Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Τίς Σα­ρα­κο­στές ἔ­τρω­γε μό­νο χόρ­τα μα­γει­ρε­μέ­να μέ κα­λαμ­πό­κι ἀ­λε­σμέ­νο...

Ασκητές μέσα στον Κόσμο Α’ – η΄. Σωτήριος Βακουφτσῆς
Στό χω­ριό Αὔ­ρα Κα­λαμ­πά­κας γεν­νή­θη­κε καί ἔ­ζη­σε ὁ Σω­τή­ρης Βα­κουφ­τσῆς. Ἀ­πό μι­κρός ἔ­δει­χνε ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­γά­πη πρός τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­κα­νε προ­σευ­χές καί νη­στεῖ­ες καί ἄλ­λους πνευ­μα­τι­κούς ἀ­γῶ­νες χω­ρίς νά ἔ­χη κά­ποι­ον ὁ­δη­γό ἀλ­λά πα­ρα­κι­νού­με­νος ἀ­πό τήν καρ­δια­κή του θέρ­μη πρός τόν Χρι­στό. Ἀρ­γό­τε­ρα βο­η­θή­θη­κε πο­λύ ἀ­πό κάποιον μα­κρι­νό συγ­γε­νῆ του, τόν Χρῆ­στο Γκουντό­που­λο, με­γα­λύ­τε­ρό του στήν ἡ­λι­κία­.
Ὁ Χρῆ­στος ἐρ­γά­στη­κε ὡς βο­σκός στήν Αὔ­ρα γιά πολ­λά χρό­νια. Ἀ­πό μι­κρός εἶ­χε ἀ­να­τρα­φῆ κοντά στό Μο­να­στή­ρι Βυ­του­μᾶ ὅ­που ὁ πα­τέ­ρας του εἶ­χε γί­νη κα­λό­γε­ρος. Ὁ Χρῆ­στος ἦ­ταν πο­λύ ἁ­πλός καί με­γά­λος νη­στευ­τής. Τίς Σα­ρα­κο­στές ἔ­τρω­γε μό­νο χόρ­τα μα­γει­ρε­μέ­να μέ κα­λαμ­πό­κι ἀ­λε­σμέ­νο. Εἶ­χε ἰ­δι­αί­τε­ρο τό­πο γι­ά προ­σευ­χή μέ­σα στό δά­σος. Ἡ προ­σευ­χή του δι­αρ­κοῦ­σε πολ­λές ὧ­ρες. Στε­κό­ταν ὄρ­θιος κρα­τώντας στά χέ­ρια του μί­α φυλ­λά­δα, ἂν καί ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τος. Εἶ­χε δυ­να­τή προ­σευ­χή, γι᾿ αὐ­τό τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν καί ἄλ­λοι νά προ­σεύ­χε­ται γιά δι­ά­φο­ρα προ­σω­πι­κά τους θέ­μα­τα. Μί­α φο­ρά πῆ­ρε πλη­ρο­φο­ρί­α στήν προ­σευ­χή του ὅ­τι τραυ­μα­τί­στη­κε ἕ­νας ἐ­ξά­δελ­φός του. Εἶ­πε στούς συγ­γε­νεῖς του ὅ­τι ὁ Γι­ῶρ­γος «σή­με­ρα τραυ­μα­τί­στη­κε ἀλ­λά δέν θά πε­θά­νει τώ­ρα. Πάντως ἀ­πό σφαῖ­ρα θά πε­θά­νει». Τά ὁποῖα καί ἔγι­ναν. Στό τέ­λος ὁ Χρῆ­στος προ­γνώ­ρι­σε τόν θά­να­τό του. Ἔφυ­γε καί πῆ­γε στό σπί­τι ἑ­νός ἐ­ξα­δέλ­φου του, ὅπου καί ἐκοι­μή­θη.
Ἐ­πει­δή ὁ Σω­τή­ρης εἶ­χε τά ἴδια ἐν­δι­α­φέ­ροντα μέ τόν Χρῆ­στο ἔ­κα­ναν πα­ρέ­α, συ­ζη­τοῦ­σαν πνευ­μα­τι­κά καί τόν ἀκο­λου­θοῦ­σε στούς ἀγῶ­νες του. Πῆ­ρε καί ὁ Σω­τή­ρης τό τυ­πι­κό του.
Ὅλη ἡ ζω­ή τοῦ Σω­τη­ρί­ου ἦ­ταν ἀ­ρω­μα­τι­σμέ­νη μέ ἀγῶ­νες, προ­σευ­χή καί εὐ­λά­βεια. Ὑ­πῆρ­ξε πο­λύ­τε­κνος πα­τέ­ρας, ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κός οἰ­κο­γε­νειά­ρχης, φι­λή­συ­χος καί φι­λα­κό­λου­θος. Κά­θε Κυ­ρια­κή μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του ἐκ­κλη­σι­ά­ζονταν, κα­θώς καί στίς ἑ­ορ­τές. Αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες γι­ά τό αἰ­δέ­σι­μο τῆς ἡ­μέ­ρας δέν ἤ­θε­λε οὔ­τε καί νά μα­γει­ρεύ­ουν. Τίς κα­θι­ε­ρω­μέ­νες νη­στεῖ­ες τίς τη­ροῦ­σε αὐ­στη­ρά ὁ ἴ­διος ἀλ­λά καί δέν ἐ­πέ­τρε­πε σέ κα­νέ­ναν τοῦ σπι­τιοῦ νά χα­λά­ση τή νη­στεί­α καί τήν ἀρ­γί­α. Τη­ροῦ­σε μέ ἀ­κρί­βεια τίς ἐντο­λές τοῦ Θε­οῦ, ἀ­νε­δεί­χθη δί­και­ος καί εὐ­α­ρέ­στη­σε τόν Θε­ό. Ὅ­λοι στό χω­ριό τόν σέ­βονταν καί ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν τήν ἀ­ρε­τή του. Τόν θε­ω­ροῦ­σαν σάν τόν πιό ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κό χρι­στια­νό.
Ἦ­ταν πο­λύ ἐρ­γα­τι­κός καί φι­λό­πο­νος. Δέν σύ­χνα­ζε στά κα­φε­νεῖ­α καί ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πι­με­λῶς τήν κα­τά­κρι­ση. Πα­ρά τήν φτώ­χεια του ἔ­κα­νε κρυ­φά ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Ἔ­στελ­νε εὐ­λο­γί­ες ἀ­πό τούς κό­πους του σέ πτω­χούς καί ἀρ­ρώ­στους. Ζοῦ­σε μέ ἔντα­ση τήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Ὁ νοῦς του ἦ­ταν ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νος μέ τήν προ­σευ­χή καί μέ θεί­ους δι­α­λο­γι­σμούς. Κά­θε πρω­ΐ μό­λις ξυ­πνοῦ­σε πλε­νό­ταν καί κα­τέ­βαι­νε στήν «σού­δα» (ἕ­να ρε­μα­τά­κι κοντά στό σπί­τι του), ὅ­που εἶ­χε εἰ­δι­κό τό­πο γι­ά τήν προ­σευ­χή καί τίς με­τά­νοι­ες. Τά χέ­ρια του εἶ­χαν κά­νει ρό­ζους ἀ­πό τίς πολ­λές με­τά­νοι­ες. Ἔ­φε­ρε πάντα μα­ζί του στό «σω­κόρ­φι» του (ἐ­σω­τε­ρι­κή τσέ­πη) τήν φυλ­λά­δα μέ τίς δι­δα­χές τοῦ ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ. Ὁ ἴ­διος δέν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα ἀλ­λά ἔ­βα­ζε ἄλ­λους βο­σκούς νά τήν δι­α­βά­ζουν. Ἄ­κου­γε μέ προ­σο­χή τά κη­ρύγ­μα­τα τοῦ ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ, τά τύ­πω­νε στό κα­θα­ρό μυα­λό του καί ἔπειτα τά δι­η­γεῖ­το καί στούς ἄλ­λους χά­ριν ὠ­φε­λεί­ας. Πα­ρα­κι­νοῦ­σε τούς ἀν­θρώ­πους νά κά­νουν κα­λά ἔρ­γα. Νέ­α παι­διά πού ἔ­βο­σκαν μα­ζί τά πρό­βα­τα, τά δί­δα­σκε πῶς νά προ­σεύ­χω­νται καί τά ἔ­βα­ζε νά κά­νουν με­τά­νοι­ες. Στίς συ­ζη­τή­σεις τοῦ ἄ­ρε­σε νά δι­η­γῆ­ται βί­ους ἁ­γί­ων, θαύ­μα­τα τῆς Πα­να­γί­ας καί γιά τήν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α.
Ἔ­χοντας κα­θα­ρή, ἄ­μεμ­πτη ζω­ή καί ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή πολ­λές φο­ρές ἔ­παιρ­νε κά­ποι­α «πλη­ρο­φο­ρί­α», δη­λα­δή ὁ Θε­ός τοῦ φα­νέ­ρω­νε κά­τι.
Εἶ­χε ἕ­να μι­κρό κο­ρι­τσά­κι γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­λε­γε: «Αὐ­τό θά μᾶς κά­ψει τήν καρ­διά». Καί με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια πέ­θα­νε. Ἡ ἄλ­λη του κό­ρη εἶ­χε ἀρ­ρω­στή­σει καί και­γό­ταν στόν πυ­ρε­τό γι­ά ἕ­να χρό­νο. Εἶ­δε τό­τε στόν ὕ­πνο του ὅ­τι πή­γαι­νε στόν για­τρό καί κά­ποι­ος τοῦ εἶ­πε ὅ­τι ὁ για­τρός εἶ­ναι στήν πλα­τεῖ­α.
Κα­τά­λα­βε τήν ση­μα­σί­α τοῦ ὀ­νεί­ρου καί πῆ­γε τή νύ­χτα στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, πού εἶ­ναι δί­πλα στήν πλα­τεῖ­α. Στά­θη­κε στό στα­σί­δι, προ­σευ­χή­θη­κε γι­ά λί­γο καί εἶ­πε στήν γυ­ναῖ­κα του: «Πᾶ­με νά φύ­γου­με, τό παι­δί θά γί­νη κα­λά». Καί ὄντως ἐνῶ πή­γαι­ναν γιά τό σπί­τι, τό ἄ­φη­σε ὁ πυ­ρε­τός.
Ἄλ­λη φο­ρά ἡ κό­ρη του βό­σκοντας τίς γα­λο­ποῦ­λες χά­θη­κε. Ὅ­λοι εἶ­χαν ἀ­να­στα­τω­θῆ, ὁ μπαρ­μπα–Σω­τή­ρης ὅμως ἦ­ταν ἤ­ρε­μος, ἐ­πει­δή κα­τά τήν προ­σευ­χή του εἶ­χε πά­ρει πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι θά βρε­θῆ τό παι­δί. Κα­θη­σύ­χα­σε το­ύς δι­κούς του λέ­γοντας: «Μήν ἀ­νη­συ­χῆ­τε. Τό παι­δί θά βρῆ ἕ­να δι­κό μας ἄν­θρω­πο ὁ ὁ­ποῖ­ος θά τό φέ­ρει ἐ­δῶ». Ὅ­πως καί συ­νέ­βη. Ἡ κό­ρη του ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε καί  πῆ­γε μέ­χρι τά Τρί­κα­λα ὑ­πνο­βα­τώντας. Ἐ­κεῖ συ­ναντή­θη­κε μέ μιά θεί­α της ἡ ὁποία τήν χαι­ρέ­τη­σε καί τῆς ἔ­κα­νε διά­φο­ρες ἐ­ρω­τή­σεις. Τό κο­ρί­τσι συ­νῆλ­θε καί ἄρ­χι­σε νά κλαί­η. Ἡ θεί­α κα­τά­λα­βε τί εἶ­χε συμ­βῆ. Τήν κα­θη­σύ­χα­σε καί τήν ἔ­φε­ρε στό χω­ριό.
Ὁ Θε­ός πού «ὑ­πο­στη­ρί­ζει τούς δι­καί­ους» τόν βο­ή­θη­σε πλη­ρο­φο­ρώ­ντας τον στό ὄνειρο νά μήν πω­λή­ση τήν ἀ­γε­λά­δα του πρίν ἀ­πό τήν κα­το­χή, ὅταν ἦρ­θε σέ δύ­σκο­λη θέ­ση, για­τί ἔ­τσι ἔ­σω­σε τήν οἰ­κο­γέ­νειά του ἀ­πό τήν με­γά­λη πεῖ­να πού ἀ­κο­λού­θη­σε. Μιά ἄλλη φορά βρέ­θη­κε σέ μεγάλο κίν­δυ­νο. Μερικοί πού ἐ­ρευ­νοῦ­σαν γι­ά κρυμ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς στόν Κό­ζια­κα, τοῦ εἶ­χαν στή­σει καρ­τέ­ρι γιά νά τόν σκο­τώ­σουν. Ξαφνικά ση­κώ­θη­κε ἀ­νε­μο­στρό­βι­λος καί ἔτσι σώ­θη­κε.
Σωτήριος Βακουφτσῆς
Προ­γνώ­ρι­ζε ἀ­πό και­ρό τόν θά­να­τό του καί ἔ­λε­γε συ­χνά: «Ἕ­νας ἀ­πό μᾶς τό τρώ­ει χα­ρά­μι», ἐν­νο­ώντας τόν ἑ­αυ­τό του. Ἐ­πί­σης σ᾽ ἕ­να γνω­στό του ἀ­πό τήν Λει­βα­δειά πού τόν ἐ­πε­σκέ­πτε­το κά­θε χρό­νο, τοῦ εἶ­πε ὅ­τι τοῦ χρό­νου πού θά ᾽ρθει, δέν θά τόν βρῆ. Καί πράγ­μα­τι ἐ­κοι­μή­θη με­τά ἀ­πό λί­γους μῆ­νες.
Κα­τά τήν κοί­μη­σή του, πού συ­νέ­βη στίς 20 Ἰ­ου­λί­ου 1966, στό πρό­σω­πό του ζω­γρα­φί­στη­κε μί­α εἰ­ρη­νι­κή καί γα­λή­νια ἔκ­φρα­ση, ση­μεῖ­ον ἀ­ναντίρ­ρη­το τῆς με­γά­λης του ἀ­ρε­τῆς. Ἄ­φη­σε ἄ­ρι­στο ὑ­πό­δειγ­μα κα­λοῦ καί ἐ­να­ρέ­του χρι­στια­νοῦ. Ὠ­φέ­λη­σε πολ­λούς μέ τήν ἁ­γί­α του βι­ο­τή καί τίς ἁ­πλές ἀλ­λά σω­τή­ρι­ες νου­θε­σί­ες του.
Ὁ κα­λός Θε­ός εἴ­θε νά τά­ξη τήν ψυ­χή του μέ τούς ἀπ᾿ αἰ­ῶ­νος δι­καί­ους καί ἁ­γί­ους. Ἀ­μήν.