Στό
χωριό Αὔρα Καλαμπάκας γεννήθηκε καί ἔζησε ὁ Σωτήρης
Βακουφτσῆς. Ἀπό μικρός ἔδειχνε ἰδιαίτερη ἀγάπη πρός τόν Θεό
καί τήν Ἐκκλησία. Ἔκανε προσευχές καί νηστεῖες καί ἄλλους
πνευματικούς ἀγῶνες χωρίς νά ἔχη κάποιον ὁδηγό ἀλλά
παρακινούμενος ἀπό τήν καρδιακή του θέρμη πρός τόν Χριστό.
Ἀργότερα βοηθήθηκε πολύ ἀπό κάποιον μακρινό συγγενῆ του,
τόν Χρῆστο Γκουντόπουλο, μεγαλύτερό του στήν ἡλικία.
Ὁ
Χρῆστος ἐργάστηκε ὡς βοσκός στήν Αὔρα γιά πολλά χρόνια. Ἀπό
μικρός εἶχε ἀνατραφῆ κοντά στό Μοναστήρι Βυτουμᾶ ὅπου ὁ
πατέρας του εἶχε γίνη καλόγερος. Ὁ Χρῆστος ἦταν πολύ ἁπλός
καί μεγάλος νηστευτής. Τίς Σαρακοστές ἔτρωγε μόνο χόρτα
μαγειρεμένα μέ καλαμπόκι ἀλεσμένο. Εἶχε ἰδιαίτερο τόπο
γιά προσευχή μέσα στό δάσος. Ἡ προσευχή του διαρκοῦσε πολλές
ὧρες. Στεκόταν ὄρθιος κρατώντας στά χέρια του μία φυλλάδα, ἂν
καί ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε δυνατή προσευχή, γι᾿ αὐτό τόν
παρακαλοῦσαν καί ἄλλοι νά προσεύχεται γιά διάφορα
προσωπικά τους θέματα. Μία φορά πῆρε πληροφορία στήν
προσευχή του ὅτι τραυματίστηκε ἕνας ἐξάδελφός του. Εἶπε
στούς συγγενεῖς του ὅτι ὁ Γιῶργος «σήμερα τραυματίστηκε ἀλλά
δέν θά πεθάνει τώρα. Πάντως ἀπό σφαῖρα θά πεθάνει». Τά ὁποῖα καί
ἔγιναν. Στό τέλος ὁ Χρῆστος προγνώρισε τόν θάνατό του. Ἔφυγε
καί πῆγε στό σπίτι ἑνός ἐξαδέλφου του, ὅπου καί ἐκοιμήθη.
Ἐπειδή
ὁ Σωτήρης εἶχε τά ἴδια ἐνδιαφέροντα μέ τόν Χρῆστο ἔκαναν
παρέα, συζητοῦσαν πνευματικά καί τόν ἀκολουθοῦσε στούς
ἀγῶνες του. Πῆρε καί ὁ Σωτήρης τό τυπικό του.
Ὅλη
ἡ ζωή τοῦ Σωτηρίου ἦταν ἀρωματισμένη μέ ἀγῶνες, προσευχή
καί εὐλάβεια. Ὑπῆρξε πολύτεκνος πατέρας, ὑποδειγματικός
οἰκογενειάρχης, φιλήσυχος καί φιλακόλουθος. Κάθε Κυριακή
μέ τήν οἰκογένειά του ἐκκλησιάζονταν, καθώς καί στίς ἑορτές.
Αὐτές τίς ἡμέρες γιά τό αἰδέσιμο τῆς ἡμέρας δέν ἤθελε οὔτε
καί νά μαγειρεύουν. Τίς καθιερωμένες νηστεῖες τίς τηροῦσε
αὐστηρά ὁ ἴδιος ἀλλά καί δέν ἐπέτρεπε σέ κανέναν τοῦ σπιτιοῦ
νά χαλάση τή νηστεία καί τήν ἀργία. Τηροῦσε μέ ἀκρίβεια τίς
ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀνεδείχθη δίκαιος καί εὐαρέστησε τόν Θεό.
Ὅλοι στό χωριό τόν σέβονταν καί ἀναγνώριζαν τήν ἀρετή του. Τόν
θεωροῦσαν σάν τόν πιό ὑποδειγματικό χριστιανό.
Ἦταν
πολύ ἐργατικός καί φιλόπονος. Δέν σύχναζε στά καφενεῖα καί
ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τήν κατάκριση. Παρά τήν φτώχεια του ἔκανε
κρυφά ἐλεημοσύνες. Ἔστελνε εὐλογίες ἀπό τούς κόπους του σέ
πτωχούς καί ἀρρώστους. Ζοῦσε μέ ἔνταση τήν πνευματική ζωή. Ὁ
νοῦς του ἦταν ἀπασχολημένος μέ τήν προσευχή καί μέ θείους
διαλογισμούς. Κάθε πρωΐ μόλις ξυπνοῦσε πλενόταν καί
κατέβαινε στήν «σούδα» (ἕνα ρεματάκι κοντά στό σπίτι του),
ὅπου εἶχε εἰδικό τόπο γιά τήν προσευχή καί τίς μετάνοιες. Τά
χέρια του εἶχαν κάνει ρόζους ἀπό τίς πολλές μετάνοιες. Ἔφερε
πάντα μαζί του στό «σωκόρφι» του (ἐσωτερική τσέπη) τήν φυλλάδα
μέ τίς διδαχές τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Ὁ ἴδιος δέν ἤξερε γράμματα
ἀλλά ἔβαζε ἄλλους βοσκούς νά τήν διαβάζουν. Ἄκουγε μέ
προσοχή τά κηρύγματα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τά τύπωνε στό καθαρό
μυαλό του καί ἔπειτα τά διηγεῖτο καί στούς ἄλλους χάριν
ὠφελείας. Παρακινοῦσε τούς ἀνθρώπους νά κάνουν καλά ἔργα.
Νέα παιδιά πού ἔβοσκαν μαζί τά πρόβατα, τά δίδασκε πῶς νά
προσεύχωνται καί τά ἔβαζε νά κάνουν μετάνοιες. Στίς
συζητήσεις τοῦ ἄρεσε νά διηγῆται βίους ἁγίων, θαύματα τῆς
Παναγίας καί γιά τήν Δευτέρα Παρουσία.
Ἔχοντας
καθαρή, ἄμεμπτη ζωή καί ἀδιάλειπτη προσευχή πολλές φορές
ἔπαιρνε κάποια «πληροφορία», δηλαδή ὁ Θεός τοῦ φανέρωνε
κάτι.
Εἶχε
ἕνα μικρό κοριτσάκι γιά τό ὁποῖο ἔλεγε: «Αὐτό θά μᾶς κάψει
τήν καρδιά». Καί μετά ἀπό λίγα χρόνια πέθανε. Ἡ ἄλλη του κόρη
εἶχε ἀρρωστήσει καί καιγόταν στόν πυρετό γιά ἕνα χρόνο. Εἶδε
τότε στόν ὕπνο του ὅτι πήγαινε στόν γιατρό καί κάποιος τοῦ
εἶπε ὅτι ὁ γιατρός εἶναι στήν πλατεῖα.
Κατάλαβε
τήν σημασία τοῦ ὀνείρου καί πῆγε τή νύχτα στήν Ἐκκλησία τοῦ
ἁγίου Ἀθανασίου, πού εἶναι δίπλα στήν πλατεῖα. Στάθηκε στό
στασίδι, προσευχήθηκε γιά λίγο καί εἶπε στήν γυναῖκα του:
«Πᾶμε νά φύγουμε, τό παιδί θά γίνη καλά». Καί ὄντως ἐνῶ πήγαιναν
γιά τό σπίτι, τό ἄφησε ὁ πυρετός.
Ἄλλη
φορά ἡ κόρη του βόσκοντας τίς γαλοποῦλες χάθηκε. Ὅλοι εἶχαν
ἀναστατωθῆ, ὁ μπαρμπα–Σωτήρης ὅμως ἦταν ἤρεμος, ἐπειδή κατά
τήν προσευχή του εἶχε πάρει πληροφορία ὅτι θά βρεθῆ τό
παιδί. Καθησύχασε τούς δικούς του λέγοντας: «Μήν ἀνησυχῆτε.
Τό παιδί θά βρῆ ἕνα δικό μας ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος θά τό φέρει ἐδῶ».
Ὅπως καί συνέβη. Ἡ κόρη του ἀποκοιμήθηκε καί πῆγε μέχρι τά
Τρίκαλα ὑπνοβατώντας. Ἐκεῖ συναντήθηκε μέ μιά θεία της ἡ ὁποία
τήν χαιρέτησε καί τῆς ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις. Τό κορίτσι
συνῆλθε καί ἄρχισε νά κλαίη. Ἡ θεία κατάλαβε τί εἶχε συμβῆ.
Τήν καθησύχασε καί τήν ἔφερε στό χωριό.
Ὁ
Θεός πού «ὑποστηρίζει τούς δικαίους» τόν βοήθησε
πληροφορώντας τον στό ὄνειρο νά μήν πωλήση τήν ἀγελάδα του πρίν
ἀπό τήν κατοχή, ὅταν ἦρθε σέ δύσκολη θέση, γιατί ἔτσι ἔσωσε
τήν οἰκογένειά του ἀπό τήν μεγάλη πεῖνα πού ἀκολούθησε. Μιά
ἄλλη φορά βρέθηκε σέ μεγάλο κίνδυνο. Μερικοί πού ἐρευνοῦσαν γιά
κρυμμένους θησαυρούς στόν Κόζιακα, τοῦ εἶχαν στήσει καρτέρι
γιά νά τόν σκοτώσουν. Ξαφνικά σηκώθηκε ἀνεμοστρόβιλος καί ἔτσι
σώθηκε.
Προγνώριζε
ἀπό καιρό τόν θάνατό του καί ἔλεγε συχνά: «Ἕνας ἀπό μᾶς τό
τρώει χαράμι», ἐννοώντας τόν ἑαυτό του. Ἐπίσης σ᾽ ἕνα γνωστό
του ἀπό τήν Λειβαδειά πού τόν ἐπεσκέπτετο κάθε χρόνο, τοῦ εἶπε
ὅτι τοῦ χρόνου πού θά ᾽ρθει, δέν θά τόν βρῆ. Καί πράγματι
ἐκοιμήθη μετά ἀπό λίγους μῆνες.
Κατά
τήν κοίμησή του, πού συνέβη στίς 20 Ἰουλίου 1966, στό πρόσωπό
του ζωγραφίστηκε μία εἰρηνική καί γαλήνια ἔκφραση, σημεῖον
ἀναντίρρητο τῆς μεγάλης του ἀρετῆς. Ἄφησε ἄριστο
ὑπόδειγμα καλοῦ καί ἐναρέτου χριστιανοῦ. Ὠφέλησε πολλούς μέ
τήν ἁγία του βιοτή καί τίς ἁπλές ἀλλά σωτήριες νουθεσίες
του.
Ὁ καλός Θεός εἴθε νά τάξη τήν ψυχή του μέ τούς ἀπ᾿ αἰῶνος δικαίους καί ἁγίους. Ἀμήν.