λθ’. Ἄγγελοι βοηθοῦν στήν ἐξομολόγηση
Παλαιότερα
ἕνας ἱερέας ἀπό τή Νέα Σκήτη ἔπαιρνε ἐφημερία στόν Ἅγιο
Παῦλο, διότι τό Μοναστήρι δέν εἶχε παπάδες. Μαζί του ἐρχόταν
καί ὁ παραδελφός του πού ἦταν καί κατά σάρκα ἀδελφός του. Ὁ
ἐφημέριος ἦταν 70 ἐτῶν καί ὁ ἀδελφός του 90. Κάποια φορά ὁ
μοναχός δέν αἰσθανόταν καλά καί παρεκάλεσε τόν παπᾶ νά
φωνάξη ἀπό τή Νέα Σκήτη τόν Πνευματικό νά ἐξομολογηθῆ καί νά
κοινωνήση. Μέχρις ὅμως νά ᾿ρθῆ ὁ Πνευματικός, ἔπεσε ὁ
μοναχός σέ κῶμα. Εἶπε ὁ Πνευματικός νά βγοῦν οἱ ἄλλοι ἔξω.
Ἀκούμπησε τήν θεία Κοινωνία στό τραπέζι, γονάτισε καί
ἔκανε δυνατή προσευχή: «Παναγία μου», εἶπε, «μία στιγμούλα
νά συνέλθη νά τόν κοινωνήσω καί μετά ἄς φύγη».
Γιά
μία στιγμή συνῆλθε τό γεροντάκι καί λέει στόν Πνευματικό: «Σ᾿
εὐχαριστῶ πολύ. Βλέπεις; Ἐδῶ παραστέκονται δύο ἀγγελάκια
καί μοῦ λένε: ”Ποῦ νά σέ πᾶμε; Αὐτά εἶναι ἀσυγχώρητα. Γιατί δέν
τά ἐξωμολογήθηκες;”».
Εἶχε
ξεχάσει δύο σοβαρές ἁμαρτίες, τίς ὁποῖες τοῦ θύμισαν οἱ
Ἄγγελοι. Δέν τίς ἔκρυψε, ἀλλά δέν τίς θυμόταν. Τίς
ἐξωμολογήθηκε, τοῦ διάβασε συγχωρητική εὐχή ὁ
Πνευματικός καί τόν κοινώνησε. Εὐχαρίστησε τόν Πνευματικό
καί ἐκοιμήθη χαρούμενος καί ἀνάλαφρος.
μ’. ”Τί χαρά ἔνιωσα!”
Διήγηση
Γέροντος: «Ἤμουν Δασονόμος καί εἶχα καιρό νά κοινωνήσω. Τότε
κοινωνούσαμε κάθε εἴκοσι μέρες. Πέρασε λοιπόν καιρός καί
ἐπεθύμησα νά κοινωνήσω. Ἑτοιμάστηκα, νήστεψα τρεῖς μέρες
καί κατέβηκα μέ τά πόδια στό Μοναστήρι βαδίζοντας δυόμισι
ὧρες. Πῆγα νά πάρω εὐλογία ἀπό τόν Ἡγούμενο. Ἐκεῖνος λίγο
θυμωμένα μοῦ εἶπε, ”δέν ἔχει εὐλογία”. Ἐγώ εἶπα· ”νἆναι
εὐλογημένο” καί ἔφυγα. Μέσα μου ὅμως στενοχωρήθηκα. Εἶπα:
”Τόσο κόπο ἔκανα νά ἔρθω, νήστεψα, τόσον καιρό ἔχω νά
κοινωνήσω, γιατί νά μή μέ ἀφήνη;”. Ὄχι πώς κατηγόρησα τόν
Γέροντα. Μέσα μου εἶπα ὅτι αὐτός καλά κάνει τήν δουλειά του, ἀλλά
ἀναρωτιόμουν σέ τί ἔφταιξα, ὥστε νά ἐπιτρέψη ὁ καλός Θεός
τέτοια δοκιμασία. Μέ στοίχισε. Σκεφτόμουν ποῦ ἔφταιξα, τί
ἔκανα. Δέν μποροῦσα νά βρῶ, ἴσως κάτι ἦταν καί δέν τό ἔβλεπα.
Ἐκεῖ πού συλλογιόμουνα αὐτά μέ πιάνουν τά δάκρυα καί ἔκλαψα
λίγο. Λέγω· ”δέν πειράζει, γιά καλό μου θἆναι”.
»Ὅταν
προχώρησε ἡ ἀκολουθία καί φτάσαμε στήν Λειτουργία, πρίν ἀπό
τό ”Μετά φόβου”, ἔρχεται ὁ Ἡγούμενος καί μοῦ λέει νά
κοινωνήσω. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν διάβασα τήν θεία Μετάληψη. Μοῦ
εἶπε νά κάνω ὑπακοή, νά κοινωνήσω καί νά διαβάσω μετά τήν
θεία Μετάληψη.
»”Νἆναι
εὐλογημένο”, εἶπα, καί πῆγα κοινώνησα. Ἔ, τί χαρά ἔνιωσα,
τί χαρά! Λέω, ”βρέ πειρασμέ, δικό σου ἦταν αὐτό γιά νά μέ βάλης
νά πῶ κάτι γιά τόν Γέροντα νά ψυχρανθῶ, οὔτε νά κοινωνήσω καί νά
στενοχωρέσω καί τόν Γέροντα”. Ἀλλά δάγκωσα τήν γλῶσσα μου νά μήν
πῶ τίποτε. ”Ἐγώ φταίω”, εἶπα, ”δέν φταίει ὁ Γέροντας”».
μα΄. Στόν ἔπαινο ἀκολουθεῖ πειρασμός
Κάποτε
χιόνισε πολύ. Στήν αὐλή ἑνός Μοναστηριοῦ τό χιόνι εἶχε
φτάσει τό 1,5 μέτρο. Ὁ Ἐκκλησιαστικός δέν μποροῦσε νά πάη στήν
Ἐκκλησία. Πῆρε τότε τό φτυάρι καί ἄνοιξε διάδρομο. Ἔκανε
παραπάνω ἀπό μία ὥρα. Ὅταν ὁ Ἡγούμενος τό εἶδε, χάρηκε, τόν
χτύπησε στόν ὦμο λέγοντάς του ”μπράβο”. Σάν ἀπό προαίσθηση ὁ
Ἐκκλησιαστικός δέν ἀναπαύτηκε μέ τόν ἔπαινο καί φοβήθηκε
μήν ἀκολουθήση κανένας πειρασμός· καί ὄντως συνέβη.
Τήν
ἄλλη μέρα πῆγε νά πῆ κάτι στόν Ἡγούμενο, ἀλλά ἐκεῖνος
θυμωμένος τόν ἔδιωξε: «Φῦγε ἀπό δῶ γουρούνι, γαϊδούρι»
καί ἄλλα, καί ὁ Ἐκκλησιαστικός δέν ἔβγαλε μιλιά.
Στήν
ἀκολουθία κάθονταν καί οἱ δύο στόν ἴδιο χορό καί ἔβλεπε τόν
Γέροντα μέ σκυμμένο κεφάλι. Ὁ Ἐκκλησιαστικός ἔκανε
κομποσχοίνι γιά τόν Γέροντα καί πίστευε μέσα του ὅτι αὐτό
ἔγινε γιά νά τόν δοκιμάση. Πῆγε τότε καί εἶπε στόν Ἡγούμενο:
«Εὐλόγησον, Γέροντα, νά μέ συγχωρέσης, ἄν εἶσαι
στενοχωρημένος ἀπό μένα νά σοῦ βάλω ὅσες μετάνοιες θέλεις.
Δέν ἔχω τίποτα. Νά μέ συγχωρέσης, γιά νά αἰσθάνωμαι πιό
ἄνετα». Ὁ Γέροντας ἀπάντησε ὅτι δέν ἔχει τίποτε, καί ἔτσι
εἰρήνευσε ὁ ἀνεύθυνος καί ταπεινός μοναχός. Ἡ ἀγάπη του τόν
ἔκανε νά σκέφτεται περισσότερο τόν Γέροντα, μήν τυχόν εἶναι
στενοχωρημένος, ἄν καί ὁ ἴδιος δέν ἀντιμίλησε καί δέν
κατέκρινε τόν Ἡγούμενο.