Κατ’
αρχήν καλό θα ήταν να μην αμαρτάνει κανείς. Αλλά ο άνθρωπος είναι
άνθρωπος, και η Εκκλησία το πήρε ως δεδομένο αυτό, ότι και οι
βαπτισμένοι χριστιανοί αμαρτάνουν και μάλιστα διαπράττουν θανάσιμες
αμαρτίες. Τονίσαμε και άλλη φορά και, παρακαλώ, θα το πω ακόμη μια φορά.
Ποτέ, ποτέ ένας βαπτισμένος να μην πει: «Δεν πειράζει· ας αμαρτήσω. Θα
μετανοήσω». Ποτέ. Ο βαπτισμένος οφείλει καθόλου να μην αμαρτάνει.
Αν
ως άνθρωπος τη δύσκολη ώρα, τη δύσκολη στιγμή, πάνω στον αγώνα του
έπεσε, υπάρχει μετάνοια, υπάρχει συγχώρηση, υπάρχει έλεος, υπάρχει
σωτηρία. Αλλά αν όμως πονηρά σκεπτόμενος λέει κανείς: «Μπορούμε να
αμαρτάνουμε. Υπάρχει εξομολόγηση, υπάρχει μετάνοια. Θα πάμε να
εξομολογηθούμε και θα μας συγχωρήσει ο Θεός», αυτό είναι πολύ κακό και
δεν ξέρουμε πόσο συγχωρεί ο Θεός σε μια τέτοια περίπτωση. Επομένως, αυτό
να βγει από το μυαλό μας.
Πρέπει
επίσης να το νιώσουμε καλά-καλά ότι θανάσιμες αμαρτίες που γίνονται
μετά το βάπτισμα, συγχωρούνται με το μυστήριο της εξομολογήσεως, (όπως
είπαμε, το δεύτερο βάπτισμα γίνεται, καθώς δεν μπορεί να ξαναβαπτισθεί
κανείς), και ο χριστιανός που εξομολογείται τακτοποιείται, καθαρίζεται,
αλλά δεν γίνεται όπως γίνεται αυτός που βαπτίζεται.
Ένας
που είναι σε μεγάλη ηλικία και είναι αβάπτιστος, ό,τι κι αν έχει κάνει,
άμα βαπτισθεί, γίνεται καινούργιος άνθρωπος και είναι σαν να μην έχει
κάνει καμιά αμαρτία. Ένας ο οποίος είναι βαπτισμένος, εάν κάνει βαρύτατα
αμαρτήματα, συγχωρείται, εφόσον μετανοήσει και εξομολογηθεί, και θα
σωθεί, αλλά όμως δεν είναι όπως είναι όταν βαπτίζεται.
Όλα
αυτά τα τονίζουμε, για να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να
αμαρτάνουμε. Να το προσέξουμε αυτό. Βαπτισθήκαμε; Οφείλουμε να ζήσουμε
ως βαπτισμένοι, οφείλουμε να είμαστε καθαροί και άγιοι. Έπεσες; Έπεσες.
Αλλά να πέσεις πάνω στη μάχη, πάνω στον αγώνα, και όχι έχοντας το
φρόνημα ότι μπορείς να αμαρτάνεις, αφού θα πας να εξομολογηθείς.
Αυτά
να τα καταλάβουμε πάρα πολύ καλά. Και ενόσω είμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο,
ενόσω τα φέρνει έτσι ο Θεός, που μπορούμε να ακούσουμε, να συζητήσουμε,
να ρωτήσουμε, να διαβάσουμε, να καταλάβουμε, παρακαλώ πολύ να δούμε
καλά τα της ψυχής μας, και κανένας να μην αφήσει την ψυχή του
ατακτοποίητη ως προς το θέμα των αμαρτιών που έκανε μετά το βάπτισμα.
Κανένας.
Δεν
τακτοποιούνται οι αμαρτίες ούτε με το να περάσει ο καιρός ούτε απλώς με
το να πει κανείς στην προσευχή του: «Συγχώρησέ με, Θεέ μου, γιατί έκανα
αυτό». Είναι πολύ σοβαρό το θέμα, και ο καθένας πολύ σοβαρά, πολύ
υπεύθυνα να το τακτοποιήσει και όχι με αρρωστημένη διάθεση. Γιατί
επικρατεί και αυτή η άποψη, ότι με το να μιλούμε για την αμαρτία,
κάνουμε τους ανθρώπους να αισθάνονται ενοχές, και καθώς αισθάνονται
ενοχές, δημιουργούνται ψυχολογικά προβλήματα. Έτσι είναι βέβαια, αλλά
μόνο αν τα πάρεις ανάποδα και στραβά.
Το
λέω ρητώς και κατηγορηματικώς ότι δεν παθαίνει κανείς τίποτε, τίποτε
–και όχι απλώς δεν παθαίνει, αλλά τότε λυτρώνεται– όταν καλά-καλά δει
την αμαρτία του. Έκανες την αμαρτία; Δες την. Εφόσον διέπραξες την
αμαρτία, να τη δεις. Μη φοβάσαι να τη δεις, και μετανόησε. Αν
μετανοήσεις, λυτρώνεται η ψυχή σου, και ούτε κομπλεξικές ούτε άλλες
ψυχοπαθολογικές καταστάσεις δημιουργούνται.
Όποιος
παθαίνει από αυτά τα πράγματα, σημαίνει ότι στο βάθος δεν μετανοεί
αληθινά. Δηλαδή, καθώς ακούει για τα θέματα αυτά, από το ένα μέρος
νιώθει ότι έκανε αμαρτίες, από το άλλο μέρος όμως δεν θέλει να
μετανοήσει, δεν θέλει να αναγνωρίσει ενώπιον του Θεού ότι αμάρτησε και
να πει: «Αμάρτησα, Θεέ μου· συγχώρησέ με». Δεν θέλει να ταπεινωθεί
ενώπιον του Θεού και να ζητήσει το έλεός του. Θέλει να είναι
ασπροπρόσωπος. Αυτά δεν συμβιβάζονται. Και αρχίζουν οι ενοχές και οι
διάφορες κομπλεξικές καταστάσεις.
Κανείς
μας ενώπιον του Θεού δεν μπορεί να είναι ασπροπρόσωπος. Ενώπιον του
Θεού είμαστε όλοι εκτεθειμένοι, όποιοι κι αν είμαστε, διότι μετά το
βάπτισμα οι πάντες αμαρτήσαμε. Καλότυχοι, θα έλεγε κανείς, και μακάριοι
εκείνοι που δεν διέπραξαν θανάσιμες αμαρτίες, αλλά τελικά όμως μακάριοι
είναι όλοι όσοι θα μετανοήσουν για τις αμαρτίες που έκαναν μετά το
βάπτισμα –αληθινά θα μετανοήσουν– και θα δεχθούν τη συγχώρηση και την
τακτοποίηση της ψυχής που δίνει ο Θεός.
Όπου
υπάρχει αληθινή μετάνοια, όπου υπάρχει αληθινή εξομολόγηση, δεν είναι
δυνατόν να υπάρχουν αισθήματα ενοχής, τα οποία καταπιέζουν τον άνθρωπο
και δημιουργούν, όπως είπαμε, κομπλεξικές και ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις. Το λέω ρητώς και κατηγορηματικώς.
Επομένως,
να μη φοβόμαστε ενώπιον του Θεού, προπαντός στο μυστήριο της
εξομολογήσεως, να δούμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, να νιώσουμε ότι είμαστε
αμαρτωλοί και να ομολογήσουμε την αμαρτία μας, να εξομολογηθούμε την
αμαρτία μας. Καθόλου, καθόλου να μη φοβόμαστε.
Μην
καταβάλεις την παραμικρή προσπάθεια να κρύψεις τα αμαρτήματά σου ή να
τα εξωραΐσεις. Ωμά πες την αμαρτία. Όσο πιο πολύ θα δεις την αμαρτία σου
και όσο πιο ανεπιφύλακτα θα την ομολογήσεις με μετάνοια και με ελπίδα
στο έλεος του Θεού, τόσο πιο πολύ συγχωρείσαι, τόσο πιο πολύ καθαρίζεσαι
και τόσο πιο πολύ τακτοποιείσαι.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, πού ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 164.