νβ΄. Ἀπόκτηση καί ἀπώλεια τῆς εὐχῆς
Διήγηση
Γέροντος: «Βοηθοῦσα στίς ἑτοιμασίες τῆς πανηγύρεως ἑνός
Κελλιοῦ. Ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ πού ἦταν πολύ ἐπιτήδειος καί
γρήγορος, μοῦ ἔλεγε: “Κάνε γρήγορα, φέρε ἐκεῖνο, πήγαινε
ἐκεῖ…”. Ἐγώ δέν μποροῦσα νά ἀντέξω τόση βία, ἀλλά τά ἔκανα
ὅλα μέ ὑπακοή. Ἐκείνη τήν στιγμή πού ἔκανα ὅλον αὐτό τόν
ἀγῶνα, νά ἑτοιμάσουμε τράπεζα γιά σαράντα πατέρες –καί τά
ἔκανα μέ μεγάλη προθυμία–, μπῆκε ἡ εὐχή μέσα μου καί ἄρχισε
νά λέη ἡ καρδιά μου μόνη της τήν εὐχή χωρίς προσπάθεια. Ὤ, τί
ἀγαλλίαση! Δέν μπορῶ νά τήν περιγράψω.
Ἄρχισε ἡ καρδιά μου νά λέη τήν εὐχή καί ἔβγαινε ἀπό τό στόμα μου οὐράνια εὐωδία. Καί ὅλα αὐτά, ἐπειδή ἔκανα ὑπακοή σ᾿ ἕναν ξένο· δέν ἦταν Γέροντάς μου. Ἦρθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί μέ ἐπεσκίασε. Αὐτήν τήν χάρι τήν εἶχα γιά ἕνα τέταρτο περίπου, ἐνῶ ταυτόχρονα δούλευα, καί ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ δέν κατάλαβε τίποτε. Τότε ἔρχεται ἕνας ἄλλος ἀδελφός καί μοῦ λέει μέ λίγο ἀπότομο τρόπο:
Ἄρχισε ἡ καρδιά μου νά λέη τήν εὐχή καί ἔβγαινε ἀπό τό στόμα μου οὐράνια εὐωδία. Καί ὅλα αὐτά, ἐπειδή ἔκανα ὑπακοή σ᾿ ἕναν ξένο· δέν ἦταν Γέροντάς μου. Ἦρθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί μέ ἐπεσκίασε. Αὐτήν τήν χάρι τήν εἶχα γιά ἕνα τέταρτο περίπου, ἐνῶ ταυτόχρονα δούλευα, καί ὁ Γέροντας τοῦ Κελλιοῦ δέν κατάλαβε τίποτε. Τότε ἔρχεται ἕνας ἄλλος ἀδελφός καί μοῦ λέει μέ λίγο ἀπότομο τρόπο:
–Γιατί μοῦ πῆρες τό τηγάνι;
–Φεῦγα
ἀπό δῶ πέρα, δαιμονισμένε, πού σοῦ πῆρα τό τηγάνι! Ἐμεῖς
πνιγόμαστε στήν δουλειά. Μόλις τοῦ εἶπα ἔτσι, πάει ἔφυγε ἡ
εὐχή ἀπό μέσα μου. Τήν ἄλλη μέρα πῆγα στόν παπα–Ἐφραίμ τόν
Κατουνακιώτη καί τοῦ διηγήθηκα ὅ,τι μοῦ συνέβη. Μοῦ
ἀπάντησε: “Παιδί μου, ἦρθε ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σέ
ἐπεσκίασε, ἀλλά δέν ἤσουν ἄξιος νά παραμείνη, διότι ἔχεις
ὑπερηφάνεια. Ἄν τοῦ ἔλεγες ἐσύ ἐκείνη τήν στιγμή
“εὐλόγησον”, θά ἄκουγες τόν δαίμονα νά ὠρύεται σάν
γουρούνι, θά ἔσκουζε. Αὐτόν τόν ἔβαλε ὁ πειρασμός, ἀλλά τό
ἐπέτρεψε καί ὁ Θεός γιά νά σέ δοκιμάση ἄν ἐσύ ἤσουν ἄξιος νά
παραμείνη ἡ εὐχή μέσα σου”».
νγ΄. Ὁ διάβολος φθονεῖ τούς ψάλτες
Διηγήθηκε
Γέροντας: «Ὁ διάβολος φθονεῖ πολύ ἐμᾶς τούς ψάλτες. Κάποτε σέ
μία Λειτουργία, τό ἔτος 1996, μετά τό Τρισάγιο πήγαμε ὅλοι στόν
δεξιό χορό γιά νά ψάλουμε χορωδιακά τό Χερουβικό. Ἐκεῖ πού
ψέλναμε καί ἤμουν στά δεξιά τοῦ πρωτοψάλτη, πετάγεται ἕνα
δαιμόνιο μέ μορφή σκελετοῦ προβάλλοντας τό χέρι του μέ κάτι
νύχια μεγάλα νά μέ καρφώση. Τραβήχτηκα πίσω καί ξέφυγα. Τότε
μοῦ εἶπε, κάνοντας συγχρόνως μία ἄσχημη χειρονομία: “Νά ἐσύ,
νά καί σεῖς” λέγοντας καί μία ἄσχημη βρισιά. Φαίνεται τόν
πείραζε πού ψέλναμε».
νδ΄. Ὁ διάβολος ἐμποδίζει τήν μετάνοια
Διήγηση
Γέροντος: «Μία φορά καθόμασταν στήν ἁπλωταριά μέ τρεῖς
λαϊκούς καί ἤθελα νά τούς πῶ γιά τήν ἐξομολόγηση. Ὁ διάβολος
ἔχει πολύ φθόνο. Δέν θέλει νά σκεπτώμαστε τόν Θεό, οὔτε νά
μιλοῦμε γιά μετάνοια καί νά φροντίζουμε γιά τήν σωτηρία μας.
Ἐνῶ ἀρχίσαμε τήν συζήτηση, ἦρθαν ἀπ᾿ ἔξω πολλά δαιμόνια καί
ἔπεσαν πάνω στά τζάμια κάνοντας θόρυβο τόσο, πού δέν
μπορούσαμε νά συζητήσουμε. Ὁ ἕνας πού ἦταν κοντά στήν
τζαμαρία ἔβαλε τό χέρι του στό πρόσωπο νά προφυλαχθῆ, γιατί
νόμισε ὅτι θά σπάσουν τά τζάμια. Περιμέναμε ὥρα πολλή νά
σταματήση ὁ θόρυβος, ἀλλά δέν σταμάτησε καί ἀναγκαστήκαμε νά
φύγουμε».