-«Παππούλη, παππούλη!!!»
Γυρνώ και βλέπω την κυρά Μαρία (τυχαίο όνομα).
Την πλησιάζω, η χαρά που με είδε ζωγραφισμένη στο σκαμμένο απ’ το υνί του χρόνου και του πόνου προσωπάκι της…
Εκείνη η χαρά η δυνατή…
Εκείνη που τα χείλη χαμογελούν και τα μάτια δακρύζουν…
-«Τι κάνεις, είσαι καλά; χαθήκαμε…»
-«Παππούλη μου, πολύ στεναχωρούμαι… θέλω να’ ρθω στην Εκκλησιά….»
-«Μη ανησυχείς βρε, θα’ έρθεις, δεν βάζει απουσίες ο Χριστός όπως σας έπαιρνε ο δάσκαλος εκείνα τα χρόνια τις Κυριακές»
Σκύβει κοντά μου και με την φωνή σπασμένη (από το παράπονο) και χαμηλωμένη σαν το μικρό παιδί που ψιθυρίζει κάποιο μυστικό στην θεία, στην νονά (να μην τα’ ακούσει η μαμά) και μου λέγει:
-« Δεν νομίζω να έρθω σύντομα, δεν μ’ αφήνει η Κόρη λόγω αυτού του ιού…..
Και φοβάμαι... εάν αργήσουν οι γιατροί να βρουν λύση, εγώ τι θα απογίνω;
Δεν ξέρω πόσο λάδι έχει το καντήλι της ζωής μου, μα ήθελα όσο έχει να το κάψω για τον Χριστό μας, στην Εκκλησιά Του….»
-« Έχει ο Θεός, κυρά Μαριά μου…..»
Ένοιωσα ότι δεν την χόρτασε ο λόγος μου….
-« Σαν περνάω από το σπιτικό σου θα σου χτυπώ το παραθύρι να τα λέμε καμιά φορά ε;»
-« Αχ, ναι παππούλη μου, μακάρι, όποτε θες, στάσου μια στιγμή έχω φτιάξει μαρμελάδα για τα παιδιά….»
-« Σ’ ευχαριστώ κυρα Μαρία, την γλύκα του Χριστού μας να ’χεις!»
Ένα χάδι στο μελιτζανί(!!!) μαλάκι της και την άφησα πίσω μου…..
Ένοιωθα το βλέμμα της, το γεμάτο λαχτάρα (για το επόμενό μας ραντεβού) να μ’ ακολουθεί μέχρι την στροφή του δρόμου….
Αχ… Χριστέ μου, έγινε ο φόβος μας φυλακή δίχως το Φως, το Οξυγόνο Σου…..