη –από το 1984 ήταν τυφλός– καθοδηγούσε και παρηγορούσε αναρίθμητους ανθρώπους. Και με τη θερμή του προσευχή αγκάλιαζε και θεράπευε όλους.
Ήθελε όμως την τελευταία του αναπνοή να την αφήσει στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια. Γι’ αυτό προαισθανόμενος το τέλος του ήρθε πάλι στο Άγιο Όρος, εκεί από όπου ξεκίνησε, για να ετοιμασθεί για το ταξίδι της αιωνιότητος. Εκεί προσευχόμενος και ζητώντας το έλεος του Θεού με πλήρη διαύγεια πνεύματος και αφού κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια άφησε ειρηνικός την τελευταία του πνοή λέγοντας τη φράση: «ἵνα ὦσιν ἕν». Ήταν πρωί, χαράματα της 2ας Δεκεμβρίου του 1991, σε ώρα που το Αιγαίο Πέλαγος ήταν φοβερά φουρτουνιασμένο.
Τώρα άπο τον απέραντο και γαλήνιο ωκεανό της αιωνιότητος συνεχίζει να μας ενισχύει με τις αδιάλειπτες προσευχές του. Τον ευγνωμονούμε βαθιά και τον ικετεύουμε θερμά: «Όσιε Πορφύριε, πρέσβευε υπέρ ημών».

Ελπιδοφόρος
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Νοέμβριος 2016