του Νεκτάριου
Δαπέργολα, Διδάκτορος Ιστορίας
Κι
αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή, δεν θα έχουν τελειώσει οι δοκιμασίες. Μία μικρή
ανάπαυλα θα είναι μόνο μέχρι την επόμενη μεγάλη πρόβα του νεοεποχίτικου πειράματος
για τον παγκόσμιο έλεγχο. Για το φύτεμα του τρόμου, την καθολική υποταγή των
συνειδήσεων, την προώθηση της «ανάγκης» μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης που θα
εγγυάται δήθεν την ασφάλεια, την τάξη και την υγεία των λαών. Μία μικρή ανάσα
μέχρι το επόμενο χτύπημα του ολοκληρωτικού φασισμού, που θα βάλει ένα ακόμη
λιθάρι στο οικοδόμημα του οργουελικού εφιάλτη.
Κι
αν βγω από αυτή τη φυλακή, τίποτε δεν θα είναι πια το ίδιο. Μόνο ο φόβος θα
παραμείνει σχεδόν ολόιδιος. Που θα συνεχίσει να πλανάται ολόγυρά μας,
τρεφόμενος πάντα από τα στημένα ΜΜΕ. Μαζί με την ξεδιάντροπη κοροϊδία κι
εξαπάτηση από το ελληνοφοβικό και ξεπουλημένο πολιτικό προσωπικό της δύσμοιρης
αποικίας, που επίσης θα συνεχιστεί χωρίς προσχήματα. Για λίγο τουλάχιστον
ακόμη. Γιατί όλη αυτή η ζοφερή σύναξη των αλαστόρων, μαζί με τα κάθε λογής
δεκανίκια και τους καθεστωτικούς λακέδες της, έχει φορτώσει πάνω της αυτές τις βδομάδες
ένα απίστευτο επιπλέον βάρος αμαρτιών. Οι μέρες τους είναι μετρημένες. Για πόσο
όμως ακόμη θα συνεχίσουν να βασανίζουν τις ζωές μας, αυτό κανείς ακόμη δεν
μπορεί να το πει.
Κι
αν βγω από αυτή τη φυλακή, θα δω μπροστά μου μια άλλη πατρίδα. Λεηλατημένη,
διαλυμένη, απροκάλυπτα προδομένη από πολιτικές και εκκλησιαστικές ηγεσίες, με
το σχέδιο του κατευθυνόμενου λαθροεποικισμού να έχει προχωρήσει, με τις
αποικιοκρατικές συμμορίες των κρυμμένων αφεντικών να τη λυμαίνονται πιο ξεδιάντροπα
από κάθε άλλη φορά. Και θα αντικρύσω ένα τοπίο σεληνιακό. Κλειστά μαγαζιά,
μικρές επιχειρήσεις κατεστραμμένες, κάποιες άλλες να προσπαθούν με θανάσιμη
αγωνία να επανέλθουν και να επιβιώσουν, στερνά σπαράγματα μια οικονομίας από
χρόνια ετοιμοθάνατης. Σύντομα θα έρθουν και οι περικοπές σε μισθούς και
συντάξεις, ίσως κάποια στιγμή και πλήρεις αναστολές πληρωμών. Πείνα κι
εξαθλίωση ανοίγονται μπροστά μας. Μόνο αφελείς μπορεί να φρονούν πλέον τα
αντίθετα και να ελπίζουν «επιστροφή στην κανονικότητα». Και μόνο «χρήσιμοι
ηλίθιοι» μπορεί να πιστεύουν σε κάτι διαφορετικό. Και να λένε ακόμη πως όλα
αυτά έγιναν τυχαία και δεν ήταν ένα άθλιο πείραμα που τελικά κυρίως χρησίμευσε
για να τσακίσουν το μυαλό μου, να χτυπήσουν την ορθόδοξη πίστη μου, να ρημάξουν
τη ζωή μου. Πως όλο αυτό δεν ήταν ένας διωγμός ψυχών και σωμάτων.
Όμως,
αν βγω από αυτή τη φυλακή, θα πάψω να μιλάω και για αφελείς ή για «χρήσιμους
ηλίθιους». Θα έπρεπε ήδη εδώ και πολλά χρόνια, αλλά κυρίως επικεντρώναμε στους
συνειδητούς προδότες, στους βολεμένους, στους εν πλήρει συναισθήσει μισέλληνες
και χριστομάχους. Στους άλλους συνεχίζαμε με πολλή μεγαθυμία να βρίσκουμε
άλλοθι και ελαφρυντικά. Πλέον όμως δεν υφίστανται δικαιολογίες, λόγω δήθεν
«άγνοιας» ή «καλής προαίρεσης» ή «συγγνωστής αφέλειας». Άγνοια και αφέλεια
είναι ασυγχώρητες πια. Όσοι στηρίζουν το άθλιο παιχνίδι του Μεγάλου Αδελφού,
είτε φορούν κουστούμια, είτε ράσα, είτε ιατρικές ποδιές, είτε στολές
αστυνομικών, είτε οτιδήποτε άλλο, εδώ που φτάσαμε είναι πλέον άνευ δικαιολογιών
συναινούντες και συνένοχοι. Εκόντες ή άκοντες, εν πλήρει ή και εν μηδενικώ
συνειδότι. Και έτσι εφεξής θα πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Κι
αν βγω από αυτή τη φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει. Κι αν το «κανείς»
δείχνει υπερβολικό, πάντως θα είναι σίγουρα ελάχιστοι. Οι πιο πολλοί με
πρόδωσαν. Φίλοι και γνωστοί και συντοπίτες που πρόδωσαν την πίστη τους για τόσο
ασήμαντο λόγο, άλλοι που επένευσαν για τις κλειδαμπαρωμένες εκκλησιές, άλλοι
που κατέδωσαν ως εχθρούς του λαού τους «παραβάτες» ιερείς ή χάρηκαν για την τιμωρία
τους. Άλλοι που ακόμη φωνασκούν ότι όλος αυτός ο αποτρόπαιος εγκλεισμός έγινε
για το καλό μας, άλλοι που πιστεύουν πως δεν έχουν τόση σημασία τα ανθρώπινα
δικαιώματα, άλλοι που από τον φόβο του θανάτου τρομοκρατήθηκαν έως θανάτου,
άλλοι που κατέληξαν σε ακραίες μορφές εκούσιας απομόνωσης και θλιβερού
μισανθρωπισμού. Ποια ακριβώς σχέση μπορεί να έχω πια με όλους αυτούς; Δεν είναι
ξεκάθαρο πόσο τα αποκαλυπτήρια και η κρησάρα της δοκιμασίας έχουν χωρίσει πλέον
τους δρόμους μας; Δεν είναι φανερό πόσο πολύ μας έχουν αποξενώσει;
Κι
αν βγω λοιπόν απ’ αυτή τη φυλακή, σχεδόν όλοι θα μοιάζουνε αλλιώτικοι. Θα
μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί. Για την ακρίβεια δεν
θα ξέρω καν ποιοι είναι πια οι φίλοι μου. Αναμνήσεις ενός άλλου κόσμου, που
πλέον δεν υπάρχει, μετά από τόσα απερίγραπτα συμβάντα που ζήσαμε. Πράγματα
πρωτοφανή, ζοφώδη και τρομακτικά. Ένας τόπος που αφέθηκε να κατρακυλήσει με
ταχύτητα στον γκρεμό της μαζικής παράκρουσης και μιας υστερίας - θα ’λεγες -
δαιμονικής. Και να γίνει κομμάτι ενός μύθου ή μάλλον αυτόβουλο θύμα ενός μύθου.
Ενός αποτρόπαιου παραμυθιού, που ακόμη κάποιοι θα το αποκαλούν αποκύημα
συνωμοσιολογικής φαντασίας, αλλά ακόμη κι αυτό θα ωχριά μπροστά στην εφιαλτική
πραγματικότητα.
Κι
αν βγω από αυτή τη φυλακή, θα είναι ήδη έτοιμη η επόμενη. Θα έχουν στα σκαριά
και την επόμενη «επιδημία», θα έχουν έτοιμα ένα σωρό φασιστικά μέτρα, θα
επιχειρήσουν να με αναγκάσουν να δεχτώ εμβολιασμούς και μικροτσίπ, θα έχουν όλα
τα ψευτοδεδικασμένα από ένα βάναυσα κουρελιασμένο Σύνταγμα, για να μου
επιβάλουν ακόμη χειρότερες απαγορεύσεις και στη μετακίνηση και στην επικοινωνία
και ό,τι απέμεινε από την ελευθερία του λόγου. Τώρα που ξέρουν καλά το «πώς»,
είναι απλά διαδικαστικό να ξαναβρούν το «πότε» και το «γιατί». Ή μάλλον να τα
επινοήσουν.
Κι
αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή, ξέρω καλά πως δεν θα έχω βγει κι από το σκοτεινό
τούνελ. Όμως δεν θα ξεχάσω. Δεν θα ξεχάσω τι έκαναν στην πατρίδα μου τα
γιουσουφάκια κι οι λακέδες του νεοταξικού φασισμού. Δεν θα ξεχάσω πώς φέρθηκαν
απέναντι στην πίστη μου και πώς με κλείδωσαν έξω από τις εκκλησιές χωρίς
απολύτως κανένα λόγο. Δεν θα ξεχάσω πώς επιχείρησαν να με κάνουν ένα ψυχωσικό
αυτοέγκλειστο, που φοβάται να φιλήσει τον αδερφό του ή να ανταλλάξει χειραψία
με τον γείτονα. Και δεν θα φοβηθώ. Τα σχέδια τους είναι τρομακτικά, όμως ξέρω
πως έχει κι ο Θεός τα δικά του. Και ότι, όσο κι αν αφηνιάσουν, δεν θα
προλάβουν, γιατί στο τέλος Εκείνος θα είναι ο νικητής. Ίσως πονέσω, σίγουρα θα
πεινάσω, αναμφίβολα θα κλυδωνιστώ, αλλά θα ξαναβγώ στο φως. Με τη δύναμή Του.
Και με τις μεσιτείες της Μάνας μας. Κι ακόμη με τις πρεσβείες όσων εξαγίασαν με
τον βίο τους ή πότισαν με το αίμα τους επί 20 αιώνες αυτόν τον τόπο.
Κι
αν βγω συνεπώς απ’ αυτή τη φυλακή, ξέρω καλά τι θα έχω να αντιμετωπίσω. Ξέρω
ωστόσο επίσης και ότι θα συνεχίσω να είμαι λεύτερος. Όπως ακριβώς ήμουν και
μέσα στη φυλακή. Μ’ εκείνη τη λευτεριά που μου χαρίζει το φως του Αναστάντος.
Και που κανένα ολοκληρωτικό σύστημα, κανένα αυταρχικό κι αντίχριστο καθεστώς
δεν θα μπορέσει ποτέ να μου την πάρει, αν πρώτα δεν την παραδώσω μόνος μου. Αν
εγώ δεν τους τη χαρίσω, αυτοπροαιρέτως και αυτεξουσίως.
Βγαίνοντας
εν τέλει απ’αυτή τη φυλακή, γνωρίζω καλά τι θα πρέπει να έχω στο μυαλό μου και
να μην το ξεχάσω ούτε για μια στιγμή.
Χριστός
ανέστη. Στώμεν καλώς!