Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου – Μέσα στην Εκκλησία επιτελείται αδιάκοπα ο υπαρξιακός χορτασμός των ανθρώπων.



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α΄Κορ.1,10-17
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ. 14,14-22
Περισσότερα τα αρνητικά δεδομένα από τα θετικά στο σημερινό θαύμα. Ο τόπος έρημος, η ώρα περασμένη, το πλήθος πολύ, άσιτο και εξαντλημένο και η τροφή ανεπαρκής. Η ανησυχία ήταν έκδηλη στα πρόσωπα των μαθητών. Ο Λόγος, όμως, του Θεού είναι ξεκάθαρος, «ου λιμοκτονήσει Κύριος ψυχήν δικαίαν», δηλαδή δεν θα αφήσει ο Κύριος να πεινάσει η δίκαιη ψυχή. «Ει γαρ και έρημος ο τόπος, αλλ΄ ο τρέφων την οικουμένην πάρεστι». Ήταν παρών ο «τρέφων τα σύμπαντα», ο «διδούς τροφήν πάση σαρκί».
 Ο Κύριος, αφού πρώτα ικανοποίησε την πνευματική τους πείνα με τον θείο Λόγο Του, χορταίνει ύστερα με τον πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων και τη σωματική τους πείνα. Τους αφήνει, ωστόσο, να πεινάσουν υπερβολικά, προκειμένου να λάβουν μεγαλύτερη αίσθηση του θαύματος και περιμένει να Του το ζητήσουν οι μαθητές Του για να μη φανεί πως τελεί θαύματα προς εντυπωσιασμό. Μα και αφού τέλεσε το θαύμα δεν διένειμε ο Ίδιος την τροφή στο πλήθος, αλλά την έδωσε στους μαθητές Του για να την μοιράσουν εκείνοι. Η πράξη αυτή του Κυρίου έχει ένα βαθύτερο εκκλησιολογικό και ευχαριστιακό νόημα. Μας διδάσκει ότι κανείς δεν μπορεί αυτονομημένα και ατομικά να προσεγγίσει τον Θεό και να λάβει τη χάρη Του, παρά μόνο μέσα στην Εκκλησία, που είναι κιβωτός και ταμειούχος της θείας χάριτος και μέσω των ιερέων της, που είναι διάδοχοι των Αποστόλων και οικονόμοι «των μυστηρίων των πνευματικών».
 Πολλοί διαβάζοντας το θαύμα των πέντε άρτων ίσως κάνουν σκέψεις ότι ο Χριστός, αφού μπορεί να μας εξασφαλίζει τα πάντα θαυματουργικά, θα έπρεπε να επιλύσει το κοινωνικό πρόβλημα των ανθρώπων, που συνδέεται με τις βιοποριστικές τους ανάγκες, κατά τρόπο μαγικό. Αυτό θα πίστευαν και οι άνθρωποι της εποχής Του. Θα είχε δημιουργηθεί σε όλους η αίσθηση ότι βρήκαν έναν ηγέτη που θα επιλύει άμεσα τα οικονομικά και βιοτικά τους προβλήματα, θα θεραπεύει τις ασθένειές τους και θα τους απάλλασσε από την ανάγκη της εργασίας. Γι΄ αυτό και, μέσα στον έντονο ενθουσιασμό τους, ήταν έτοιμοι «ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα». Ο Κύριος, όμως, θέλοντας να αποτρέψει μια εγκοσμιοκρατική αντίληψη του έργου και της αποστολής Του, αναγκάζει τους μαθητές Του να αναχωρήσουν.
Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο Χριστός ενεργεί το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων είναι και αυτός διδακτικός. Ο Θεοφύλακτος Αχρίδος σημειώνει ότι «ο Κύριος και εκ μη όντων ηδύνατο άρτους ποιήσαι τω πλήθει αρκούντας». Είναι αναμφίλεκτο ότι Εκείνος που δημιούργησε «τα σύμπαντα εξ ουκ όντων», θα μπορούσε να θρέψει επαρκώς το πλήθος και χωρίς να χρησιμοποιήσει κάποια προϋπάρχουσα ύλη. Ωστόσο, χρησιμοποιεί τα υλικά τρόφιμα που προϋπήρχαν, τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθείς, θέλοντας να μας διδάξει ότι η ύλη δεν είναι κάτι το κακό και απορριπτέο. Ο Ίδιος δεν την περιφρονεί, ούτε την αποστρέφεται, αλλά ως δημιουργός της την τιμά, την ευλογεί και την χρησιμοποιεί για την ωφέλεια των ανθρώπων. «Ίνα μη τις δόξη την κτίσιν αλλοτρίαν είναι της αυτού σοφίας, ο Χριστός, άρτους επλήθυνεν· ει δε κακόν η κτίσις, τι ότι ο Αγαθός το κακόν επλήθυνε;» συνεχίζει ο ιερός πατήρ. Δηλαδή, για να μην θεωρηθεί ότι η ύλη δεν είναι δημιούργημα της σοφίας του Θεού, ο Χριστός πολλαπλασίασε τους άρτους που είναι υλικοί, εάν, λοιπόν, η ύλη είναι κακή, τότε πως είναι δυνατόν ο πανάγαθος Θεός να πολλαπλασίασε το κακό;
 Πολλοί κατά καιρούς ισχυρίζονται ότι ο Χριστός και η Εκκλησία ενδιαφέρονται μόνο για την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου, παραθεωρώντας την υλική. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, όμως, καταδεικνύει εναργώς ότι ο Χριστός όχι μόνο καταφάσκει, αλλά και ευλογεί την ύλη και τις ανθρώπινες ανάγκες. Η ύλη δεν είναι κάτι το αμαρτωλό ή κακό. Οι καθημερινές μας ανάγκες, όταν δεν ξεφεύγουν του μέτρου και εφόσον δεν μας οδηγούν στην αμαρτία, είναι ευλογημένες. Ο Ίδιος, άλλωστε, με τη σάρκωσή Του, ανέλαβε όλα τα «αδιάβλητα» πάθη, όπως η πείνα, η δίψα, ο κάματος και τα εξαγίασε. Στον χριστιανισμό το σώμα και η ύλη λαμβάνουν την πραγματική τους αξία. Ο χριστιανός γίνεται ο αληθινός «υλιστής» διότι ούτε υπερεκτιμά την ύλη, ούτε την υποτιμά, αλλά της δίνει την αξία που της έδωσε ο ίδιος ο Θεός με τη δημιουργία.
 Η ύλη που μας περιβάλλει υμνεί τη δόξα και τη μεγαλωσύνη του Θεού· «οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλει το στερέωμα»· και το σώμα μας, που είναι ναός και κατοικητήριο του Θεού, είναι ο μεγαλοφωνότατος κήρυκας της πρόνοιας, της αγάπης και της πανσοφίας του Θεού μέσα στη δημιουργία. Η Εκκλησία δεν περιφρονεί τα υλικά αγαθά αλλά τα ιεραρχεί. Προηγείται, σαφώς, η μένουσα τροφή και μετά ακολουθεί η πρόσκαιρη. Ο Κύριος πρώτα δίδαξε τον όχλο και μετά τους έδωσε την υλική τροφή. Ο άνθρωπος, ως αδιάσπαστη ψυχοσωματική ενότητα, δεν έχει μόνο βιολογικές ανάγκες αλλά και πνευματικές. Όπως ακριβώς το σώμα που μένει χωρίς υλική τροφή φθείρεται και πεθαίνει, έτσι και η ψυχή έχει ανάγκη από πνευματική βρώση και πόση. Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος αλλού μας επισημαίνει ότι «ουκ επ΄άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Μα και όταν στην Κυριακή προσευχή ζητούμε από τον Θεό να μας δώσει «τον άρτον τον επιούσιον» δεν εννοούμε απλώς το καθημερινό ψωμί, αλλά πρωτίστως τον «επί τη ουσία άρτον», δηλαδή τον ζωντανό άρτο, που είναι ο Ίδιος. Μέσα στην Εκκλησία επιτελείται αδιάκοπα ο υπαρξιακός χορτασμός των ανθρώπων. Ο Χριστός ως «ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς» είναι ο τρέφων και συνάμα η τροφή της ψυχής.
Η χριστιανική πίστη και ζωή είναι καθολική ευλογία και αξία, «επαγγελίαν έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης». Δέχεται τον άνθρωπο ως «ον συναμφότερον, συγκείμενον εκ ψυχής και σώματος» και τον αγιάζει ολοτελή. Ας επιρρίψωμεν, λοιπόν, στον Κύριο τη μέριμνά μας και Αυτός θα μας διαθρέψει. Αρκεί εμείς με αγαθή διάθεση να ζητούμε «πρώτον την Βασιλείαν και την δικαιοσύνην Αυτού» και όλα τα υπόλοιπα θα μας τα χορηγήσει η πρόνοιά Του.
Ιερ. Δημήτριος Κυριακίδης