Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

Μάν­να ἐξ οὐ­ρα­νοῦ μᾶς στέλ­νει ὁ Θε­ός καί μᾶς τρέ­φει...

Πατήρ Βασίλειος ὁ θαυματουργός 

Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’

    Στήν ἁ­γι­ο­τό­κο Καπ­πα­δο­κί­α γεν­νή­θη­κε, ἔ­ζη­σε καί ἐ­κοι­μή­θη ὁ πα­πα–Βα­σί­λης. Κα­τά τίς μαρ­τυ­ρί­ες συγ­χω­ρια­νῶν του γεν­νή­θη­κε στό Κον­τζούκ ἢ Γκöλ­τζύκ (Λί­μνα) πού βρί­σκε­ται 65 χι­λι­ό­με­τρα Ν–ΝΔ τῆς Και­σά­ρειας, γι᾽ αὐ­τό τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν ὁ πα­πα–­­­­­­Βα­σί­λης ὁ Κοντζι­κλῆς γιά νά τόν ξε­χω­ρί­ζουν ἀ­πό τούς πολ­λούς ἄλ­λους πού εἶ­χαν τό ἴ­διο ὄ­νο­μα.

    Ὁ Βα­σί­λει­ος Κοντζι­κλῆς ἔ­λα­βε σύ­ζυ­γο τήν Σουλ­τά­να ἀ­πό τό χω­ριό Σαρ­μου­σα­κλί (Χα­μιντι­έ). Ἀπέ­κτη­σαν τέσ­σε­ρα ἀ­γό­ρια καί πε­ρισ­σό­τε­ρα κο­ρί­τσια. Ὁ Βα­σί­λει­ος πρίν γί­νη ἱ­ε­ρέ­ας ἔ­ζη­σε γι­ά ἕ­να δι­ά­στη­μα μα­ζί μέ ἀ­σκη­τές πού ὑ­πῆρ­χαν στά μέ­ρη του, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ἔ­μα­θε νά νη­στεύ­η αὐ­στη­ρά καί νά προ­σεύ­χε­ται πο­λύ. Αὐ­τά τά τη­ροῦ­σε στήν με­τέ­πει­τα ἱ­ε­ρα­τι­κή του δι­α­κο­νί­α.
   Ὁ Βα­σί­λει­ος, ἔ­χοντας ἔμ­φυ­τη κλί­ση πρός τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη, χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρέ­ας γύ­ρω στά 1830[1] στό χω­ριό Τσάτ, τό βο­ρει­ό­τε­ρο ἀ­πό τά Ἑλ­λη­νι­κά χω­ριά τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας, πέ­ρα ἀ­πό τόν Ἅ­λυ πο­τα­μό. Σ᾿ αὐ­τό τό χω­ριό ζοῦ­σαν μα­ζί Ρω­μιοί, Τοῦρ­κοι καί Ἀρ­μέ­νιοι. Με­τά τήν ἐκδίωξη τῶν Ἀρ­με­νί­ων  καί τήν ἐγ­κα­τά­στα­ση τῶν Τσερ­κέ­ζων στά σπί­τια τῶν Ἀρ­με­νί­ων, οἱ Ρω­μιοί πι­ε­ζό­με­νοι ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τό χω­ριό καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στό τουρ­κό­φω­νο ἑλ­λη­νι­κό χω­ριό Τασ­λίκ, 31 χι­λι­ό­με­τρα νο­τί­ως τοῦ Τσάτ.
    Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης εἶχε φό­βο Θε­οῦ, εὐ­λά­βεια, πί­στη με­γά­λη καί προ­σή­λω­ση (ἀ­φο­σί­ω­ση) στά ἱ­ε­ρα­τι­κά του κα­θή­κοντα. Ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Θε­ό τό χά­ρι­σμα νά θε­ρα­πεύ­η τούς ἀ­σθε­νεῖς καί ἡ φή­μη του ἐ­ξα­πλώ­θη­κε σ᾿ ὅ­λη τήν Καπ­πα­δο­κί­α. Κοντά του ἔ­τρε­χαν Χρι­στια­νοί καί Τοῦρ­κοι γι­ά νά θε­ρα­πευ­θοῦν.
Στά γει­το­νι­κά βου­νά τοῦ Πόντου ζοῦ­σε κά­ποιος ἅ­γιος ἐ­ρη­μί­της πού δέν δι­α­σώ­θη­κε τό ὄ­νο­μά του. Μί­α νύ­χτα τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καί τοῦ εἶ­πε: «Ἦρ­θε ὁ και­ρός νά ἀ­να­παυ­θῆς ἀ­πό τούς κό­πους τῆς ἀ­σκή­σε­ώς σου. Ὁ Κύ­ριος σέ κα­λεῖ κοντά Του. Τήν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή τό βρά­δυ θά ἔρ­θεις στόν Πα­ρά­δει­σο. Νά προ­ε­τοι­μα­σθῆς καί νά κοι­νω­νή­σης τῶν Ἀ­χράντων Μυ­στη­ρί­ων τρεῖς Κυ­ρια­κές συ­νε­χό­με­νες». Ὁ ἐ­ρη­μί­της ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι πράγ­μα­τι εἶ­ναι στ᾿ ἀ­λή­θεια Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καί ὄ­χι δαι­μο­νι­κή πλά­νη, ἔ­κα­νε ὅ,­τι τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ὁ Ἄγ­γε­λος καί πῆ­γε στόν πα­πα–Βα­σί­λη, τόν ἐ­φη­μέ­ριο τοῦ Τσάτ. Τοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­σα συ­νέ­βη­σαν καί ζή­τη­σε τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α. Καί πράγ­μα­τι ὁ πα­πα–Βα­σί­λης τόν κοι­νώ­νη­σε. Ὁ ἐ­ρη­μί­της εἶ­πε ὅ­τι θά ξα­νάρ­θει τήν ἑπό­με­νη Κυ­ρια­κή νά κοι­νω­νή­ση.
    Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης θέ­λοντας νά δο­κι­μά­ση τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἐ­ρη­μί­του, τό βρά­δυ τῆς Κυ­ρια­κῆς πού τόν πε­ρί­με­νε, κλεί­δω­σε κα­λά τίς πόρ­τες βά­ζοντας τίς ἀμ­πά­ρες καί ἄ­φη­σε ἐ­λεύ­θε­ρα τά ἄ­γρια μαντρό­σκυ­λά του. Μό­λις νύ­χτω­σε πα­ρου­σι­ά­στη­κε ὁ ἅ­γιος ἀ­σκη­τής καί ἀμέσως ἀ­νοί­χθη­καν μόνες τους μπρο­στά του οἱ ἀμ­πα­ρω­μέ­νες πόρ­τες˙ τά δέ σκυ­λιά οὔ­τε γαύ­γι­σαν οὔ­τε κου­νή­θη­καν ἀ­πό τήν θέ­ση τους.
Ὁ παπα–Βα­σί­λης πού τόν πε­ρί­με­νε, τόν ρώ­τη­σε μέ ἀ­πο­ρί­α πῶς ἄ­νοι­ξαν οἱ πόρ­τες. «Γι­ά μᾶς οἱ κλει­δα­ρι­ές δέν ἰ­σχύ­ουν. Πᾶ­με στήν ἐκ­κλη­σί­α νά μέ κοι­νω­νή­σης», εἶ­πε. Ἀ­φοῦ τόν κοι­νώ­νη­σε, τόν ρώ­τη­σε: «Ἅ­γι­ε τοῦ Θε­οῦ, πές μας, ποῦ μέ­νεις, γι­ά νά ἔρ­θου­με νά φροντί­σου­με γι­ά τήν τα­φή σου».
–Δέν χρει­ά­ζε­ται, τοῦ ἀ­παντᾶ ὁ Ἀ­σκη­τής. Ὑ­πάρ­χουν τά λι­οντά­ρια τοῦ Θε­οῦ πού θά ἔρ­θουν νά μᾶς σκά­ψουν τόν τά­φο.
–Τί τρῶ­τε ἐ­σεῖς; ρω­τᾶ ὁ παπα–Βα­σί­λης.
–Μάν­να ἐξ οὐ­ρα­νοῦ μᾶς στέλ­νει ὁ Θε­ός καί μᾶς τρέ­φει.
–Τήν ἄλ­λη φο­ρά πού θἄρ­θεις, φέ­ρε μας καί ἕ­να κομ­μά­τι σάν ἀντί­δω­ρο γι­ά νά ἔ­χου­με καί ἐ­μεῖς τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ, κα­θώς καί ἕ­να ἀ­πό τά βι­βλί­α πού δι­α­βά­ζε­τε, γι­ά νά τό ἔ­χω ἐν­θύ­μιο σ᾿ αὐ­τόν τόν ψεύ­τι­κο κό­σμο.
    Τήν ἄλ­λη Κυ­ρια­κή ξα­νάρ­χε­ται ὁ ἅ­γιος ἐ­ρη­μί­της. Τόν κοι­νώ­νη­σε γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά ὁ παπα–Βα­σί­λης καί πρίν ἀ­πο­χω­ρι­στοῦν τοῦ δί­νει ὁ ἐ­ρη­μί­της τό κομ­μά­τι τῆς τρο­φῆς του λέ­γοντας: «Πά­ρε αὐ­τό τό μάν­να· νά φᾶς ἕ­να κομ­μά­τι καί τό ἄλ­λο νά τό βά­λης στό ἀμπά­ρι τῶν γεν­νη­μά­των τοῦ σπι­τιοῦ σου, νά ἔ­χη τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ, νά εἶ­ναι πάντα γε­μᾶ­το ἀ­γα­θά καί νά μήν λεί­ψη πο­τέ τό ψω­μί ἀ­πό τό σπί­τι σου». Ὕ­στε­ρα βγά­ζει ἀ­πό τόν κόρ­φο του ἕ­να βι­βλί­ο δερ­μα­τό­δε­το καί δί­νοντάς το στόν παπα–Βα­σί­λη τοῦ λέ­ει: «Πά­ρε αὐ­τό τό βι­βλί­ο[2] καί ὅ­σους θά δέ­νεις νά εἶ­ναι δε­μέ­νοι καί ὅ­σους θά λύ­νεις νά εἶ­ναι λυ­μέ­νοι».
Μα­ζί μέ αὐ­τό ὁ ἐ­ρη­μί­της τοῦ ἔ­δω­σε τήν εὐ­χή του καί τρό­πον τι­νά τόν ἔ­κα­νε κλη­ρο­νό­μο τῶν χα­ρι­σμά­των πού τοῦ εἶ­χε δώ­σει ὁ Θε­ός, καί ἀ­πό τό­τε δέν ξα­να­φά­νη­κε.
    Ὅ­λα αὐ­τά ἔ­γι­ναν γνω­στά στά γύ­ρω Ἑλ­λη­νο­χρι­στι­α­νι­κά χω­ριά τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Ἀρ­γό­τε­ρα κά­λε­σαν τόν πα­πα–Βα­σί­λη στό χω­ριό Τασ­λίκ, στό ὁ­ποῖο ἤ­δη εἶ­χαν με­τα­κι­νη­θῆ καί οἱ χρι­στια­νοί τοῦ Τσάτ, γιά νά ἐ­φη­με­ρεύ­η ἐκεῖ, καί ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ἀπο­δέ­χθηκε τήν πρό­σκλη­ση. Τό Τα­σλίκ βρί­σκε­ται πέ­ρα ἀ­πό τόν Ἅ­λυ πο­τα­μό καί ἀ­πέ­χει 57,5 χι­λιό­με­τρα ΒΑ τῆς Και­σά­ρειας. Τό 1924 εἶ­χε 154 οἰ­κο­γέ­νει­ες, πλη­θυ­σμό 775 ἀ­τό­μων ἀ­μι­γῶς Χρι­στια­νῶν Ἑλ­λή­νων πού μι­λοῦ­σαν τούρ­κι­κα.
    Στό Τασ­λίκ ἡ δρά­ση τοῦ παπα–Βα­σί­λη ἔ­γι­νε με­γα­λύ­τε­ρη. Πή­γαι­νε ὅπου τόν κα­λοῦ­σαν πο­νε­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι καί τούς βο­η­θοῦ­σε μέ τό χά­ρι­σμα πού τοῦ δό­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό. Πρω­ΐ καί βρά­δυ ἔ­κα­νε ἀ­κο­λου­θί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐνῶ τήν ἡ­μέ­ρα δε­χό­ταν τούς πο­νε­μέ­νους στό σπί­τι του καί τούς θε­ρά­πευε.
Χρή­μα­τα δέν δε­χό­ταν γιά τίς θε­ρα­πεῖ­ες πού ἔ­κα­νε. Πα­ρέ­με­νε φτω­χός καί ἀ­φι­λάρ­γυ­ρος. Συ­νέ­πα­σχε μέ τούς πά­σχοντες καί πολ­λές φο­ρές ἔ­κλαι­γε γιά το­ύς δυ­στυ­χι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους. Ὁ ἴ­διος ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό μί­α πλη­γή στό πό­δι του, τήν ὁ­ποί­α φρόντι­ζε ἡ νύ­φη του Δέ­σποι­να. Ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πλη­γῆς του ἐ­λα­φρῶς κού­τσαι­νε γι᾿ αὐ­τό τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν με­ρι­κοί στά τούρ­κι­κα Το­πάλ–Κε­ΐς (κου­τσο–πα­πᾶς).
    Κάποια χρο­νιά, ἐ­νῶ στό Τασ­λίκ ἔ­βρε­χε, στά γει­το­νι­κά χω­ριά ἔ­κα­νε με­γά­λη ἀ­νομ­βρί­α. Ἄρ­χι­σαν τά σπαρ­τά καί τά δέν­δρα νά ξη­ραί­νωνται καί νά ὑ­πο­φέ­ρουν τά ζῶ­α ἀ­πό τήν ἔλ­λει­ψη τοῦ νε­ροῦ. Τό­τε οἱ κά­τοι­κοι τῆς πε­ρι­ο­χῆς σκέ­φτη­καν ὅ­τι ἀ­πό αὐ­τό τό κα­κό μό­νο ὁ παπα–Βα­σί­λης μπο­ροῦ­σε νά τούς ἀ­παλ­λά­ξη. Ἔ­κα­ναν μί­α ἐ­πι­τρο­πή, πῆ­γαν καί τόν πα­ρε­κά­λε­σαν νά ἔρ­θη νά τούς βο­η­θή­ση. Πῆ­γε μα­ζί τους καί εἶ­πε στό συγ­κεντρω­μέ­νο πλῆ­θος πού τόν πε­ρί­με­νε, νά τόν ἀ­κο­λου­θή­σουν ὅ­λοι σ᾿ ἕ­να μι­κρό λό­φο γι­ά νά κά­νουν προ­σευ­χή νά στεί­λη ὁ Θε­ός τήν πο­θού­με­νη βρο­χή. Μό­λις ἔ­φθα­σαν στό ὕ­ψω­μα τούς εἶ­πε νά γο­να­τί­σουν ὅ­λοι καί αὐ­τός δι­ά­βα­ζε τίς εὐ­χές. Σέ λί­γο ἄρ­χι­σαν νά ἐμ­φα­νί­ζωνται στόν οὐ­ρα­νό τά πρῶ­τα σύν­νε­φα, νά πέ­φτουν οἱ πρῶ­τες στα­γό­νες καί με­τά ἔ­βρε­ξε κα­λά γι­ά πο­λλή ὥ­ρα.
    Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ὁ παπα–Βα­σί­λης κα­θό­ταν μέ πα­ρέα γε­ρόντων στόν ἐ­ξώ­στη τοῦ δι­ώ­ρο­φου σπι­τιοῦ του καί συ­ζη­τοῦ­σαν. Σέ μί­α στιγ­μή τούς λέ­ει: «Κοι­τάξ­τε πρός τό Ἄ­ας Που­νάρ (Ἄ­σπρη βρύ­ση, ἀ­σπρό­νε­ρο). Βλέ­πε­τε ἕ­ναν Τοῦρ­κο πά­νω σέ γα­ϊ­δου­ρά­κι; Εἶ­ναι φτω­χός, βα­σα­νι­σμέ­νος, ἄρ­ρω­στος καί ἔρ­χε­ται σέ μέ­να νά τοῦ δι­α­βά­σω εὐ­χή για­τί ὑ­πο­φέ­ρει. Φέρ­νει μα­ζί του στόν κόρ­φο του σα­ράντα λε­πτά (ἕ­να γρό­σι) γι­ά νά μοῦ δώ­ση ὡς ἀ­μοι­βή γι­ά τήν εὐ­χή πού θά τοῦ δι­α­βά­σω». Οἱ γέ­ροι ἐ­ξε­πλά­γη­σαν, κοι­τά­χθη­καν με­τα­ξύ τους καί εἶ­παν: «Ἂν εἶ­ναι ἔ­τσι, παπα–Βα­σί­λη, ὅ­πως τά λές, καί γνω­ρί­ζης ὅ­λα αὐ­τά, τότε ἐ­σύ εἶ­σαι Ἅ­γιος!».
Πε­ρί­με­ναν μέ πε­ρι­έρ­γεια τήν ἄ­φι­ξη τοῦ Τούρ­κου. Ὅ­ταν ἦρ­θε, χαι­ρέ­τη­σε κά­νοντας ἕ­να τε­με­νά μέ­χρι τό χῶ­μα.
Ὁ παπα–Βα­σί­λης τόν ἀντι­χαι­ρέ­τη­σε καί τόν ρώ­τη­σε, τί ἤ­θε­λε. Ἀ­πάντη­σε: «Ἄχ, παπα–Ἐ­φέντη, ἀ­πό μα­κρυ­ά ἔρ­χο­μαι, “ντέρ­τια” (βάσανα) πολ­λά ἔ­χω. Πο­νά­ω πο­λύ. Δέν μπο­ρῶ νά κοι­μη­θῶ οὔ­τε νύ­χτα οὔ­τε μέ­ρα. Ἦρ­θα νά μοῦ δι­α­βά­σης εὐ­χή ἀ­πό τό ἅ­γιο “κι­τάπ” (βι­βλί­ο) πού ἔ­χεις, μή­πως βρῶ τήν για­τρειά μου».
Ὁ παπα–Βα­σί­λης τοῦ δι­ά­βα­σε εὐ­χή καί ἀ­μέ­σως στα­μά­τη­σαν οἱ πό­νοι του. Ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἔ­βγα­λε ἀ­πό τόν κόρ­φο του σα­ράντα λε­πτά καί τά ἔ­δι­νε στόν παπᾶ, στόν ὁ­ποῖ­ο συ­νε­χῶς ἔ­λε­γε εὐ­χές καί εὐ­χα­ρι­στί­ες.
–Τί εἶ­ναι αὐ­τά, για­βρούμ, ρώ­τη­σε ὁ πα­πᾶς, τά­χα σάν νά μήν ἤ­ξε­ρε.
–Παπα–Ἐ­φέντη εἶ­ναι ἕ­να γρό­σι, εἶ­ναι ἡ πλη­ρω­μή σου.
–Μά, παι­δί μου, μέ ἕ­να γρό­σι πιά­νει ἡ εὐ­χή; Δέν ἔ­χεις ἄλ­λα χρή­μα­τα πά­νω σου;
–Ἀ­μάν, παπα–Ἐ­φέντη, σέ πα­ρα­κα­λῶ, δέ­ξου τα. Καί αὐ­τά τά μά­ζε­ψα ἀ­πό ἄλ­λους δα­νει­κά.
–Ἐντά­ξει, για­βρούμ, μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, ἀ­στει­εύ­θη­κα, ἤ­θε­λα νά σέ πει­ρά­ξω. Κρά­τα τα καί αὐ­τά. Τώ­ρα ἔ­λα νά φᾶς καί νά ξε­κου­ρα­στῆς.
Ἔ­φυ­γε ὁ Τοῦρ­κος θε­ρα­πευ­μέ­νος καί εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος, καί μά­λι­στα τοῦ ἔ­δω­σε ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ψω­μί καί ἁ­λά­τι γι­ά τά παι­διά του.
Αὐτός, ὁ ἐ­κλε­κτός καί ἅ­γιος λει­τουρ­γός τοῦ Ὑ­ψί­στου, μέ τό χά­ρι­σμά του ἔ­κα­νε σε­βα­στή στούς ἀλ­λό­θρη­σκους τήν πί­στη μας, μέ­σῳ δέ τῶν θαυ­μά­των πού ἐ­νερ­γοῦ­σε ἡ θεί­α Χά­ρι, δο­ξα­ζό­ταν τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἀληθινοῦ Θε­οῦ.
    Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γυι­ός του ἦ­ταν ἀρ­ρα­βω­νι­α­σμέ­νος μέ τήν Σουλ­τά­να Κου­λα­ξί­ζο­γλου, κό­ρη τοῦ Ἀ­βρα­άμ καί τῆς Ἑ­λέ­νης (γο­νεῖς καί τοῦ Νι­κο­λά­ου Κου­λα­ξί­ζο­γλου, πού ἀ­φη­γή­θη­κε τό πε­ρι­στα­τι­κό). Ἡ Σουλ­τά­να εἶ­χε στά χρυ­σα­φι­κά της καί ἕ­να πε­ρι­δέ­ραι­ο μέ εἴ­κο­σι χρυ­σᾶ νο­μί­σμα­τα με­γά­λης ἀ­ξί­ας. Κά­ποια μέ­ρα δι­ε­πί­στω­σε ὅ­τι λεί­πει τό πε­ρι­δέ­ραι­ο αὐτό. Τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ζοῦ­σε στό ἴ­διο σπί­τι καί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ θεί­ου της Σάβ­βα πού εἶ­χε καί αὐ­τός τρεῖς–τέσ­σε­ρις κό­ρες. Τό­τε ἄρ­χι­σαν οἱ ὑ­πό­νοι­ες γι­ά τό ποι­ός ἔ­κλε­ψε τά χρυ­σᾶ νο­μί­σμα­τα καί ἐπι­κρά­τη­σε μί­α ψυ­χρό­τη­τα μέ­σα στό σπί­τι. Ἔ­ψα­χναν καί δέν μπο­ροῦ­σαν νά τά βροῦν. Τό ἄλ­λο πρωΐ ἡ μη­τέ­ρα της πῆ­γε νά ρω­τή­ση τόν πα­πα–Βα­σί­λη. Τόν βρῆ­κε νά δι­α­βά­ζη τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη. Ἀ­φοῦ χαι­ρε­τή­θη­καν τῆς λέ­γει: «Πρό­σε­ξε, συμ­πε­θέ­ρα, μήν κα­τη­γο­ρή­σης κα­νέ­ναν ἄ­δι­κα καί κο­λα­στῆς. Χα­μέ­νο θη­σαυ­ρό δέν τόν ἔ­κλε­ψε κα­νείς. Τή νύ­χτα ὁ ποντι­κός ἔσυ­ρε τό πε­ρι­δέ­ραι­ο γιά νά τό πά­ρη στήν φω­λιά του, ἀλ­λά δέν μπό­ρε­σε νά τό τρα­βή­ξη ὁ­λό­κλη­ρο. Πή­γαι­νε στό σπί­τι σου, τρά­βη­ξε τό σεντού­κι καί θά τό βρεῖς».
Πράγ­μα­τι, γύ­ρι­σε στό σπί­τι της ὅπου τήν πε­ρί­με­ναν ὅ­λοι μέ ἀ­γω­νί­α. Τήν βο­ή­θη­σαν νά τρα­βή­ξη τό σεντού­κι καί ἔκ­πλη­κτοι εἶ­δαν τό πε­ρι­δέ­ραι­ο στήν ποντι­κό­τρυ­πα πού ὑ­πῆρ­χε στόν πλί­θι­νο τοῖ­χο. Θαύ­μα­σαν ὅ­λοι γι­ά τό χά­ρι­σμα τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη.
    Ἄλ­λη φο­ρά ἦρ­θαν δυ­ό Τοῦρ­κοι νά θε­ρα­πευ­τοῦν. Ὁ ἕ­νας εἶ­χε μα­ζί του πέντε γρό­σια καί ὁ ἄλ­λος ἕ­να. Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης τούς εἶ­δε ἀ­πό μα­κρυ­ά καί εἶ­πε πά­λι στούς γέ­ρους τοῦ χω­ριοῦ, πού συ­ζη­τοῦ­σαν, τά σχε­τι­κά μέ τούς Τούρ­κους. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν στό σπί­τι του, ὁ Τοῦρ­κος πού εἶ­χε τά πέντε γρό­σια ἦ­ταν πι­ό θαρ­ρα­λέ­ος για­τί εἶ­χε πε­ρισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα, ἐ­νῶ ὁ ἄλ­λος ἦ­ταν δι­στα­κτι­κός καί φο­βι­σμέ­νος. Τό­τε τοῦ λέ­γει ὁ πα­πα–Βα­σί­λης: «Ἔ­λα μέ­σα, μήν ντρέ­πε­σαι. Δι­στά­ζεις για­τί ἔ­χεις ἕ­να γρό­σι μό­νο καί ὁ φί­λος σου ἔ­χει πέντε γρό­σια;». Οἱ Τοῦρ­κοι μό­λις ἄ­κου­σαν αὐ­τά ἔ­μει­ναν ἔκ­πλη­κτοι καί εἶ­παν: «Πα­πα–Ἐ­φέντη, πολ­λά ἀ­κού­στη­καν γι­ά σέ­να, γι­ά ὅ­σα κα­λά κά­νεις στόν κό­σμο, ἀλ­λά πρώ­τη φο­ρά βλέ­που­με καί ἀ­κοῦ­με πα­πᾶ νά γνω­ρί­ζη τίς σκέ­ψεις τῶν ἀν­θρώ­πων καί τί ἔ­χει ὁ κα­θέ­νας στήν τσέ­πη του».
Ἀφοῦ δι­ά­βα­σε στόν κα­θέ­να τήν ἀ­νά­λο­γη εὐ­χή, στό τέ­λος τούς εἶ­πε: «Τώ­ρα πη­γαί­νε­τε στήν εὐ­χή τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­φοῦ ἔ­χε­τε πί­στη καί κά­να­τε τό­σο κό­πο νά ἔρ­θε­τε ἀ­πό μα­κρυ­ά, μήν φο­βᾶ­στε, ὁ Θε­ός σᾶς θε­ρα­πεύ­ει». Οἱ Τοῦρ­κοι ἅ­πλω­σαν τά χέ­ρια τους νά τοῦ δώ­σουν τά χρή­μα­τα, ἀλ­λά ὁ πατήρ ἀρ­νή­θη­κε νά τά πά­ρη. Τούς εἶ­πε: «Φτω­χοί ἄν­θρω­ποι εἶ­στε. Νά ψω­νί­σε­τε κά­τι γι­ά τίς οἰ­κο­γέ­νει­ές σας».
    Ἐν τῷ με­τα­ξύ οἱ φί­λοι τοῦ παπᾶ, οἱ γέ­ροντες τοῦ χω­ριοῦ πού εἶ­δαν ὅ­λα αὐ­τά, τοῦ εἶ­παν: «Ἔ, παπα–Βα­σί­λη, δέν ξέ­ρου­με τί νά ποῦ­με. Τά ἔ­χο­με χα­μέ­να. Κά­τι συμ­βαί­νει μέ σέ­να. Πῶς σοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός τό­σα χα­ρί­σμα­τα;». Αὐτός τούς ἀ­πάντη­σε: «Πά­ντα νά προ­σεύ­χε­σθε μέ πί­στη καί εὐ­λά­βεια στόν Θε­ό, νά τη­ρῆ­τε τίς ἐντο­λές τοῦ Θε­οῦ καί Αὐ­τός θά σᾶς δώ­σει τήν Χά­ρι του».
    Στό χω­ριό Ἀν­δρο­νί­κη ἕ­νας πλού­σιος Τοῦρ­κος εἶ­χε τό μο­νά­κρι­βό του παι­δί ἄρ­ρω­στο. Ἔ­πα­σχε ἀ­πό τρέλ­λα βα­ρειᾶς μορ­φῆς καί δέν ἤ­ξε­ρε τί ἔ­κα­νε. Ἦταν ἐ­πι­θε­τι­κό στούς ἀν­θρώ­πους, ἔ­σπα­ζε, ἔ­κα­νε ζη­μι­ές καί ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του δέν μπο­ροῦ­σε νά τό συγ­κρα­τή­ση. Ὁ πα­τέ­ρας του τε­λι­κά τό ἔ­κλει­σε σ᾿ ἕ­να δω­μά­τιο, κλεί­δω­σε τίς πόρ­τες καί τοῦ ἔ­δι­νε τρο­φή ἀ­πό ἕ­να μι­κρό πα­ρα­θυ­ρά­κι. Ἦ­ταν τό­σο ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νο καί ἐ­πι­κίν­δυ­νο ὥ­στε κα­νείς δέν μπο­ροῦ­σε νά τό πλη­σιά­ση. Ὁ πα­τέ­ρας προ­η­γου­μέ­νως εἷ­χε πά­ει τό παι­δί σέ για­τρούς καί σέ μά­γους ἀλ­λά κα­νείς δέν μπό­ρε­σε νά τό βο­η­θή­ση.
Εἶ­χε ἀ­κού­σει καί γι­ά τόν θαυ­μα­τουρ­γό ἱε­ρέα καί πά­νω στήν ἀ­πε­λπι­σί­α του σκέ­φθη­κε: «Τί κά­θο­μαι καί πε­ρι­μέ­νω; Δέν παίρ­νω τό παι­δί μου νά τό πά­ω στόν παπα–Βα­σί­λη στό Τασ­λίκ νά τό δι­α­βά­ση καμ­μιά εὐ­χή νά γί­νη κα­λά, ὅ­πως τόσοι καί τό­σοι ἄν­θρω­ποι εἶ­δαν τήν θε­ρα­πεί­α τους ἀπ᾿ αὐ­τόν τόν ἅ­γιο ἄν­θρω­πο;».
Κά­λε­σε καμ­μιά δε­κα­ριά γε­ρο­δε­μέ­νους νέ­ους οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τά­φε­ραν νά δέ­σουν καί νά φορ­τώ­σουν τό παι­δί του σ᾿ ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι, δε­μέ­νο ἐ­πί­σης πά­νω στό σα­μά­ρι.
Βλέ­ποντας αὐ­τό τό θέ­α­μα οἱ χω­ρι­κοί τοῦ Τα­σλίκ μα­ζεύ­τη­καν ἀ­πό πε­ρι­έρ­γεια στό σπί­τι τοῦ παπα–Βα­σί­λη νά δοῦν ἂν θά γί­νη κα­λά ὁ νέ­ος.
Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ παι­διοῦ ἔ­πε­σε στά πό­δια τοῦ πα­πᾶ καί κλαί­γοντας τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε: «Πα­πα– Ἐ­φέντη ἔ­χω αὐ­τό τό μο­νά­κρι­βο παι­δί πού τρελ­λά­θη­κε καί δέν μπο­ρῶ νά τό συγ­κρα­τή­σω. Δέρ­νει, χτυ­πά­ει, σπά­ζει καί ὅ­λοι φο­βοῦνται. Ἄ­κου­σα γιά τήν ἁγι­­ω­σύ­νη σου καί ἦρ­θα σέ σέ­να γι­ά νά τό κά­νης κα­λά. Λυ­πή­σου με καί δῶ­σε τήν ὑ­γεί­α στό παι­δί μου, τήν χα­ρά σέ μέ­να καί ἐ­γώ θά σοῦ δώ­σω ὅ,τι θέ­λεις».
–Ἡ­σύ­χα­σε, παι­δί μου, ὁ γυι­ός σου θά γί­νει κα­λά, ἀ­πάντη­σε ὁ παπᾶς.
Φέρ­νουν μπρο­στά τό παι­δί. Φο­ρᾶ τό πε­τρα­χή­λι καί τοῦ δι­α­βά­ζει τίς εὐ­χές ἀ­πό τό Εὐ­χο­λό­γιο τοῦ ἐ­ρη­μί­του˙ τό σταυ­ρώ­νει καί λέ­ει στόν πα­τέ­ρα νά λύ­σουν τό παι­δί πού τώ­ρα ἦ­ταν ἤ­ρε­μο. Τό πιά­νει ἀ­πό τό χέ­ρι, τό ση­κώ­νει ὄρ­θιο καί τοῦ λέ­γει: «Παι­δί μου, ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν στιγ­μή εἶ­σαι κα­λά, δέν ἔ­χεις τί­πο­τε. Νά εἶ­σαι στό ἑ­ξῆς κα­λό καί φρό­νι­μο παι­δί, νά ἀ­γα­πᾶς τούς γο­νεῖς σου καί τούς συ­ναν­θρώ­πους. Πή­γαι­νε στήν εὐ­χή τοῦ Θε­οῦ».
Ὁ πλού­σιος πα­τέ­ρας ἔ­πε­σε στά πό­δια του εὐ­χα­ρι­στώντας τον καί τοῦ πρό­σφε­ρε πολ­λά μπα­χτσί­σια (δῶ­ρα), τά ὁ­ποῖ­α ὁ παπᾶς φυσικά δέν δέ­χθη­κε.
    Ἔ­φε­ραν κάποτε ἀ­πό τήν Και­σά­ρεια ἕ­να δαι­μο­νι­σμέ­νον. Ἐνῶ φαι­νό­ταν ἤ­ρε­μος, ξε­σποῦ­σε σέ κραυ­γές καί ἔ­βγα­ζε ἀ­φρούς ἀ­πό τό στό­μα του. Τόν ἔ­φε­ραν δε­μέ­νο καί ὁ πατήρ τούς εἶ­πε νά τόν φέ­ρουν μέ­σα στό δω­μά­τιό του. Τούς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω, ἔ­κλει­σε τήν πόρ­τα καί ἄρ­χι­σε νά τοῦ δι­α­βά­ζη τούς ἐ­ξορ­κι­σμούς. Ἕνα μι­κρό ἐγ­γο­νά­κι του ὅμως, ἡ­λι­κί­ας τεσ­σά­ρων μέ πέντε ἐ­τῶν, κρύ­φτη­κε μέ­σα στό δω­μά­τιο, πα­ρα­κο­λού­θη­σε καί δι­η­γή­θη­κε ὅ­σα εἶ­δε. Ὁ πα­πᾶς διά­βα­ζε τούς ἐ­ξορ­κι­σμούς ἐ­πι­τι­μώ­ντας τά δαι­μό­νια νά φύ­γουν. Κά­θε φο­ρά πού χτυ­ποῦ­σε τό πό­δι στό πά­τω­μα ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, ἔ­βλε­πε τό παι­δά­κι ἀ­πό τό στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου νά βγαί­νουν τά δαι­μό­νια μέ μορ­φή ποντι­κι­ῶν. Οἱ ἐ­ξορ­κι­σμοί κρά­τη­σαν πολ­λή ὥ­ρα καί τό παι­δά­κι βλέ­ποντας τά ποντί­κια (δαί­μο­νες) νά γε­μί­ζουν τό δω­μά­τιο, φο­βι­σμέ­νο ἄρ­χι­σε νά φω­νά­ζη:
–Παπποῦ, παπ­ποῦ, γέ­μι­σε τό σπί­τι μας ποντί­κια.
–Μή φο­βᾶ­σαι, παι­δί μου, δέν εἶ­ναι ποντί­κια αὐ­τά, θά φύ­γουν.
Ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σαν οἱ ἐ­ξορ­κι­σμοί ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος ἠ­ρέ­μη­σε καί ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε. Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε, τοῦ ἔ­δω­σαν φα­γη­τό καί νε­ρό. Ἀ­να­γνώ­ρι­σε τούς δι­κούς του καί ἤ­ρε­μος πλέ­ον δι­η­γεῖ­το τί ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό τούς δαί­μο­νες εὐ­χα­ρι­στώντας τόν Θε­ό πού τόν ἀ­πάλ­λα­ξε ἀπ᾿ αὐ­τό τό μαρ­τύ­ριο. Εὐ­χα­ρί­στη­σαν τόν πα­πα–Βα­σί­λη, ἀ­σπά­σθη­καν τό χέ­ρι του καί ἔ­φυ­γαν.
    Κά­πο­τε ὁ παπα–Βα­σί­λης γύ­ρι­ζε στό χω­ριό νύ­χτα κα­βάλ­λα στό ἄ­λο­γο ἐπι­στρέ­φο­ντας ἀ­πό μία ἐ­πί­σκε­ψη στόν Ἀρ­μέ­νη φί­λο του, τόν Χαμ­πέ­ρα­γα Ἐχ­μά­λο­γλου, πο­λύ κα­λό ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Κε­με­ρέκ. Ἡ ἀ­πό­στα­ση Τασ­λίκ–Κε­με­ρέκ ἦ­ταν τέσ­σε­ρις ὧ­ρες. Φθά­νοντας στήν το­πο­θε­σί­α Ἐ­ϊ­τε­λίκ, πού θά πεῖ κα­λή τρύ­πα, ἔ­πε­σε πά­νω σέ δυ­ό λη­στές, χω­ρίς αὐ­τοί νά τόν γνω­ρί­σουν. Ὁ πατήρ πλη­σι­ά­ζοντας τούς ἀντι­λή­φθη­κε, ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ πρός τό μέ­ρος τους καί οἱ λη­στές ἀ­κι­νη­το­ποι­ή­θη­καν (κοκ­κά­λω­σαν) στήν θέ­ση τους. Πέ­ρα­σε ἀ­νά­με­σά τους καί, ὅ­ταν ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε, τούς λυ­πή­θη­κε καί τούς ἔ­λυ­σε ἀ­πό τό δέ­σι­μο.
Οἱ λη­στές ἄρ­χι­σαν νά δι­ε­ρω­τῶνται τί συ­νέ­βη, καί δι­η­γεῖ­το ὁ κα­θέ­νας τους ὅ­τι, ἐ­νῶ ἤ­θε­λε νά κι­νη­θῆ καί νά συλ­λά­βη τόν κα­βαλ­λά­ρη πού περ­νοῦ­σε, δέν μπο­ροῦ­σε, κά­τι τόν κρα­τοῦ­σε δε­μέ­νο. Τό­τε σκέ­φθη­καν ὅ­τι αὐ­τός πού περ­νοῦ­σε δέν μπο­ρεῖ νά ἦ­ταν ἄλ­λος ἀ­πό τόν πα­πα–Βα­σί­λη ἀ­πό τό Τασ­λίκ. Κα­τά­λα­βαν τότε τήν με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α πού δι­έ­πρα­ξαν καί ἀ­μέ­σως ἔ­τρε­ξαν στό Τασ­λίκ, βρῆ­καν τόν πα­πᾶ καί τοῦ ζή­τη­σαν συγ­χώ­ρη­ση. Τούς συγ­χώ­ρε­σε καί τούς ἔ­βα­λε νά φᾶ­νε. Τούς συμ­βού­λε­ψε ὅμως νά πά­ψουν τίς λη­στεῖ­ες καί νά ζοῦν τί­μια ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σία τους. Οἱ λη­στές τοῦ φί­λη­σαν τό χέ­ρι καί ἔ­φυ­γαν με­τα­νο­η­μέ­νοι.
    Τά πολ­λά θαύ­μα­τα πού ἐ­νερ­γοῦ­σε ὁ Θε­ός μέ­σῳ τοῦ παπα–Βα­σί­λη ἔ­γι­ναν γνω­στά σέ ὅ­λη τήν Καπ­πα­δο­κί­α καί ἔ­τρε­χαν πολ­λοί κοντά του νά θε­ρα­πευ­θοῦν. Αὐ­τό ὅ­μως ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νά τόν φθο­νή­σουν με­ρι­κοί, για­τί νό­μι­ζαν ὅ­τι πλού­τη­σε, ἐ­νῶ αὐ­τός δέν ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα. Πῆ­γαν λοι­πόν καί τόν δι­έ­βαλ­αν στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Και­σα­ρεί­ας κα­τη­γο­ρώ­ντας τον ὅ­τι εἶ­ναι με­γά­λος φα­κί­ρης καί κά­νει μά­για στούς ἀρ­ρώ­στους. Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της δέν ἐ­ξέ­τα­σε ἀ­κρι­βῶς ἂν εὐ­στα­θοῦν αὐ­τές οἱ συ­κο­φαντί­ες, τίς πί­στε­ψε καί τι­μώ­ρη­σε μέ ἀρ­γί­α τόν παπα–Βα­σί­λη. Ἔ­παυ­σε πλέ­ον νά λει­τουρ­γῆ καί νά δι­α­βά­ζη εὐ­χές σέ ἀρ­ρώ­στους. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χω­ριοῦ τους, ὁ να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, τίς Κυ­ρια­κές καί ἑ­ορ­τές ἔ­με­νε ἀ­λει­τούρ­γη­τη. Ἡ ἀρ­γί­α κρά­τη­σε τρεῖς μῆ­νες καί λύ­θη­κε ὡς ἑ­ξῆς:
Τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη στό γει­το­νι­κό χω­ριό Ρουμ­κα­βάκ, σέ ἀ­πό­στα­ση 5,5 χι­λι­ο­μέ­τρων ἀ­πό τό Τασ­λίκ, εἶ­χε κτι­στῆ και­νούρ­γιος να­ός καί ἦρ­θε ὁ Δε­σπό­της γι­ά νά κά­νη τά ἐγ­καί­νια. Μέ τήν εὐ­και­ρί­α ἔ­κα­νε καί πε­ρι­ο­δεί­α στά χω­ριά τῆς Ἐ­παρ­χί­ας του. Ἐ­νῶ βρι­σκό­ταν στό Ρουμ­κα­βάκ πῆ­γε ἐ­πι­τρο­πή ἀ­πό τό Τα­σλίκ μέ τόν πρό­ε­δρο Ἀ­βρα­άμ Κια­γιᾶ καί ἄλ­λα μέ­λη, νά πα­ρα­κα­λέ­σουν τόν Δε­σπό­τη νά λύ­ση τήν ἀρ­γί­α τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη. Ὁ Δε­σπό­της δέ­χθη­κε νά ἔρ­θη στό Τασ­λίκ καί νά ἐ­ξε­τά­ση ἐ­πί τό­που τήν ὑ­πό­θε­ση. Ἔ­φθα­σε μέ τόν διᾶ­κο του πά­νω στά ἄ­λο­γα, ὡς συ­νή­θως, καί κατέλυσε στό σπί­τι τοῦ Χατ­ζῆ–Ὀ­νυμ­φί­ου πού ἦ­ταν ὁ πλου­σι­ώ­τε­ρος ἄν­θρω­πος τοῦ χω­ριοῦ καί ἐ­πί­τρο­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τόν Δε­σπό­τη ὑ­πο­δέ­χθη­κε ὅ­λο τό χω­ριό, τοῦ φί­λη­σαν τό χέ­ρι, ἀλ­λά ἔ­δει­χναν τό πα­ρά­πο­νό τους πού τι­μώ­ρη­σε τόν ἱ­ε­ρέ­α τους. Ἀ­πό τήν ὑ­πο­δο­χή ἔ­λει­πε ὁ πα­τήρ ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς τι­μω­ρη­μέ­νος ἀ­πέ­φευ­γε τίς ἐμ­φα­νί­σεις καί πα­ρέ­με­νε στό σπί­τι του.
Ἐ­νῶ γί­νο­νταν οἱ ἀ­να­κρί­σεις, εἰ­δο­ποί­η­σαν τόν Δε­σπό­τη ὅ­τι τό ἄ­λο­γό του εἶ­ναι ξα­πλω­μέ­νο κά­τω, βογ­γά­ει, τρέ­μει ὁ­λό­κλη­ρο καί κιν­δυ­νεύ­ει νά ψο­φή­ση. Προ­σπά­θη­σαν νά τό πε­ρι­ποι­η­θοῦν, τοῦ ἔ­δω­σαν νά φά­η, ἔ­φε­ραν πρα­κτι­κούς για­τρούς ἀλ­λά χει­ρο­τέ­ρευ­ε. Ὁ Δε­σπό­της ἀ­νή­συ­χος στέλ­νει τόν διᾶ­κο νά δι­α­βά­ση εὐ­χή, ἀλ­λά δέν συ­νῆλ­θε τό ἄλο­γο. Κα­τε­βαί­νει καί ὁ ἴ­διος ὁ Δε­σπό­της, δι­α­βά­ζει εὐ­χή ἀλ­λά ἡ κα­τά­στα­ση τοῦ ζώ­ου χει­ρο­τέ­ρευ­ε.
Οἱ κά­τοι­κοι τοῦ Τασ­λίκ ἤ­ξε­ραν ὅ­τι τέ­τοι­ες ἀρ­ρώ­στι­ες θε­ρα­πεύ­ονταν εὔ­κο­λα ἀ­πό τόν παπα–Βα­σί­λη καί πρό­τει­ναν στόν Δε­σπό­τη μέ­σῳ τοῦ Προ­έ­δρου νά τόν κα­λέ­σουν, ἀλ­λά ὁ Δε­σπό­της δέν δέ­χθη­κε. Ὁ Πρό­ε­δρος τοῦ λέ­γει τό­τε: «Ἀ­κοῦ­στε, Δέ­σπο­τα. Ἀ­πό τό­τε πού ἦρ­θε ἐ­δῶ ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός οὔ­τε τά ζῶ­α μας ψό­φη­σαν οὔ­τε ἄν­θρω­ποι πέ­θα­ναν ἀ­πό ἀρ­ρώ­στι­ες. Ἡ εὐ­χή του ὅ­λους τούς κά­νει κα­λά».
Ὁ Δε­σπό­της συγ­κα­τα­τέ­θη­κε νά τόν κα­λέ­σουν, ἀλ­λά ὁ πα­τήρ δέν πῆ­γε λέ­γοντας στόν ἀ­πε­σταλ­μέ­νο: «Μπρο­στά στόν Δε­σπό­τη εὐ­λο­γά­ει ὁ πα­πᾶς;». Στέλ­νουν ἄλ­λον ἄν­θρω­πο ἀλ­λά πά­λι ἀρ­νή­θη­κε. Ὁ Δε­σπό­της τόν πε­ρί­με­νε πλέ­ον μέ ἀ­γω­νί­α, για­τί ἔ­βλε­πε τόν κίν­δυ­νο πού δι­έ­τρε­χε τό ἄ­λο­γό του. Τό­τε πῆ­γε ὁ ἴ­διος ὁ πρό­ε­δρος Ἀ­βρα­άμ Κια­γιᾶ καί τόν πα­ρα­κά­λε­σε νά ἔρ­θη˙ νά δῆ ὁ Δε­σπό­της μέ τά μά­τια του ὅ­τι ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ὑ­πη­ρε­τεῖ τόν Θεό καί ὄ­χι τόν διά­βο­λο, καί νά ἀ­νοί­ξη τήν Ἐκ­κλη­σί­α πού πα­ρα­μέ­νει κλει­στή καί ὁ κό­σμος ἀ­λει­τούρ­γη­τος.
Ὁ πα­τήρ πεί­σθη­κε πλέ­ον, πῆ­ρε τό πε­τρα­χή­λι, τό Εὐ­χο­λό­γιο τοῦ ἐρη­μί­του καί ἀ­κο­λού­θη­σε τόν Πρό­ε­δρο. Πῆ­γαν κα­τευ­θεῖ­αν στόν σταῦ­λο, ἐ­νῶ τό πλῆ­θος τοῦ κό­σμου πε­ρί­με­νε μέ ἀ­γω­νί­α καί, χω­ρίς νά χαι­ρε­τή­ση, φθά­νει στό ἄρ­ρω­στο ἄ­λο­γο. Ἄρ­χι­σε νά δι­α­βά­ζη τήν εὐ­χή. Ὁ Δε­σπό­της πε­ρί­ερ­γος πη­γαί­νει πί­σω ἀ­πό τόν πα­πα–Βα­σί­λη νά δῆ τί εὐ­χή δι­α­βά­ζει. Ὁ πα­πᾶς κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς ἀ­να­γνώ­σε­ως τῆς εὐ­χῆς δι­α­κό­πτει τρεῖς φο­ρές καί σταυ­ρώ­νει τό ἄ­λο­γο ἀ­κουμ­πώντας το ἐ­λα­φρά μέ τό πό­δι του.
Στό τέ­λος τό ἄ­λο­γο τι­νά­χθη­κε ὄρ­θιο καί με­τά ἄρ­χι­σε νά τρώ­η. Ὁ πα­πᾶς εἶ­πε “πε­ρα­στι­κά” καί ἔ­φυ­γε γι­ά τό σπί­τι του. Ὁ Δε­σπό­της ἀ­πό τήν χα­ρά του ξέ­χα­σε νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­ση. Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ἔ­τρε­ξε πί­σω του καί τόν πα­ρα­κά­λε­σε νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση˙ τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τό χέ­ρι καί τόν ὡ­δή­γη­σε στό σπί­τι πού ἐ­φι­λο­ξε­νεῖ­το, ἐ­νῶ ὁ κό­σμος πε­ρί­με­νε ἔ­ξω. Στήν συ­νέ­χεια βγαί­νει στόν ἐ­ξώ­στη μα­ζί μέ τόν πα­πᾶ καί ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στό πλῆ­θος τῶν Χρι­στια­νῶν λέ­γει: «Ἀ­δελ­φοί μου, τήν εὐ­χή πού δι­ά­βα­σε ὁ πα­πα–Βα­σί­λης τήν δι­ά­βα­σα καί ἐ­γώ, τήν δι­ά­βα­σε καί ὁ δι­ά­κο­νος. Ὁ Θε­ός τίς δι­κές μας προ­σευ­χές δέν τίς ἄ­κου­σε. Ἄ­κου­σε ὅ­μως τίς προ­σευ­χές τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη. Κά­τι πρέ­πει νά συμ­βαί­νη καί οἱ προ­σευ­χές του γί­νονται δε­κτές ἀ­πό τόν Θε­ό. Αὐ­τόν λοι­πόν ἐ­γώ θά τόν ἐ­ξο­μο­λο­γή­σω». Βγά­ζει τούς ἄλ­λους ἔ­ξω καί, ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε δι­ά­φο­ρες ἐ­ρω­τή­σεις στόν πα­πα–Βα­σί­λη καί τόν ἐ­ξω­μο­λό­γη­σε, βγαί­νει καί λέ­γει στόν κό­σμο πού πε­ρί­με­νε: «Ἀ­κοῦ­στε, ἀ­γα­πη­τοί μου. Τώ­ρα ὁ πα­πα–Βα­σί­λης δέν θά ζη­τή­σει συγ­χώ­ρε­ση ἀ­πό ἐ­μέ­να. Ἐ­γώ θά ζη­τή­σω συγ­χώ­ρε­ση ἀπ᾿ αὐ­τόν, για­τί πί­στε­ψα στίς συ­κο­φαντί­ες καί τόν τι­μώ­ρη­σα μέ ἀρ­γί­α. Τό χά­ρι­σμα τοῦ ἔ­χει δο­θῆ ἀ­πό τόν Θε­ό καί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά τό πά­ρη πί­σω».
Με­τά τοῦ δι­ά­βα­σε εὐ­χή καί τόν ἔ­λυ­σε ἀ­πό τήν ἀρ­γί­α. Τήν ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα ἄ­νοι­ξαν τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χω­ριοῦ καί ὅλοι μαζί ἐ­τέ­λε­σαν τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.
Αὐ­τά εἶ­ναι λί­γα ἀ­πό τά πολ­λά θαύ­μα­τα πού ἔ­κα­νε ὁ παπα–Βα­σί­λης ὁ Καπ­πα­δό­κης σέ Χρι­στια­νούς καί Τούρ­κους.
    Κα­τά τούς ὑ­πο­λο­γι­σμούς ἀ­πό τίς μαρ­τυ­ρί­ες τῶν συγγενῶν του[3] καί τῶν συγ­χω­ρια­νῶν του πού ζοῦν σή­με­ρα, ἐ­κοι­μή­θη γύ­ρω στό 1900 καί ἐ­τά­φη ἐ­κεῖ στό χω­ριό πού ἐ­φη­μέ­ρευ­ε, στό Τασ­λίκ τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας.
Αἰ­ω­νί­α του ἡ μνή­μη.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με καί οἱ πρεσβεῖες του νά βο­η­θή­σουν νά λει­τουρ­γη­θῆ καί πά­λι ὁ να­ός τοῦ ἁγίου Γε­ωρ­γί­ου στό Τα­σλίκ, πού τώ­ρα εἶ­ναι τζα­μί. Ἀ­μήν.
[1]. Δι­α­σώ­ζε­ται σή­με­ρα ὁ ἀ­ση­μέ­νιος Σταυ­ρός πού φο­ροῦ­σε. Στήν κυ­κλι­κή βά­ση του εἶ­ναι γραμ­μέ­νο: «Πα­πα–Βα­σί­λης ἔ­τος 1830», καί στό κέντρο ἀ­πει­κο­νί­ζει τήν πε­ρι­στε­ρά, σύμ­βο­λο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Αὐ­τόν τόν Σταυ­ρό τόν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε καί σάν σφρα­γί­δα. Μ᾿ αὐ­τόν σταύ­ρω­νε τούς ἀ­σθε­νεῖς, τόν ἔ­δι­νε νά τόν φο­ροῦν οἱ ἀ­σθε­νεῖς καί ἔ­κα­νε Ἁγια­σμούς.
[2]. Πρό­κει­ται γιά τό Εὐ­χο­λό­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στήν Κα­ρα­μαν­λί­δι­κη γρα­φή (δηλα­δή τούρ­κι­κη γλῶσ­σα μέ ἑλ­λη­νι­κά στοι­χεῖ­α) πού σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα ὡς κει­μή­λιο.
[3]. Οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη πού ἦρ­θαν στήν Ἑλ­λά­δα, ἄλ­λοι φέρ­νουν τό ἐ­πώ­νυ­μο Κον­τζι­κλῆς, πού δη­λώ­νει τήν κα­τα­γω­γή τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη, δη­λα­δή ἀ­πό τό χω­ριό Κον­τζούκ ἢ Γκöλ­τζύκ, καί ἄλ­λοι δί­νον­τας βα­ρύ­τη­τα στήν ἱ­ε­ρα­τι­κή του ἰ­δι­ό­τη­τα ὠ­νο­μά­σθη­καν Κε­ΐ­σο­γλου πού ση­μαί­νει υἱ­ός ἱ­ε­ρέ­ως (κε­ΐς τούρ­κι­κα ση­μαί­νει πα­πᾶς καί ὀ­γλούν υἱ­ός). Ἀρ­γό­τε­ρα τό Κε­ΐ­σο­γλου τό με­τέ­τρε­ψαν σέ Πα­πά­ζο­γλου καί ἐ­πί τό ἑλ­λη­νι­κώ­τε­ρο Πα­πα­δό­που­λος. Αὐ­τό τό ἐ­πώ­νυ­μο φέρ­νουν σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό τούς ἀ­πο­γό­νους του. Αὐ­τοί καί οἱ συγ­χω­ρια­νοί τους μοι­ρά­σθη­καν καί ζοῦν σή­με­ρα στήν Θη­ρι­ό­πε­τρα Ἀ­ρι­δαί­ας καί στό Καπ­πα­δο­κι­κό χω­ριό ἅ­γιος Κων­σταν­τῖ­νος Φαρ­σά­λων. Φυ­λά­γουν μέ εὐ­λά­βεια τίς δι­η­γή­σεις σχε­τι­κά μέ τόν πα­πα–Βα­σί­λη καί ἔ­χουν ὡς φυ­λα­χτό τόν Σταυ­ρό του καί τό Εὐ­χο­λό­γιο πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ ἅ­γιος ἐ­ρη­μί­της.