Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Η ευγένεια. Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου



Μεγάλο κεφάλαιο ἡ εὐγένεια γιά τόν πιστό ἄνθρωπο.
Συνήθως ὅμως, ἡ συμπαθητική αὐτή ἀρετή τῆς εὐγενείας, μπαίνει ἀπό τούς πολλούς στό περιθώριο, καί θεωρεῖται μία ὑπόθεσι ξεπερασμένη, πού γιά νά σταθῆς σήμερα, πρέπει νά σέ διακρίνη τό θράσος, ἡ ἐλευθεροστομία καί ἡ ἀναίδεια.
Ἡ εὐγένεια, θεωρεῖται σήμερα, νόμισμα ἀπηρχαιομένο, πού θέσι δέν ἔχει στήν σύγχρονη ζωή.
Ὡστόσο, οἱ ἀντιλήψεις αὐτές προδίδουν παρακμή καί ἐκφυλισμό στίς ἀνθρώπινες κοινωνικές σχέσεις.
Ἡ εὐγένεια ποτέ δέν ξεπέφτει, ὅπως κι’ ἡ μάνα πού τή γέννησε, ἡ ἀγάπη, γιατί γνήσιο παιδί τῆς ἀγάπης εἶναι.
Ἡ εὐγένεια συγκαταλέγεται στό σύνολο τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν καί εἶναι ὁ δείκτης τῆς πνευματικῆς καλλιεργείας.
Ἡ διατήρησι τῆς εὐγενείας, τόσο στή δημόσια ὅσο καί στήν ἰδιωτική ζωή εἶναι κάτι ἀρκετά δύσκολο.
Λίγοι ἄνθρωποι μποροῦν νά καυχηθοῦν ὅτι διατηροῦν τήν εὐγένειά τους καί στόν ἰδιωτικό καί ἀπόλυτα προσωπικό τους βίο.
Ἕνας τέτοιος στάθηκε ὁ Ἀπ. Παῦλος. Φυλακισμένος στή Ρώμη, γράφει στή Β΄ του Ἐπιστολή στόν Τιμόθεο: «Σύ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλία, τῇ ἀγωγή, τῇ προθέσει…» – γ΄ 10-.
Ἐσύ παιδί μου, τοῦ γράφει, ἔζησες τήν διαγωγή μου καί ἀντελήφθης τίς ἐσώτατές μου προθέσεις.
Σπάνιο πρᾶγμα, νά μπορῆ κανείς νά προβάλη στούς συνεργάτας του, σέ κείνους μάλιστα πού τόσο καιρό ἔζησαν μαζῆ του, μία ζωή ἁγία πού νά λαμπυρίζη μέσα ἀπό τό κρύσταλλο τῆς εὐγενείας του. Θά πρέπει, ὅσοι πλησίασαν τόν Ἀπόστολο, νά ἔφευγαν διαφορετικοί.
Εἶχε ἕνα κάτι, πού αἰχμαλώτιζε τούς συνομιλητάς του. Ἤ καλύτερα, ἦταν ὁ ἴδιος κάτι. Ἦταν εὐγενής.
Ἡ εὐγένεια πάντοτε καλλιεργήθηκε ἀπό τά γνήσια χριστιανικά ἀναστήματα. Ἀντικαθρεπτίζει δέ πάντοτε, τήν ἐσωτερική ὀμορφιά τῆς ψυχῆς.
Εὐγένεια, δέν εἶναι ἡ ὑψηλή καταγωγή, ἀλλά ἡ καλλιεργημένη ψυχή. Μπορεῖ κανείς νά εἶναι εὐγενής στήν καταγωγή, καί δοῦλος στήν ψυχή.
Ἡ εὐγένεια δέν κάνει διακρίσεις. Εἶναι ἡ ἴδια γιά ὅλους. Συμπεριφέρεται καλά, τόσο στόν διάσημο ἄνθρωπο, ὅσο καί στόν ἄσημο. Στόν μικρό, ἐξ’ ἴσου καί στόν μεγάλο.Ὅπως ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς», ἔτσι καί ἡ εὐγένεια δέν ζητᾶ τά ἴσα γιά νά προφερθῆ.
Προσφέρεται ὅ,τι κι’ ἄν συναντήση μπροστά της. Πουθενά δέν συναντᾶς τήν ἀληθινή ἀγάπη χωρίς τήν εὐγένεια. Καί ποτέ δέν βρίσκεις τήν ἀληθινή εὐγένεια χωρίς τήν ἀγάπη.
Ἡ εὐγένεια εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό ὄμορφους ἀνθούς τῆς ἀγάπης.
Εἶναι τό ξεχείλισμα ὅ,τι ὡραίου υπάρχει μέσα στην καρδιά. Κατορθώνει, ὅ,τι δέν πετυχαίνει ἡ βία και ἡ ἀγένεια. «Μία σταγόνα μέλι, μαζεύει πιό πολλές μῦγες, παρά ἕνα βαρέλι ξύδι», λέει μία ξένη παροιμία.
Ἡ εὐγένεια ἀκόμη, εἶναι καί μεταδοτική. Ὑποβάλλει, ὑποχρεώνει, ἐμπνέει, ἐπιβάλλεται. Ἡ παρουσία της σοῦ δίδει τό αἴσθημα ὅτι βρίσκεσαι στό χῶρο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐγένεια, πραγματικά κατέχει τό μυστικό τῆς κοινωνικῆς κατακτήσεως.
Χαρακτηριστικά τῆς εὐγενείας εἶναι ἡ πραότης, ἡ ἐξυπηρετικότης, ἡ ἀνοικτή καρδιά, ἡ φιλοξενία, τό καλόκαρδο μειδίαμα, ἡ ἁπλοχεριά, ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ εἰλικρίνεια, ἡ ἀγάπη, ἡ διακριτικότης.
Τό «εὐχαριστῶ», ἐγκάρδιο καί εἰλικρινές, εἶναι τό «σῆμα κατατεθέν» της.
Ἡ Ἁγία Γραφή προσφέρει μερικές συμπυκνωμένες προτροπές γι’ αὐτήν:
«Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πώς δεῖ ὑμᾶς ἐνί ἐκάστω ἀποκρίνεσθαι» – Κολ.δ΄ 6.-
«Τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» -Ρώμ. ιβ΄ 10.-
«Εὐχάριστοι γίνεσθε» – Κολ.γ΄ 15.
«Ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε» – Α΄ Πέτρου α΄ 15.-
«Τύπος γίνου τῶν πιστῶν, ἐν λόγω, ἐν ἀναστροφῇ ……… ἐν ἀγάπη»- A΄ Τιμ. δ΄12.-
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, βαθειά καλλιέργησαν τήν εὐγένεια. Ἡ ἔρημος πού κατοικήθηκε ἀπό Ἀσκητάς, μετεβλήθη σ’ ἕνα ἀπέραντο σαλόνι ἀπό ἀνθρώπους ἀληθινά εὐγενεῖς καί ἀνωτέρους.
Εὐγένεια δεμένη, μέ ὅλο τόν πλοῦτο τῆς χριστιανικῆς των καρδιᾶς. Μερικά δείγματα γραμμένα ἀπό μιά γνήσια ψυχή τῆς ἐρήμου, τόν Ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σῦρο, φανερώνουν τό βάθος καί τήν ἔκτασι αὐτῆς τῆς λαμπρῆς ἀρετῆς.
Μέ τήν παράθεσι μερικῶν ἀπ’ αὐτά, θά κλείσωμε καί τό θέμα μας.
«Ἔχε τήν γλώσσα σου καλή καί ἀτιμία δέν θά σέ συναπαντήση».
«Ἀπόκτησε χείλη γλυκά, καί ὅλους φίλους θά τούς ἔχης».
«Μίκρυνε τόν ἑαυτό σου μπροστά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θά ὑψωθῆς πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ἄρχοντας τούτου τοῦ κόσμου».
«Πρότρεχε ὅλους στόν χαιρετισμό καί θά τιμηθῆς πιό πολύ ἀπό κείνους πού προσφέρουν πολύτιμο χρυσάφι».
«Καταφρόνησε τήν τιμή γιά νά τιμηθῆς, καί μή τήν ἀγαπήσης γιά νά μήν ἀτιμασθῆς».
«Μή ἀηδιάσης τήν δυσοσμία τῶν ἀρρώστων καί μάλιστα τῶν πτωχῶν, γιατί καί σύ σῶμα φέρεις» .
«Ὅταν συναντήσης κάποιον, ἀνάγκασε τόν ἑαυτό σου νά τόν τιμήση πιό πάνω ἀπ’ ὅ,τι ἀξίζει. Χαιρέτισέ τον θερμά. Παίνεσέ τον. Ὅταν ἀπομακρυνθῆ, πές γι αὐτόν κάθε καλό καί τίμιο λόγο. Μέ τόν τρόπο αὐτόν θά τόν κάνης καλύτερον ἀπ’ ὅ,τι εἶναι. Πάντοτε ὁ τρόπος αὐτός νά σέ χαρακτηρίζη. Νά εἶσαι δηλαδή εὐπροσήγορος πάντοτε καί νά ἀποδίδης τήν τιμή σέ ὅλους».
«Μή διακόψης τόν συνομιλητή σου γιά νά πῆς τή γνώμη σου σάν ἀμαθής καί ἀπαίδευτος».
«Μή ξεγυμνώνεσαι μπροστά στούς ἄλλους».
«Ἀπομακρύνου ἀπό τήν παρρησία (τήν ὑπερβολική οἰκειότητα) σάν ἀπό τόν θάνατο».
«Μή φτύσης μπροστά σέ ἄλλους. Ὅταν θές νά βήξης, σρτέψε τό πρόσωπό σου πίσω».
«Μέ σωφροσύνη φάγε καί πιές ὅπως ἁρμόζη σέ παιδιά τοῦ Θεοῦ».
«Μήν ἁπλώσης τό χέρι σου νά πάρης κάτι μπροστά ἀπό τούς ἄλλους, μέ ἀναίδεια».
«Ἐάν φιλοξενήσης κάποιον, πρότρεψέ τον μία καί δυό φορές νά φάγη, καθισμένος καί σύ συνεσταλμένα μαζῆ του στό τραπέζι».
«Ὅταν χασμουριέσαι, βάλε μπροστά τό χέρι σου. Κρατῶντας τήν ἀναπνοή σου θά σοῦ περάση».
«Ὅταν μπῆς στό σπίτι ἐκείνου πού σέ φιλοξενεῖ μή στρέφης ἀπό δῶ κι’ ἀπό κεῖ τά μάτια σου ἐξετάζοντας τά γύρω ἀντικείμενα» .
«Μή μπῆς αἰφνίδια σέ ξένο σπίτι ἤ δωμάτιο, ἀλλά νά κρούσης προηγουμένως ἀπ’ ἔξω, κι’ ἀφοῦ προτραπῆς νά μπῆς, τότε πέρασε μέ πολλή εὐλάβεια».
«Μέ ἠρεμία ἄνοιξε καί κλεῖσε, τόσο τή δική σου πόρτα, ὅσο καί τήν ξένη».
«Μή περπατᾶς ἄτακτα καί τρεχαλέα, ἐκτός ἄν βιάζεσαι πολύ».
«Κουβεντίαζε μέ ὅλους ἥρεμα».
«Μέ σωφροσύνη κύτταζε τούς ἄλλους, καί τά μάτια σου μή τά χορτάσης ἀπό τό κύτταγμα ξένου προσώπου».
«Ὅταν βαδίζης μέ ἀνωτέρους σου, μή τούς προσπερνᾶς στό βάδισμα».
«Κάθε σου φυσική ἀνάγκη μέ εὐλάβεια νά τήν ὑπηρετήσης ντρεπόμενος τόν Φύλακά σου Ἄγγελο».
«Φυλάξου ἀπό τά μικρά γιά νά μή πέσης στά μεγάλα».
«Νά θεωρῆς ξένο τόν ἑαυτό σου ὅπου κι’ ἄν βρεθῆς, γιά νά μπορέσης νά ἀπαλλαγῆς ἀπό τή ζημιά πού κάνει ἡ παρησία».
Askitikon