Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Νά ξέ­ρης ὅ­τι ὅ­σα σύρ­μα­τα (χορ­δές) ἔ­χει, τό­σα δαι­μό­νια ἔ­χει πά­νω του. Ὅ­ταν πα­ί­ζης μπου­ζο­ύ­κι, χο­ρε­ύ­ουν οἱ δα­ί­μο­νες...

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
     O γε­ρω–Μι­χα­ήλ, κα­τά κό­σμον Δη­μή­τριος Γ. Κα­λα­μιᾶς, γεν­νή­θη­κε στήν Σύμη τό ἔ­τος 1906. Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν ὀρ­γα­νο­πα­ί­κτης, ἔ­παι­ζε μπου­ζο­ύ­κι. Ὅ­ταν ἔ­γι­νε 15–16 ἐ­τῶν, ὁ πα­τέ­ρας του τόν πῆ­ρε μα­ζί του καί πῆ­γαν στήν Ρόδο νά τοῦ ἀ­γο­ρά­ση μπου­ζο­ύ­κι γιά νά ἐρ­γά­ζε­ται ἐπαγ­γελ­μα­τι­κά. Κα­τά τήν ἐ­πι­στρο­φή μέ τό κα­ρά­βι συν­τα­ξί­δευ­ε μέ μί­α χρι­στι­α­νι­κή οἰ­κο­γέ­νεια. Ἕ­νας  ἀπ᾿ αὐ­τή τήν οἰ­κο­γέ­νεια εἶ­δε τόν μι­κρό μέ τό μπου­ζο­ύ­κι νά χα­ί­ρε­ται καί νά τό θαυ­μά­ζη. Τόν ρώ­τη­σε σάν νά μήν ἤ­ξε­ρε:
–Τί εἶ­ναι αὐ­τό;
–Μπου­ζο­ύ­κι, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε.
–Νά ξέ­ρης ὅ­τι ὅ­σα σύρ­μα­τα (χορ­δές) ἔ­χει, τό­σα δαι­μό­νια ἔ­χει πά­νω του. Ὅ­ταν πα­ί­ζης μπου­ζο­ύ­κι, χο­ρε­ύ­ουν οἱ δα­ί­μο­νες.
     Γιά τόν μι­κρό, αὐ­τό ἦ­ταν κα­θο­ρι­στι­κό. Ἔ­κτο­τε πα­ρά­τη­σε τό μπου­ζο­ύ­κι καί ἀ­πε­φά­σι­σε νά γί­νη μο­να­χός. Οὔ­τε στήν δου­λειά του πή­γαι­νε πλέ­ον, ἀλ­λά ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γιά τήν μο­να­χι­κή ζωή. Ὁ πα­τέ­ρας του τοῦ ἔ­λε­γε: «Τοὐ­λά­χι­στο δο­ύ­λε­ψε νά ξε­χρε­ώ­σου­με τό μπου­ζο­ύ­κι». Αὐ­τός ὅ­μως εἶ­χε πά­ρει τήν με­γά­λη ἀ­πό­φα­ση καί τό ἔ­το­ς 1­9­22 ἔ­φυ­γε γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.
Ἦρ­θε καί κοι­νο­βί­α­σε στά Καυ­σο­κα­λύ­βια στήν Κα­λύ­βη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ. Γέροντάς του ἦ­ταν ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος. Εἶ­χε ἔρ­θει ἀ­πό ἕ­να Μο­να­στή­ρι ἀ­πό τόν κό­σμο. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καί τα­πει­νός, οἱ κο­σμι­κοί τόν ἐ­παι­νοῦ­σαν. Αὐ­τός στε­νο­χω­ρι­ό­ταν καί φο­βο­ύ­με­νος μήν βλα­φτῆ ἀ­πό το­ύς ἐ­πα­ί­νους εἶ­πε στόν ἑ­αυ­τό του: «Ἀρ­σέ­νι­ε, φεῦ­γε καί σώ­ζου». Εἶ­χε ὡς ἐρ­γό­χει­ρο τά κου­τά­λια καί ἔ­κα­νε τόν μά­γει­ρα στο­ύς Ἰ­ω­σα­φα­ί­ους. Ἔ­τσι οἰ­κο­νο­μοῦν­ταν μα­ζί μέ τό κα­λο­γέ­ρι του, τό ὁ­ποῖ­ο με­τά τήν δο­κι­μή τό ἔ­κα­νε μο­να­χό μέ τό ὄ­νο­μα Μι­χα­ήλ τό ἔ­τος 1923. Ἔ­μα­θε καί ὁ π. Μι­χα­ήλ νά κά­νη κου­τά­λια. Τά ἔ­κα­νε μά­λι­στα πο­λύ κα­λά, ἴ­σια, σάν λαμ­πά­δα, ἐ­νῶ ὁ Γέροντάς του, ἐ­πει­δή δέν ἔ­βλε­πε κα­λά, τά ἔ­κα­νε στρα­βά.
    Κάποιος προ­σκυ­νη­τής πέ­ρα­σε νά ἀ­γο­ρά­ση κου­τά­λια καί ὁ π. Μι­χα­ήλ τοῦ ἔ­δω­σε ἀ­πό τά κα­λά τά δι­κά του. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε: «Ἔ­χε­τε τί­πο­τε κα­λύ­τε­ρα;». Τόν π. Μι­χα­ήλ τόν φώ­τι­σε τό­τε ὁ Θε­ός καί τοῦ ἔ­δει­ξε τά στρα­βά: «Αὐ­τά ἤ­θε­λα», εἶ­πε καί πῆ­ρε τά στρα­βά, ἴ­σως για­τί γίνονταν μέ προ­σευ­χή καί εἶ­χαν χά­ρι.
    Ὁ π. Μι­χα­ήλ ἦ­ταν κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός καί ἀ­γω­νι­στής. Συν­δέ­θη­κε μέ ἀ­γά­πη ἀ­δελ­φι­κή μέ τόν τό­τε μο­νά­ζον­τα στά Καυ­σο­κα­λύ­βια γε­ρω–Πορ­φύ­ριο. Ἀ­γω­νί­ζον­ταν μα­ζί ἀ­πό νέοι μοναχοί. Δέν ἦ­ταν ἁ­πλή συμ­πά­θεια ἡ φι­λί­α τους. Μέ τό χά­ρι­σμά του ὁ γε­ρω–Πορ­φύ­ριος ἔ­βλε­πε ἐμ­φα­νῶς τήν χά­ρι πού εἶ­χε ὁ π. Μιχαήλ. Γι᾿ αὐ­τό καί πρίν ­κοι­μη­θῆ εἶ­πε νά τόν θά­ψουν στόν τά­φο τοῦ π. Μι­χα­ήλ, ὅ­πως καί ἔ­γι­νε.
    Στήν Σκή­τη τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων ζοῦ­σε τό­τε κά­ποι­ος γε­ρω–Θε­ό­πεμ­πτος. Ἔ­με­νε σ᾽ ἕ­να ἡ­συ­χα­στι­κό καί μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­νο κα­λύ­βι πού ἦ­ταν στήν ἄ­κρη τῆς Σκή­τε­ως. Ἦ­ταν βια­στής, ἐρ­γά­της τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς καί ἔ­κα­νε τόν διά Χρι­στόν σα­λό. Ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα ἡ­σύ­χα­ζε καί τίς Κυ­ρια­κές καί ἑ­ορ­τές ἐ­λει­τουρ­γεῖ­το καί κοι­νω­νοῦ­σε στό Κυ­ρια­κό. Μα­ζί του συν­δέ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά ὁ π. Μι­χα­ήλ. Τοῦ οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τό πα­ξι­μά­δι καί τήν κουμ­πά­νια του, ἐ­νῶ ὁ γε­ρω–Θε­ό­πεμ­πτος τόν κα­θω­δη­γοῦ­σε στή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Κά­πο­τε ὁ π. Μι­χα­ήλ εἶ­χε αἱ­μο­πτύ­σεις καί ἔ­τρε­ξε ἀ­νή­συ­χος στόν γε­ρω–Θε­ό­πε­μπτο. Ἐ­κεῖ­νος τόν κα­θη­σύ­χα­σε λέ­γον­τάς του ὅ­τι αὐ­τό ὠ­φεί­λε­το στήν βί­α τῆς εὐ­χῆς.
    Ὁ π. Μι­χα­ήλ εὐ­λα­βεῖ­το τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ, για­τί εἶ­χε τό ὄ­νο­μά του, ἀλ­λά καί γιά κά­ποι­ον ἄλ­λον λό­γο. Ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ὁ ἴ­διος σ᾿ ἕ­ναν ὁ­μώ­νυ­μό του Κοι­νο­βι­ά­τη, κά­πο­τε πού ἔ­κα­νε τόν κα­νό­να του πα­ρου­σι­ά­στη­κε μπρο­στά του ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος  Μι­χα­ήλ καί τοῦ ἔ­δει­ξε πῶς νά προ­σε­ύ­χε­ται. Πῶς νά κρα­τᾶ τό κομ­πο­σχο­ί­νι, νά λέ­γη τήν εὐ­χή καί νά κά­νη συγ­χρό­νως σταυ­ρο­ύς μέ μι­κρές με­τά­νοι­ες.
Ἐ­πει­δή πλέ­ον τά κου­τά­λια δέν εἶ­χαν ζήτη­ση, ὁ π. Μι­χα­ήλ ἔ­μα­θε ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Ἐ­κοι­μή­θη ὁ Γέ­ρον­τάς του καί ἦρ­θε γιά συ­νο­δί­α του ὁ π. Γα­βρι­ήλ, πού στόν ὁποῖον ἐπίσης ἔ­μα­θε ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ ἦταν κα­λός ἁ­γι­ο­γρά­φος καί ἔ­κα­νε τίς εἰ­κό­νες μέ προ­σευ­χή καί εὐ­λά­βεια, γι᾿ αὐ­τό καί γί­νον­ταν καί θα­ύ­μα­τα.
Δι­η­γή­θη­κε ὁ π. Γα­βρι­ήλ ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του: «Κάποτε πού ἁ­γι­ο­γρα­φοῦ­σε ὁ Γέροντάς μου Μι­χα­ήλ μία εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­δε τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό στόν ὕ­πνο του καί τοῦ εἶ­πε εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ὅ­τι εἶ­ναι ὡ­ραία ἡ εἰ­κό­να, μό­νο νά δι­ορ­θώ­ση κά­τι».
Ἔ­κα­νε καί τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου Μι­χα­ήλ, ὅ­πως τόν εἶ­χε δεῖ.
     Στήν Ρόδο εἶ­χε ἐμ­φα­νι­σθῆ ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος σ᾿ ἕ­ναν ἀ­γρό­τη πού πή­γαι­νε στήν Ἀρ­χί­πο­λη, καί τοῦ εἶ­πε νά κά­νη ἐ­κεῖ μία Ἐκ­κλη­σί­α. Πράγ­μα­τι κτί­σθη­κε ἕ­να ὡ­ραῖ­ο Ἐκ­κλη­σά­κι καί πα­ρήγ­γει­λαν τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου στόν γε­ρω–Μι­χα­ήλ. Αὐ­τή ἡ εἰ­κό­να ἔ­κα­νε καί κά­νει πολ­λά θα­ύ­μα­τα. Κάποτε πῆ­γαν ἕ­ναν Τοῦρ­κο πα­ρά­λυ­το. Προ­σκύ­νη­σε καί ἔ­φυ­γε ὑ­γι­ής.
    Ἁ­γι­ο­γρά­φη­σε ἐ­πί­σης τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Σάββα τοῦ ἐν Κα­λύ­μνῳ. Ὅ­ταν με­τέ­φε­ραν τήν εἰ­κό­να στήν Κάλυμνο, ἄρ­χι­σαν νά χτυ­ποῦν οἱ καμ­πά­νες μό­νες τους.
     Κάποτε τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­καν δύ­ο πα­τέ­ρες ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο. Ἐ­νῶ συ­νω­μι­λοῦ­σαν καί ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ ἁ­γι­ο­γρα­φοῦ­σε, ἄρ­χι­σαν νά τρέ­χουν πο­τά­μι τά δά­κρυά του καί τό πρό­σω­πό του κοκ­κί­νη­σε. Οἱ πα­τέ­ρες ἀ­νη­σύ­χη­σαν καί τόν ρώ­τη­σαν τί συμ­βα­ί­νει. Ἐ­κεῖ­νος το­ύς κα­θη­σύ­χα­σε λέ­γον­τάς τους ὅ­τι προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς πού προ­σπα­θοῦ­σε νά λέ­η ἀ­δι­ά­λει­πτα. Ὅ­πο­τε ἤ­θε­λε ἔρ­χον­ταν τά δά­κρυ­α. Σέ ὅ­σους τόν ρω­τοῦ­σαν το­ύς ἔ­λε­γε γιά τήν νο­ε­ρά προ­σευ­χή. 
Γε­ρω–Μι­χα­ήλ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της
Ὁ ἴδιος βο­η­θή­θη­κε ἐκτός ἀ­πό τόν γε­ρω–Θε­ό­πεμ­πτο καί ἀ­πό ἕ­να γέ­ροντα πού ἀ­σκή­τευ­ε στό ξε­ρο­νήσι τοῦ Ἁ­γί­ου Χρι­στο­φό­ρου, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τά Καυ­σο­κα­λύ­βια.
    Ὅ­ταν γή­ρα­σε καί ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, γιά νά μήν ξε­σκε­πά­ζε­ται τίς νύ­χτες καί κρυ­ώ­νη, ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του ἔ­βα­λε φερ­μου­άρ στήν κου­βέρ­τα του. Κάποια νύ­χτα ἀ­κου­γό­ταν συ­νο­μι­λί­α στό κελ­λί τοῦ γερω–Μι­χα­ήλ. Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα νά δῆ μέ ποι­όν μι­λᾶ. Τοῦ εἶ­πε ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ: «Τί μοῦ ἔ­κα­νες! Εἶ­χε ἔρ­θει ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος ἐ­δῶ καί δέν μπο­ροῦ­σα νά ση­κω­θῶ».
     Ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ γνώ­ρι­ζε ποῦ βρί­σκε­ται θαμ­μέ­νο τό λε­ί­ψα­νο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Καυ­σο­κα­λύ­βη καί τό φα­νέ­ρω­σε καί στόν φί­λο του γε­ρω–Πορ­φύ­ριο.
     Ὁ γε­ρω–Μι­χα­ήλ, ὅ­πως δι­η­γοῦν­ται ὅ­σοι τόν γνώ­ρι­σαν, ἦ­ταν ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἐ­νά­ρε­τος μο­να­χός, ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ, ἄ­κα­κος σάν ἀρ­νά­κι. Ἀ­γα­ποῦ­σε τίς ἀ­κο­λου­θί­ες. Δέν ἔ­κα­νε με­γά­λες ἀ­σκή­σεις οὔ­τε ἰ­δι­α­ί­τε­ρες νη­στεῖ­ες καί ἀ­γρυ­πνί­ες. Ἦ­ταν ὅ­μως πο­λύ ἐ­λε­ή­μων, πρᾶ­ος καί εἰ­ρη­νι­κός μέ ὅ­λους. Εἶ­χε πο­λλή ἀ­γά­πη γιά ὅ­λους το­ύς πα­τέ­ρες. Ἄ­φη­νε τίς δι­κές του δου­λει­ές καί πή­γαι­νε νά βο­η­θή­ση ἀρ­ρώ­στους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Πῆ­ρε καί γη­ρο­κό­μη­σε τόν π. Ἀ­θα­νά­σιο Στρέ­ζο­βα, τε­λευ­ταῖ­ο δι­ά­δο­χο ἀ­πό τήν συ­νο­δε­ί­α τοῦ πα­πα–Χα­ρί­τω­νος τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ καί Ἡ­συ­χα­στοῦ.
     Εἶ­χε χά­ρι­σμα νά βο­η­θᾶ καί νά πα­ρη­γο­ρῆ το­ύς νέ­ους μο­να­χο­ύς δι­η­γο­ύ­με­νος ὡ­ραῖ­ες ἱ­στο­ρί­ες. Ἔ­λε­γε γιά τήν ὑ­πε­ρη­φά­νεια: «Ὁ ὑ­πε­ρή­φα­νος προ­τι­μᾶ νά ἀ­νε­βῆ τρεῖς φο­ρές στόν Ἄ­θω­να, πα­ρά νά πῆ ἕ­να ”εὐλόγησον”». Συμ­βο­ύ­λευ­ε πο­λύ ὡ­ραῖ­α καί πρα­κτι­κά το­ύς προ­σκυ­νη­τές πού περ­νοῦ­σαν ἀπ᾿ τό κα­λύ­βι του. Ἔ­λε­γε σέ κά­ποι­ον ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κα κλη­ρι­κό: «Νά μι­λᾶς. Δέν βλέ­πεις το­ύς κομ­μου­νι­στές πό­σους ἔ­χουν πα­ρα­σύ­ρει μέ τά ἐ­πί­μο­να καί συ­νε­χῆ κη­ρύγ­μα­τά τους;».
Ἦ­ταν σε­βα­στός καί ἀ­γα­πη­τός σέ ὅ­λους το­ύς πα­τέ­ρες.
Ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά τό ἔ­τος 1978.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.