ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Δίδοντας ἐντολὲς ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του ἔλεγε:
«Μὴ κτήσησθε χρυσὸν µηδὲ ἄργυρον µηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑµῶν,» (Ματθ. 10,9). Ἤτοι: Μὴ ἀποκτήσετε χρυσᾶ οὔτε ἀργυρᾶ οὔτε χαλκᾶ νοµίσµατα, τὰ ὁποῖα νὰ φυλάττετε εἰς τὰς ζώνας σας. Δηλ. ἀποφεύγετε τὴν φιλαργυρία. Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι φοβερό. Μᾶς συμβουλεύει ὁ θεῖος Χρυσόστομος στὴν ΝΘ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ»:
«Φοβερότερο ἀπὸ κάθε τυραννίδα εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Γιατί καμμιὰ εὐχαρίστηση δὲν ἔχει, ἀλλ’ ἔχει φροντίδες καὶ φθόνους κι ἐπιβουλὲς καὶ μῖσος καὶ συκοφαντίες καὶ μύρια ἐμπόδια γιὰ τὴν ἀρετή, ὅπως ρᾳθυμία, ἀσέλγεια, πλεονεξία, μέθη, πράγματα ποὺ καὶ τοὺς ἐλεύθερους τοὺς κάνουν δούλους καὶ χειρότερους καὶ ἀπ’ τοὺς ἀγορασμένους δούλους, καὶ δούλους ὄχι ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τοῦ πιὸ φοβεροῦ ἀπ’ τὰ πάθη καὶ τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς».
Στὸν Εὐεργετινὸ διαβάζουμε τί συμβουλεύουν οἱ Ἅγιοι Γέροντες:
• Ὁ Προφήτης Ἀββακούμ ἐλεεινολογεῖ τοὺς φιλαργύρους· «Οὐαὶ ὁ πληθύνων ἑαυτῷ τὰ οὐκ ὄντα αὐτοῦ» (Ἀββακ. β΄ 6)· διότι πράγματι ἐκεῖνος, ποὺ συγκεντρώνει χρήματα, θησαυρίζει πράγματα, τὰ ὁποῖα ἐντὸς ὀλίγου, ὅταν ἀποθάνη, δὲν θὰ ἀνήκουν πλέον εἰς αὐτόν. Μὲ τοὺς δύο προηγουμένους ἄνδρας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Ἀπόστολον Ἰάκωβον καὶ τὸν Προφήτην Ἀββακούμ, συμφωνῶν καὶ ὁ Προφητάναξ Δαβὶδ λέγει: «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὅς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐπήλπισεν ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι αὐτοῦ» (Ψαλμ. να΄, 9).
• Ἂς ἀποφύγωμεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὸ φοβερὸν αὐτὸ πάθος, ποὺ κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ μὴ αἰσθάνεται συμπάθειαν, τοῦ ἐμπνέει μῖσος πρὸς τοὺς ἄλλους, τοῦ καταστρέφει ὅλας τὰς -πρὸς τὸν Θεὸν ἐλπίδας καὶ εἶναι ἡ αἰτία- ὅλων τῶν κακῶν. Ἂς ἀκούσωμεν τὸν Ἀπόστολον, ποὺ λέγει· «Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμόθ. ς΄ 10). Ἂς κλείσωμεν μέσα εἰς τὰ στήθη μας τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν ἀκτημοσύνην. (Μάτθ. ι΄ 9). Ἡ ἀκτημοσύνη, ἐπειδὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ὕλην καὶ τὰς φροντίδας τῶν χρημάτων, καθιστᾶ τὸν ἀκτήμονα πρόθυμον εἰς τὰς πνευματικὰς ἀσκήσεις καὶ ἐλαφρὸν καὶ τὸν ἀναβιβάζει εἰς τὸν οὐρανόν.
• Δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον ἂς ἐμπιστευθῶμεν εἰς τὸν Θεὸν τὴν συντήρησιν τοῦ σώματος ἡμῶν· τοιουτοτρόπως ἀποδεικνύομεν ὅτι ἐμπιστευόμεθα εἰς Ἐκεῖνον καὶ τὰς πνευματικάς μας ἀνάγκας, διότι Αὐτὸς φροντίζει καὶ μεριμνᾶ δι’ ἡμᾶς καὶ γνωρίζει ἀπὸ ποῖα πράγματα ἔχομεν ἀνάγκην, πρὶν ἡμεῖς τὸ ζητήσωμεν ἀπὸ Αὐτόν.
• Ὅταν κάποτε ρώτησαν τὸν Ἅγιο Παΐσιο γιὰ τὸ θέμα τῆς τσιγκουνιᾶς, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, ὅπως καταγράφεται στὸ βιβλίο: «Λόγοι π. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου» Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου Σουρωτής, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε τὰ ἑξῆς:
«- Μερικοί, Γέροντα, ἀπὸ τὴν τσιγκουνιὰ μένουν νηστικοί.
– Μόνον νηστικοί; Ἦταν ἕνας ἔμπορος πλούσιος ποὺ εἶχε ἕνα μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ ἔκοβε μὲ τὸν σουγιὰ στὰ τρία ἐκεῖνα τὰ σπίρτα τὰ πλακέ!
Μία ἄλλη πολὺ πλούσια εἶχε ἕνα θειαφοκέρι. Κρατοῦσε κάρβουνα καὶ ἔπαιρνε μὲ τὸ θειαφοκέρι ἀπὸ τὰ κάρβουνα νὰ ἀνάψη τὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴ ξοδέψη κανένα σπίρτο. Καὶ εἶχε σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία. Δὲν λέω νὰ εἶναι κανεὶς σπάταλος, ἀλλὰ τουλάχιστον, ὅταν κάποιος εἶναι σπάταλος, ἂν τοῦ ζητήσης κάτι, εὔκολα θὰ σοῦ τὸ δώση. Ἂν εἶναι τσιγκούνης, θὰ λυπᾶται νὰ σοῦ τὸ δώση.
Ἦταν μία φορά δύο νοικοκυρὲς καὶ συζητοῦσαν στὴν γειτονιὰ γιὰ σαλάτες, γιὰ ξίδια καὶ πάνω στὴν συζήτηση εἶπε ἡ μία: «Ἔχω πολὺ καλὸ ξίδι». Μία φορά χρειάσθηκε ἡ ἄλλη ἡ φουκαριάρα λίγο ξίδι καὶ πῆγε νὰ τῆς ζητήση. «Ἄκου ἐδῶ, τῆς λέει ἐκείνη, ἐγώ, ἂν τὸ ἔδινα, δὲν θὰ εἶχα ξίδι ἑπτὰ χρόνων!». Καλὰ εἶναι καὶ νὰ κάνη οἰκονομία κανεὶς καὶ νὰ δίνη. Οἰκονόμος δὲν θὰ πῆ τσιγκούνης. Ὁ πατέρας μου χρήματα δὲν κρατοῦσε. Στὰ Φάρασα δὲν εἶχαν ξενοδοχεῖο – τὸ σπίτι μας ἦταν σὰν ξενοδοχεῖο. Ὅποιος ἐρχόταν στὸ χωριό, στὸν πρόεδρο θὰ πήγαινε νὰ μείνη. Θὰ ἔτρωγε, θὰ τοῦ ἔπλεναν τὰ πόδια, θὰ τοῦ ἔδιναν καὶ κάλτσες καθαρές.
Τώρα, βλέπω ὅτι καὶ σὲ μερικὰ προσκυνήματα ἔχουν ἀποθῆκες ὁλόκληρες μὲ κανδήλια καὶ δὲν λένε: «Ἔχουμε, μὴ μᾶς δίνετε ἄλλα». Αὐτὰ οὔτε μποροῦν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν οὔτε νὰ τὰ πουλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δίνουν. Ὅταν ἀρχίση νὰ μαζεύη κανείς, δένεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώση. Ἂν ὅμως ἀρχίση, νὰ μὴ μαζεύη πράγματα καὶ τὰ δίνη, τότε θὰ μαζευθῆ ἡ καρδιὰ στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. Μία χήρα νὰ μὴ ἔχη χρήματα νὰ ἀγοράση ἕνα πήχη ὕφασμα νὰ ντύση τὰ παιδιά της, καὶ ἐγὼ νὰ μαζεύω! Πῶς νὰ τὸ ἀνεχθῶ αὐτό; Στὸ Καλύβι δὲν ἔχω οὔτε πιάτα οὔτε κατσαρόλια, τενεκεδάκια ἔχω. Προτιμῶ ἕνα πεντακοσάρικο νὰ τὸ δώσω σὲ ἕνα φοιτητή, νὰ πάη ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο, παρὰ νὰ πάρω κάτι γιὰ μένα. Ἂν δὲν μαζεύης, ἔχεις εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὅταν δίνης κάτι γιὰ εὐλογία, παίρνεις εὐλογία. Ἡ εὐλογία γεννάει εὐλογία!».
«Μὴ κτήσησθε χρυσὸν µηδὲ ἄργυρον µηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑµῶν,» (Ματθ. 10,9). Ἤτοι: Μὴ ἀποκτήσετε χρυσᾶ οὔτε ἀργυρᾶ οὔτε χαλκᾶ νοµίσµατα, τὰ ὁποῖα νὰ φυλάττετε εἰς τὰς ζώνας σας. Δηλ. ἀποφεύγετε τὴν φιλαργυρία. Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι φοβερό. Μᾶς συμβουλεύει ὁ θεῖος Χρυσόστομος στὴν ΝΘ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ»:
«Φοβερότερο ἀπὸ κάθε τυραννίδα εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Γιατί καμμιὰ εὐχαρίστηση δὲν ἔχει, ἀλλ’ ἔχει φροντίδες καὶ φθόνους κι ἐπιβουλὲς καὶ μῖσος καὶ συκοφαντίες καὶ μύρια ἐμπόδια γιὰ τὴν ἀρετή, ὅπως ρᾳθυμία, ἀσέλγεια, πλεονεξία, μέθη, πράγματα ποὺ καὶ τοὺς ἐλεύθερους τοὺς κάνουν δούλους καὶ χειρότερους καὶ ἀπ’ τοὺς ἀγορασμένους δούλους, καὶ δούλους ὄχι ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τοῦ πιὸ φοβεροῦ ἀπ’ τὰ πάθη καὶ τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς».
Στὸν Εὐεργετινὸ διαβάζουμε τί συμβουλεύουν οἱ Ἅγιοι Γέροντες:
• Ὁ Προφήτης Ἀββακούμ ἐλεεινολογεῖ τοὺς φιλαργύρους· «Οὐαὶ ὁ πληθύνων ἑαυτῷ τὰ οὐκ ὄντα αὐτοῦ» (Ἀββακ. β΄ 6)· διότι πράγματι ἐκεῖνος, ποὺ συγκεντρώνει χρήματα, θησαυρίζει πράγματα, τὰ ὁποῖα ἐντὸς ὀλίγου, ὅταν ἀποθάνη, δὲν θὰ ἀνήκουν πλέον εἰς αὐτόν. Μὲ τοὺς δύο προηγουμένους ἄνδρας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Ἀπόστολον Ἰάκωβον καὶ τὸν Προφήτην Ἀββακούμ, συμφωνῶν καὶ ὁ Προφητάναξ Δαβὶδ λέγει: «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὅς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐπήλπισεν ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι αὐτοῦ» (Ψαλμ. να΄, 9).
• Ἂς ἀποφύγωμεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὸ φοβερὸν αὐτὸ πάθος, ποὺ κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ μὴ αἰσθάνεται συμπάθειαν, τοῦ ἐμπνέει μῖσος πρὸς τοὺς ἄλλους, τοῦ καταστρέφει ὅλας τὰς -πρὸς τὸν Θεὸν ἐλπίδας καὶ εἶναι ἡ αἰτία- ὅλων τῶν κακῶν. Ἂς ἀκούσωμεν τὸν Ἀπόστολον, ποὺ λέγει· «Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμόθ. ς΄ 10). Ἂς κλείσωμεν μέσα εἰς τὰ στήθη μας τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν ἀκτημοσύνην. (Μάτθ. ι΄ 9). Ἡ ἀκτημοσύνη, ἐπειδὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ὕλην καὶ τὰς φροντίδας τῶν χρημάτων, καθιστᾶ τὸν ἀκτήμονα πρόθυμον εἰς τὰς πνευματικὰς ἀσκήσεις καὶ ἐλαφρὸν καὶ τὸν ἀναβιβάζει εἰς τὸν οὐρανόν.
• Δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον ἂς ἐμπιστευθῶμεν εἰς τὸν Θεὸν τὴν συντήρησιν τοῦ σώματος ἡμῶν· τοιουτοτρόπως ἀποδεικνύομεν ὅτι ἐμπιστευόμεθα εἰς Ἐκεῖνον καὶ τὰς πνευματικάς μας ἀνάγκας, διότι Αὐτὸς φροντίζει καὶ μεριμνᾶ δι’ ἡμᾶς καὶ γνωρίζει ἀπὸ ποῖα πράγματα ἔχομεν ἀνάγκην, πρὶν ἡμεῖς τὸ ζητήσωμεν ἀπὸ Αὐτόν.
• Ὅταν κάποτε ρώτησαν τὸν Ἅγιο Παΐσιο γιὰ τὸ θέμα τῆς τσιγκουνιᾶς, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, ὅπως καταγράφεται στὸ βιβλίο: «Λόγοι π. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου» Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου Σουρωτής, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε τὰ ἑξῆς:
«- Μερικοί, Γέροντα, ἀπὸ τὴν τσιγκουνιὰ μένουν νηστικοί.
– Μόνον νηστικοί; Ἦταν ἕνας ἔμπορος πλούσιος ποὺ εἶχε ἕνα μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ ἔκοβε μὲ τὸν σουγιὰ στὰ τρία ἐκεῖνα τὰ σπίρτα τὰ πλακέ!
Μία ἄλλη πολὺ πλούσια εἶχε ἕνα θειαφοκέρι. Κρατοῦσε κάρβουνα καὶ ἔπαιρνε μὲ τὸ θειαφοκέρι ἀπὸ τὰ κάρβουνα νὰ ἀνάψη τὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴ ξοδέψη κανένα σπίρτο. Καὶ εἶχε σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία. Δὲν λέω νὰ εἶναι κανεὶς σπάταλος, ἀλλὰ τουλάχιστον, ὅταν κάποιος εἶναι σπάταλος, ἂν τοῦ ζητήσης κάτι, εὔκολα θὰ σοῦ τὸ δώση. Ἂν εἶναι τσιγκούνης, θὰ λυπᾶται νὰ σοῦ τὸ δώση.
Ἦταν μία φορά δύο νοικοκυρὲς καὶ συζητοῦσαν στὴν γειτονιὰ γιὰ σαλάτες, γιὰ ξίδια καὶ πάνω στὴν συζήτηση εἶπε ἡ μία: «Ἔχω πολὺ καλὸ ξίδι». Μία φορά χρειάσθηκε ἡ ἄλλη ἡ φουκαριάρα λίγο ξίδι καὶ πῆγε νὰ τῆς ζητήση. «Ἄκου ἐδῶ, τῆς λέει ἐκείνη, ἐγώ, ἂν τὸ ἔδινα, δὲν θὰ εἶχα ξίδι ἑπτὰ χρόνων!». Καλὰ εἶναι καὶ νὰ κάνη οἰκονομία κανεὶς καὶ νὰ δίνη. Οἰκονόμος δὲν θὰ πῆ τσιγκούνης. Ὁ πατέρας μου χρήματα δὲν κρατοῦσε. Στὰ Φάρασα δὲν εἶχαν ξενοδοχεῖο – τὸ σπίτι μας ἦταν σὰν ξενοδοχεῖο. Ὅποιος ἐρχόταν στὸ χωριό, στὸν πρόεδρο θὰ πήγαινε νὰ μείνη. Θὰ ἔτρωγε, θὰ τοῦ ἔπλεναν τὰ πόδια, θὰ τοῦ ἔδιναν καὶ κάλτσες καθαρές.
Τώρα, βλέπω ὅτι καὶ σὲ μερικὰ προσκυνήματα ἔχουν ἀποθῆκες ὁλόκληρες μὲ κανδήλια καὶ δὲν λένε: «Ἔχουμε, μὴ μᾶς δίνετε ἄλλα». Αὐτὰ οὔτε μποροῦν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν οὔτε νὰ τὰ πουλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δίνουν. Ὅταν ἀρχίση νὰ μαζεύη κανείς, δένεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώση. Ἂν ὅμως ἀρχίση, νὰ μὴ μαζεύη πράγματα καὶ τὰ δίνη, τότε θὰ μαζευθῆ ἡ καρδιὰ στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. Μία χήρα νὰ μὴ ἔχη χρήματα νὰ ἀγοράση ἕνα πήχη ὕφασμα νὰ ντύση τὰ παιδιά της, καὶ ἐγὼ νὰ μαζεύω! Πῶς νὰ τὸ ἀνεχθῶ αὐτό; Στὸ Καλύβι δὲν ἔχω οὔτε πιάτα οὔτε κατσαρόλια, τενεκεδάκια ἔχω. Προτιμῶ ἕνα πεντακοσάρικο νὰ τὸ δώσω σὲ ἕνα φοιτητή, νὰ πάη ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο, παρὰ νὰ πάρω κάτι γιὰ μένα. Ἂν δὲν μαζεύης, ἔχεις εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὅταν δίνης κάτι γιὰ εὐλογία, παίρνεις εὐλογία. Ἡ εὐλογία γεννάει εὐλογία!».