Σ’ ένα καινούργιο ιστολόγιο, άρχισε η καταχώριση από τον γράφοντα μιας αδημοσίευτης νουβέλας με τίτλο «Χρυσένια: η μάγισσα της Αθήνας – Το Τάγμα των Λιονταριών».
Πρόκειται για μια νεανική περιπέτεια φαντασίας, στην οποία εμπλέκονται η μαγεία και η εκκλησία, τα ξωτικά και οι άγγελοι, οι σκοτεινές αδελφότητες με τις νοσηρές λατρείες και η πνευματικότητα των ορθόδοξων μοναστηριών – οι κρυφοί σατανιστές και οι κρυφοί άγιοι.
Θεού θέλοντος, η ιστορία θα δημοσιευτεί κεφάλαιο προς κεφάλαιο και είναι στη διάθεση του αναγνώστη, να τη διαβάσει δωρεάν. Η διεύθυνση του ιστολογίου είναι https://xryseniabook.blogspot.com/ και ο υπότιτλος «ΠΡΟΣΟΧΗ: Όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο θα έχει μυηθεί σε μιαν απαγορευμένη γνώση». Στο ιστολόγιο δεν θα δημοσιεύονται σχόλια.
Έτσι η Χρυσένια απέκτησε ένα διαδικτυακό σπίτι. Το χτίσιμο του σπιτιού έγινε με τη βοήθεια του εκλεκτού φίλου μου Γ.Μ.Β. (ιστολόγιο ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ) και το ψηφιακό εξώφυλλο σχεδιάστηκε από την εξαίρετη γραφίστρια κυρία Αγλαΐα Γαργανίδου, που είχε δημιουργήσει και την ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου μας Σημειώσεις για το Ισλάμ (http://www.euxh.gr/images/PDF/Shmeioseis_gia_to_islam.pdf). Το παραδίδω σ’ εσάς, σε όσους αγαπούν τη λογοτεχνία του φανταστικού, τη λογοτεχνία φαντασίας. Ελπίζω να σας αρέσει. Καλή ανάγνωση.
Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου
Κάθε καλλιτέχνης και λογοτέχνης εμπνέεται από τον πολιτισμό και την παράδοσή του, για να δημιουργήσει τα έργα του. Αν ήμουν Κινέζος, προφανώς θα έβαζα βουδιστές μοναχούς να πολεμούν ενάντια στο Κακό. Αν ήμουν Αφρικανός ή ιθαγενής της Αμερικής, σαμάνους. Αφού είμαι Έλληνας, είναι φυσικό να βάζω ορθόδοξους μοναχούς – που είναι συγχρόνως και πολεμιστές.
Το περίεργο είναι ότι υπάρχει γύρω μας ωκεανός περιπετειών φαντασίας με βουδιστές μοναχούς, σαμάνους ή ακόμη και μάγους, που πολεμούν ενάντια στο Κακό, αλλά δε βλέπουμε ιστορίες από τη δική μας παράδοση, με δικούς μας ήρωες, ορθόδοξους χριστιανούς. Αφού λοιπόν διάβασα ένα σωρό άσχετα, θέλησα και να διαβάσω κάτι δικό μας. Και, αφού δεν υπάρχει, για να το διαβάσω, έπρεπε πρώτα να το γράψω.
Το έγραψα, το διάβασα και τώρα σκέφτομαι να το μοιραστώ μαζί σας. Ελπίζω να σας αρέσει… Ελπίζω επίσης να μην προσκρούσει στην προκατάληψη ότι μόνο τα ξένα είναι συναρπαστικά, ενώ τα δικά μας δεν αξίζουν, ή στην άλλη προκατάληψη, ότι δική μας είναι μόνο η αρχαία Ελλάδα, των σπουδαίων φιλοσόφων, των άγριων ηρώων και των σκληρών θεών, και όχι η νεώτερη και η σύγχρονη Ελλάδα των ορθόδοξων χριστιανών παππούδων μας, αλλά και εκείνων που ζουν γύρω μας, τους οποίους λίγοι παρατηρούμε, ενώ οι περισσότεροι τους αγνοούμε… Αυτή είναι η «απαγορευμένη γνώση» (απαγορευμένη, επειδή είναι επαναστατική και, ως εκ τούτου, επικίνδυνη), όπου έγραψα στο εξώφυλλο πως θα σας μυήσω.
Σας εύχομαι λοιπόν καλό διάβασμα και… σας προειδοποιώ ότι, επειδή μου άρεσε η ιστορία, έχω ξεκινήσει να γράφω και δεύτερη…
Δυο σύντομα αποσπάσματα από την αρχή του έργου
Ας πούμε πως το πρώτο προορίζεται κυρίως για εκείνους που κάτι ξέρουν από την πνευματική παράδοση του χριστιανισμού, ενώ το δεύτερο για εκείνους που αγαπούν τις περιπέτειες μαγείας και τα ξωτικά.
1. Η εναρκτήρια σκηνή του έργου: 6+1 άντρες στο ματωμένο άλσος
Κάτω από την πανσέληνο, σκεπασμένοι με τα νεκρικά πέπλα της, έξι άντρες τρύπωσαν στο Άλσος των Χελωνών, οπλισμένοι με μπαλτάδες και ξίφη, γεμάτα σκαλισμένα μυστικά σύμβολα.
Τα ζωάκια απομακρύνονταν τρέχοντας ή λούφαζαν φοβισμένα μόλις πλησίαζαν τα βήματά τους. Οι σκιές τους μάκραιναν ανάμεσα στα δέντρα κι οι ψιλόλιγνες σιλουέτες τους, ντυμένες στα μαύρα, ενέπνεαν απειλή.
Αμίλητοι, με σταθερό βήμα, έφτασαν σε μια πυκνοφυτεμένη γωνιά. Εκεί, όρθιος, έξω απ’ τη σαραβαλιασμένη καλύβα του, τους περίμενε ο εχθρός τους. Ή μάλλον, εκείνοι ήταν εχθροί του, γιατί αυτός αγαπούσε όλο τον κόσμο και τους αγαπούσε κι εκείνους, αν και ήξερε ποιον υπηρετούσαν, ήξερε τι είχαν έρθει να κάνουν, ήξερε και ποιο θα ήταν το τέλος. Και προσευχόταν.
Στάθηκαν ένα γύρω σφίγγοντας τα αρχαία όπλα τους. Ήξεραν κι αυτοί, επίσης, πως ήταν απρόσβλητος στις δυνάμεις τους, γιατί δούλευε μέσα στην καρδιά του η Ευχή· όμως δε μπορούσαν να μην προσπαθήσουν. Άπλωσαν τ’ αριστερό τους χέρι κι έριξαν καταπάνω του μια ομοβροντία σκοτεινής μαγείας! Οι δυνάμεις δεν τον πλησίασαν καν· εξοστρακίστηκαν σε μιαν αόρατη ασπίδα που τον περικύκλωνε και τον προστάτευε· στη δύναμη του Ονόματος.
Ο άντρας άπλωσε τα χέρια και πρόφερε την Ευχή του Ιησού, την προσευχή του Ονόματος:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
Στο άκουσμά του οι έξι ζαλίστηκαν, λύθηκαν τα γόνατά τους, έπεσαν γονατιστοί στα χώματα σαν άψυχες κούκλες. Τα ζωάκια πρόβαλαν δειλά απ’ τις φωλίτσες τους, με ξαφνική ελπίδα, να δουν την έκβαση.
Τότε ο διάβολος έριξε στο νου του μια σκέψη παγίδα:
“Είμαι παντοδύναμος. Με μια κίνηση τους έριξα κάτω! Μπορώ να κουνήσω τα χέρια και να τους εκτινάξω είκοσι μέτρα μακριά! Μπορώ να ζητήσω βοήθεια απ’ το Θεό και να κατεβούν πεντακόσιοι άγγελοι να με βοηθήσουν!”
Χωρίς καν η καρδιά του να σκιρτήσει, έδιωξε τη σκέψη. Μετά από δεκαετίες άσκησης και προσευχής, ήξερε πια να ελέγχει απόλυτα το νου του και να μην αφήνει παράνομες σκέψεις να τον προσβάλλουν.
“Δόξα τω Θεώ”. Αυτό μόνο σκέφτηκε.
Κατέβασε τα χέρια του χαλαρώνοντας την επίθεση της Ευχής. Για κλάσμα του δευτερολέπτου σκέφτηκε: “Κύριε, συγχώρεσέ με· συγχώρεσέ τους”.
Αμέσως οι έξι τινάχτηκαν σα βέλη με τα όπλα υψωμένα και ρίχτηκαν πάνω του. Ο πιο σβέλτος, μ’ ένα μόνο χτύπημα, του έκοψε το κεφάλι.
Σ’ όλο το δήμο έγινε αμέσως διακοπή ρεύματος. Το άλσος όμως φεγγοβόλησε ολόκληρο και το φως φάνηκε χιλιόμετρα μακριά – ένα δευτερόλεπτο μέρας στην καρδιά της νύχτας. Και μια απίστευτη μοσχοβολιά απλώθηκε σ’ όλη την περιοχή· όσοι ήταν ξύπνοι την ένιωσαν, και την ένιωσαν κι όλοι όσοι ξύπνησαν το άλλο πρωί. Την ένιωσε κι ο Ινδός καθαριστής που βρήκε το αποκεφαλισμένο σώμα, βαθιά χαράματα. Την ένιωσαν κι οι αστυνομικοί και οι ρεπόρτερς που μαζεύτηκαν από νωρίς, για να ερευνήσουν το έγκλημα…
Η ιστορία μας αρχίζει ένα χρόνο πριν το παραπάνω συμβάν.
2. Η αρχή του Κεφαλαίου 1
Γνώρισα την Ήβη όταν εκείνη ήταν επτά χρονών κι εγώ εννιά. Συναντηθήκαμε με τις μητέρες μας σε μια επίσκεψη στο ζωολογικό κήπο. Αμέσως κατάλαβα πως κάτι ξεχωριστό υπήρχε σ’ αυτήν· και προσδιόρισα εύκολα τι ήταν, λόγω των δικών μου ξεχωριστών χαρισμάτων – ενωνόταν με τα ζώα.
Γίναμε φίλες αμέσως. Και την άλλη μέρα συναντηθήκαμε και στο σχολείο. Από τότε είμαστε αχώριστες.
Από τις γυναίκες της οικογένειάς μου κληρονόμησα το μαγικό χάρισμα. Η μητέρα μου δεν ασχολείται μ’ αυτό, αντίθετα με τη μητέρα της Ήβης· δεν το αντιλαμβάνεται καν. Εγώ όμως το αντιλήφθηκα πολύ νωρίς – δε θυμάμαι πότε ακριβώς – όταν πρωτάρχισα να βλέπω τα μικρά ξωτικά που πετούσαν έξω απ’ το παράθυρό μου σαν πυγολαμπίδες μέσα στη νύχτα.
Μετά, άρχισα να διαβάζω τα αρχαία βιβλία που κρύβονταν σε απόμερες γωνιές στο σπίτι της γιαγιάς μου, περιμένοντας να τ’ ανακαλύψω· σύντομα κατάλαβα πως όλα ήταν αληθινά, γοητεύτηκα κι άρχισα να εφαρμόζω απλά ξόρκια, αντί να παίζω με κούκλες στο δωμάτιό μου. Κανείς δεν ήξερε τον εξαίσιο κόσμο, στον οποίο ζούσα· και προ παντός τον αγνοούσε η μητέρα μου· οπωσδήποτε, δε μπορούσα να της τον φανερώσω, προκαλώντας της πανικό.
Στη γειτονιά, στο δρόμο, στο σχολείο, έβλεπα τις δυνάμεις και τα μαγικά όντα πίσω από τα αντικείμενα ή μέσα σ’ αυτά. Και ξεχώρισα και μερικούς φίλους, που είχαν χαρίσματα παρόμοια με τα δικά μου. Η Ήβη ήταν η πρώτη. Αλλά στην πρώτη γυμνασίου συνάντησα και τον Άλκιμο.
Οι τρεις μας γίναμε μια δυνατή συντροφιά. Και η μητέρα της Ήβης, η κυρία Ηλέκτρα, που ήταν κάτοχος και φύλακας της μυστικής σοφίας, έγινε η δασκάλα και η προστάτιδά μας, ενώ ο Φοίβος, ένα αγόρι πολύ πιο μεγάλο από μας, φίλος του Άλκιμου, έγινε ο οδηγός μας.
Εκείνοι μας ξενάγησαν σε όλους τους μαγικούς τόπους της Αθήνας και γύρω από την Αθήνα. Γνωρίσαμε ομάδες που ασκούσαν μαγεία κάθε είδους, που γνώριζαν και διαιώνιζαν μυστικές τέχνες, επικοινωνούσαν με άγνωστους κόσμους ή λάτρευαν διάφορους θεούς. Μυηθήκαμε σε πανάρχαιες λατρείες, αναβιωμένες από ελίτ εκλεκτών, από έφηβους ή ηλικιωμένους, περιθωριακούς ή αριστοκράτες· συμμετείχαμε σε τελετές, συνομιλήσαμε με νεράιδες και δαίμονες· συνδεθήκαμε με τη Μητέρα Γη.
Αυξήσαμε τις δυνάμεις μας· αποχτήσαμε δύναμη.
Η μαγεία είναι μια θρησκεία. Η Ήβη ήταν εξαρχής βαφτισμένη σ’ αυτήν, από τη μητέρα της, που ήταν ιέρεια. Βαφτιστήκαμε κι εμείς, εγκαταλείποντας το μωρουδιακό βάφτισμά μας, που έτσι κι αλλιώς δε σήμαινε ποτέ τίποτα. Και εγώ, συγκεκριμένα, όταν έφτασα δεκατεσσάρων ετών, έγινα ιέρεια της Άρτεμης.
Δεν είχα δει ποτέ ανθρώπινη θυσία μέχρι τότε. Και πέρασε ακόμη αρκετός καιρός πριν δω. Ουσιαστικά, δεν πίστευα πως γίνονται στ’ αλήθεια ανθρωποθυσίες· τις θεωρούσα συκοφαντία θρησκόληπτων χριστιανών ή, έστω, κατάλοιπα περιθωριακής δαιμονολατρίας, που η δική μας λατρεία, του Φωτός και της Γης, είχε πολεμήσει και εξαλείψει. Όπως η μητέρα μου νόμιζε πως παίζω παιδικά και εφηβικά παιχνίδια, ενώ εγώ ιερουργούσα στα ποτάμια, τα σπήλαια και τα ιερά άλση, δίπλα στις πολυκατοικίες ή τις εργατικές συνοικίες, έτσι κι εμείς είχαμε γαλουχηθεί από τους πραγματικούς γονείς μας, τις μάγισσες και τους μάγους, με ένα θεϊκό ανθρωπιστικό ιδεώδες, που έθετε ως στόχο της μαγείας την ισχυροποίηση του ανθρώπου. Για την ακρίβεια, τη θεοποίηση του ανθρώπου – αυτό που καταδίκασε ο Θεός της Βίβλου, όταν ο όφις το υποσχέθηκε στους πρωτοπλάστους· ο Θεός, που ήθελε τους ανθρώπους υποταγμένους στην άγνοια, όπως τους έπλασε.
Τι όμορφο που ήταν να ελευθερώνεσαι από την κηδεμονία του Θεού! Ήσουν μετά εσύ θεός, και όλα τα πλάσματα το αναγνώριζαν· ζώα και φυτά υποτάσσονταν σε σένα, μαγικά πλάσματα υποκλίνονταν μπροστά σου ή έρχονταν από το μυστικό τους κόσμο για να τα δεις και να τους μιλήσεις.
Και κάποια στιγμή, ήμουν στη δευτέρα λυκείου, έγιναν δυο γεγονότα που άλλαξαν τα πάντα και γκρέμισαν τη ζωή μου, για να μεταμορφωθώ σε κάτι άλλο, σα χρυσαλίδα. Αυτό προσδοκούσα, αλλά η μεταμόρφωσή μου ήταν αντίθετη απ’ αυτό που περίμενα και πολύ πιο οδυνηρή.
Διάβασα στο Ίντερνετ πως ένα λιοντάρι κατασπάραξε μια κοιμισμένη οικογένεια, μπαίνοντας από το ανοιχτό παράθυρο. Αυτό ήταν το ένα περιστατικό.
Το άλλο ήταν ότι γνώρισα τον Αλέξη.