Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Παιδί μου, ἦρ­θε ἡ χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί σέ ἐ­πε­σκί­α­σε, ἀλ­λά δέν ἤ­σουν ἄ­ξιος νά πα­ρα­μεί­νη, δι­ό­τι ἔ­χεις ὑ­πε­ρη­φά­νεια...



νβ΄. Ἀ­πό­κτη­ση καί ἀ­πώ­λεια τῆς εὐ­χῆς
Δι­ή­γη­ση Γέ­ρον­τος: «Βο­η­θοῦ­σα στίς ἑ­τοι­μα­σί­ες τῆς πα­νη­γύ­ρε­ως ἑ­νός Κελ­λιοῦ. Ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ Κελ­λιοῦ πού ἦ­ταν πο­λύ ἐ­πι­τή­δει­ος καί γρή­γο­ρος, μοῦ ἔ­λε­γε: “Κά­νε γρή­γο­ρα, φέ­ρε ἐ­κεῖ­νο, πή­γαι­νε ἐ­κεῖ…”. Ἐ­γώ δέν μπο­ροῦ­σα νά ἀν­τέ­ξω τό­ση βί­α, ἀλ­λά τά ἔ­κα­να ὅ­λα μέ ὑ­πα­κο­ή. Ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή πού ἔ­κα­να ὅ­λον αὐ­τό τόν ἀ­γῶ­να, νά ἑ­τοι­μά­σου­με τρά­πε­ζα γιά σα­ράν­τα πα­τέ­ρες –καί τά ἔ­κα­να μέ με­γά­λη προ­θυ­μί­α–, μπῆ­κε ἡ εὐ­χή μέ­σα μου καί ἄρ­χι­σε νά λέ­η ἡ καρ­διά μου μό­νη της τήν εὐ­χή χω­ρίς προ­σπά­θεια. Ὤ, τί ἀ­γαλ­λί­α­ση! Δέν μπο­ρῶ νά τήν πε­ρι­γρά­ψω.

 Ἄρ­χι­σε ἡ καρ­διά μου νά λέη τήν εὐ­χή καί ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τό στό­μα μου οὐ­ρά­νια εὐ­ω­δία­. Καί ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­πει­δή ἔ­κα­να ὑ­πα­κο­ή σ᾿ ἕ­ναν ξέ­νο· δέν ἦ­ταν Γέ­ρον­τάς μου. Ἦρ­θε ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ καί μέ ἐ­πε­σκί­α­σε. Αὐ­τήν τήν χά­ρι τήν εἶ­χα γιά ἕ­να τέ­ταρ­το πε­ρί­που, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να δού­λευ­α, καί ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ Κελ­λιοῦ δέν κα­τά­λα­βε τί­πο­τε. Τό­τε ἔρ­χε­ται ἕ­νας ἄλ­λος ἀ­δελ­φός καί μοῦ λέ­ει μέ λί­γο ἀ­πό­το­μο τρό­πο:
–Γιατί μοῦ πῆ­ρες τό τη­γά­νι;
–Φεῦγα ἀ­πό δῶ πέ­ρα, δαι­μο­νι­σμέ­νε, πού σοῦ πῆ­ρα τό τη­γά­νι! Ἐ­μεῖς πνι­γό­μα­στε στήν δου­λειά. Μό­λις τοῦ εἶ­πα ἔ­τσι, πά­ει ἔ­φυ­γε ἡ εὐ­χή ἀ­πό μέ­σα μου. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα πῆ­γα στόν πα­πα–Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη καί τοῦ δι­η­γή­θη­κα ὅ,­τι μοῦ συ­νέ­βη. Μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Παιδί μου, ἦρ­θε ἡ χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί σέ ἐ­πε­σκί­α­σε, ἀλ­λά δέν ἤ­σουν ἄ­ξιος νά πα­ρα­μεί­νη, δι­ό­τι ἔ­χεις ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Ἄν τοῦ ἔ­λε­γες ἐ­σύ ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή “­εὐ­λό­γη­σον”, θά ἄ­κου­γες τόν δαί­μο­να νά ὠ­ρύ­ε­ται σάν γου­ρού­νι, θά ἔ­σκου­ζε. Αὐ­τόν τόν ἔ­βα­λε ὁ πει­ρα­σμός, ἀλλά τό ἐ­πέ­τρε­ψε καί ὁ Θε­ός γιά νά σέ δο­κι­μά­ση ἄν ἐ­σύ ἤσουν ἄ­ξιος νά πα­ρα­μεί­νη ἡ εὐ­χή μέ­σα σου­”».
νγ΄. Ὁ δι­ά­βο­λος φθο­νεῖ τούς ψάλ­τες
Δι­η­γή­θη­κε Γέ­ρον­τας: «Ὁ δι­ά­βο­λος φθο­νεῖ πο­λύ ἐ­μᾶς τούς ψάλ­τες. Κάποτε σέ μία Λει­τουρ­γία,­ τό ἔ­τος 1996, με­τά τό Τρι­σά­γιο πή­γα­με ὅλοι στόν δε­ξιό χο­ρό γιά νά ψάλ­ου­με χο­ρω­δια­κά τό Χε­ρου­βι­κό. Ἐ­κεῖ πού ψέλ­να­με καί ἤ­μουν στά δε­ξιά τοῦ πρω­το­ψάλ­τη, πε­τά­γε­ται ἕ­να δαι­μό­νιο μέ μορ­φή σκε­λε­τοῦ προ­βάλ­λον­τας τό χέ­ρι του μέ κά­τι νύ­χια με­γά­λα νά μέ καρ­φώ­ση. Τρα­βή­χτη­κα πί­σω καί ξέ­φυ­γα. Τό­τε μοῦ εἶ­πε, κά­νον­τας συγ­χρό­νως μία ἄσχη­μη χει­ρο­νο­μί­α: “Νά ἐ­σύ, νά καί σεῖ­ς” λέ­γον­τας καί μία ἄ­σχη­μη βρι­σιά. Φαί­νε­ται τόν πεί­ρα­ζε πού ψέλ­να­με».
νδ΄. Ὁ δι­ά­βο­λος ἐμ­πο­δί­ζει τήν με­τά­νοι­α
 Δι­ή­γη­ση Γέ­ρον­τος: «Μία φο­ρά κα­θό­μα­σταν   στήν ἁ­πλω­τα­ριά μέ τρεῖς λα­ϊκούς καί ἤ­θε­λα νά τούς πῶ γιά τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Ὁ δι­ά­βο­λος ἔ­χει πο­λύ φθό­νο. Δέν θέ­λει νά σκε­πτώ­μα­στε τόν Θε­ό, οὔ­τε νά μι­λοῦ­με γιά με­τά­νοι­α καί νά φρον­τί­ζου­με γιά τήν σω­τη­ρί­α μας. Ἐ­νῶ ἀρ­χί­σα­με τήν συ­ζή­τη­ση, ἦρ­θαν ἀπ᾿ ἔ­ξω πολ­λά δαι­μό­νια καί ἔ­πε­σαν πά­νω στά τζά­μια κά­νον­τας θό­ρυ­βο τό­σο, πού δέν μπο­ρού­σα­με νά συ­ζη­τή­σου­με. Ὁ ἕ­νας πού ἦ­ταν κον­τά στήν τζα­μα­ρί­α ἔ­βα­λε τό χέ­ρι του στό πρό­σω­πο νά προ­φυ­λα­χθῆ, για­τί νό­μι­σε ὅ­τι θά σπά­σουν τά τζά­μια. Πε­ρι­μέ­να­με ὥρα πολλή νά στα­μα­τή­ση ὁ θό­ρυ­βος, ἀλ­λά δέν στα­μά­τη­σε καί ἀναγκαστήκαμε νά φύγουμε».