Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Θαυμαστὴ ἐμφάνιση τοῦ ὁσίου Παϊσίου στήν Αὔρα Καλαμπάκας

(...) Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς θὰ ἀναφερθῆ μόνο ἕνα θαῦμα τοῦ Ὁσίου ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἐπιτελεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὶς πρεσβεῖες του. Ἡ θαυμαστὴ ἐμφάνιση τοῦ ὁσίου Παϊσίου ἔγινε στὸν Μεσσιάρη Εὐάγγελο στὴν Αὔρα Καλαμπάκας, στὶς 15 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 2019, ἡμέρα Κυριακή. Ἄς ἀφήσουμε νὰ μᾶς διηγηθῆ ὁ ἴδιος την ἐμφάνιση τοῦ Ὁσίου, ὅπως τὴν ἔζησε.
«Ἤμουν μέσα στὸ σπίτι καὶ ἔπαιζα μὲ τὸ κινητό μου. Κάποια στιγμὴ μὲ φώναξε ὁ πατέρας μου καὶ μοῦ εἶπε, «ἔλα νὰ δεῖς». Ἀνοίγω τὴν πόρτα, βγαίνω ἔξω καὶ βλέπω στὸν δρόμο ἕνα μεγάλο λεωφορεῖο μὲ ἐπιβάτες.
Μένω στὸ πρῶτο σπίτι μετὰ τὸ ἐργοστάσιο χαλιῶν καὶ μετὰ ἀπὸ μένα ὁ δρόμος σὲ μεγάλα ὀχήματα ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδο. Ἔπρεπε τὸ λεωφορεῖο νὰ κάνη πίσω περίπου 1,5 μὲ 2 χιλιόμετρα μὲ ἀνηφόρα καὶ κατηφόρα.
Εἶπα τὸν πατέρα μου, ὅτι «ἔχασε τὸν δρόμο δὲν πειράζει, θὰ φύγη. Άστο.» Καὶ μπῆκα πάλι μέσα στὸ σπίτι. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζα μὲ τὸ κινητό, βλέπω ἕνα ὅραμα-μία ὀπτασία. Βλέπω ἕναν Γέροντα μὲ ράσα καὶ ἄσπρα γένια καὶ μοῦ λέει:
-Παιδί μου, γιατί παίζεις μὲ τὸ κινητό; Δὲν βλέπεις ὅτι οἱ ἄνθρωποι θέλουν βοήθεια; Σὲ παρακαλῶ, πήγαινε ἔξω νὰ βοηθήσης τοὺς ἀνθρώπους. Χρειάζονται τὴν βοήθειά σου,
Ἄφησα τὸ κινητό μου, πῆρα τὸ μηχανάκι καὶ πῆγα στὸν ὁδηγὸ τοῦ λεωφορείου. Μοῦ λέει:
-Πέρασε, θὰ κάνω πίσω.
-Ξέρω, τοῦ λέω, ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω. Ποῦ πηγαίνεις; Μοῦ λέει:
-Πάω στὸν Ἅγιο Γεώργιο Αὔρας, στὸ Μοναστήρι πάνω. Τοῦ λέω:
-Θὰ σὲ βοηθήσω ἐγὼ νὰ κάνης πίσω.
-Ἐντάξει, μοῦ λέει, πέρνα καὶ κάνε μὲ κουμάντο.
Εἶδα ὅλους τους ἐπιβάτες προσεύχονταν, ἔκαναν τὸν σταυρό τους. Πῆγα ἀπὸ πίσω, ἔκανα κουμάντο τὸν ὁδηγὸ σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, μέχρι κάτω στὸ ἐργοστάσιο στὴν διασταύρωση ἔκανε ὄπισθεν, Πέρασε περίπου μισὴ ὥρα; Μὲ 40 λεπτά. Φθάσαμε στὸ ἐργοστάσιο καὶ τοῦ λέω, ἔλα πίσω ἀπὸ μένα, θὰ σὲ δείξω ἐγὼ τὸν δρόμο πῶς νὰ πᾶς στὸν Ἅγιο Γεώργιο, στὸ Μοναστήρι.
Μὲ ἀκολούθησε, περάσαμε μέσα ἀπὸ τὸ χωριό, ἀπὸ τὴν πλατεῖα, βγήκαμε στὰ τελευταῖα σπίτια πάνω. Τοῦ λέω, «ἀπὸ δῶ θὰ πάς γιὰ τὸ μοναστήρι. Εἶναι περίπου 4,5 χιλιόμετρα, καὶ ἔχει χωματόδρομο, νὰ πᾶς σιγά-σιγά. Ἔχει ἀνηφόρα καὶ ἔχει κατηφόρα. Θὰ σοῦ δώσω καὶ τὸ κινητό μου, ἅμα χρειαστῆς κάτι, πᾶρε μὲ τηλέφωνο».
-Ἐντάξει, μοῦ λέει.
Μία κυρία ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ μοῦ εἶπε:
-Παιδὶ μ' καλό, νὰ ζήσης χίλια χρόνια.
Ποιὸς σ' ἔστειλε, παιδὶ μ';
-Πηγαίνετε τῆς λέω, καλὸ ταξίδι, καλὰ νὰ περάσετε καὶ καλὴ συνέχεια.
Ἔφυγα μετά, πῆγα στὸ σπίτι, μετὰ δέ..., μετά...., τότε κατάλαβα..., τί ἔγινε τώρα, σκέφτηκα: «Τί εἶδα τώρα! Ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ Γέροντας ποὺ ἐμφανίστηκε;». Ἀνατρίχιασα, ἄρχισα νὰ κλαίω, δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τί ἔγινε. Καὶ μετὰ λέω, «θὰ ρωτήσω τὴν κυρία Βάσω». Πῆγα ἀμέσως καὶ τῆς λέω, ἔλα νὰ σοῦ πῶ τί εἶδα. Ἕνα ὅραμα, μία ὀπτασία.
-Τί, τί εἶδες; Μοῦ λέει. Λέω:
- Ἐκεῖ ποὺ καθόμουν καὶ ἔπαιζα μὲ τὸ κινητό, εἶδα ἕναν Γέροντα μὲ ράσα καὶ ἄσπρα γένια. Καὶ μοῦ εἶπε αὐτὸ καὶ αὐτὸ καὶ τὰ διηγήθηκα ὅλα. Μοῦ λέει:
-Τί ἄλλο εἶδες; Λέω:
- Αὐτὸς ὁ Γέροντας καθόταν σ' ἕνα κούτσουρο.
-Σὲ κούτσουρο, ἦταν;
-Ναί, σὲ κούτσουρο.
-Ἦταν ὁ πάτερ Παΐσιος. Αὐτὸς εἶχε κούτσουρα καὶ καθόταν καὶ ὑποδεχόταν τὸν κόσμο. Πράγματι, αὐτὸς ἦταν, ὅπως διαπίστωσα, ὅταν εἶδα φωτογραφία του,
Μετὰ ἔφυγα, πῆγα στὸ σπίτι. Μὲ πῆρε τηλέφωνο ἡ κυρία Βάσω, εἶχε πάρει τὸν Ἡγούμενο, τοῦ εἶπε ἀναλυτικὰ ὅλα καὶ μετὰ ὁ Ἡγούμενος τὰ διηγήθηκε στοὺς ἐπισκέπτες καὶ ἡ κυρία ποὺ ἦταν ὑπεύθυνη στὸ λεωφορεῖο εἶπε ὅτι ἐγὼ προσευχήθηκα στὸν ἅγιο Παΐσιο νὰ μᾶς βοηθήση νὰ πᾶμε στὸν Ἅγιο Γεώργιο, γιατί ἦταν κρίμα ποὺ κάναμε τόσα χιλιόμετρα ἀπὸ Θεσσαλονίκη καὶ δὲν θὰ βλέπαμε τὸ Μοναστήρι».