Αὐγουστιάτικο μεσημέρι. Λούζεται ὁ Διόνυσος ἀπὸ τὶς κάθετες ἀχτίδες τοῦ ἥλιου, ποὺ κάνουν τὰ πεῦκα χρυσοπράσινα καὶ τὶς κεραμοσκεπὲς πρόσχαρες. Ἡσυχία. Μόνο τὸ μονότονο τραγούδι τῶν τζιτζικιῶν ἀκούγεται ἀσταμάτητα, ὅπως τὰ Χερουβὶμ ἀνυμνοῦν τὸν Πλάστη «ἀκαταπαύστοις στόμασιν, ἀσιγήτοις δοξολογίαις».
Στὴν Κατασκήνωση, ποὺ ὁ μαντρότοιχός της συνορεύει μὲ τὸ προαύλιο τοῦ ἅϊ – Γιώργη, ἔχει χτυπήσει σιωπητήριο. Καὶ κάπου ἐκεῖ, γύρω στὶς τρεῖς, προβάλλει κάποιος ρασοφόρος. Πορεύεται μὲ βῆμα ταχὺ πρὸς τὴν κεντρικὴ πύλη. Ἡ κυρία Ἐλευθερία, ποὺ τὸ σπίτι της εἶναι ἀκριβῶς ἀπέναντι, κοιτάζει καὶ κουνάει τὸ κεφάλι:
-Νὰ τος, πάλι ὁ παπα Μᾶρκος. Τρεῖς ἀκριβῶς! Στὸ πόστο του!
Τακτικὰ κάνει αὐτὴ τὴν κίνηση. Περνάει τὴν πύλη καὶ βρίσκεται μέσα στὴν κατασκήνωση. Ἐκεῖ τὸν περιμένει ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος. Ἕνα μικρὸ δωματιάκι, γιὰ νὰ ἀκουμπήσει τὰ ἱερά του, νὰ τοποθετήσει τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ βάλει τὸ πετραχήλι του καὶ νὰ δεχτεῖ μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ τὰ παιδιά, ποὺ θέλουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ ἀνοίξουν τὴν καρδιά τους, νὰ ποῦν τί τὰ ἀπασχολεῖ, τί τὰ στενοχωρεῖ. Καὶ ὄχι μόνο τὰ παιδιά. Καὶ οἱ ὁμαδάρχες καὶ ὅποιος ἄλλος θέλει ἀπὸ τὸ προσωπικό.
Εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανείς. Τὸ πρόγραμμά του εἶναι τόσο φορτωμένο μὲ χίλιες δύο ὑποχρεώσεις. Καὶ τρεῖς ἡ ὥρα μεσημέρι, ἀντὶ νὰ βρεῖ ἕνα τόπο νὰ κλείσει λίγο τὰ μάτια του, νὰ ἀναπαύσει μισὴ ὥρα τὸ καταπονημένο σῶμα του, ἐκεῖνος σκέπτεται τὰ παιδιὰ τῆς κατασκήνωσης!
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἦρθε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο ἕνα εἶναι τὸ μέλημά του: νὰ ὑπηρετεῖ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ὑπακούοντας στὸ θεϊκὸ θέλημα. Καὶ ὄχι μόνο τοὺς κατοίκους τῆς Ἐνορίας. Ὁποιονδήποτε εἶχε ἀνάγκη.
Ἡ φιλεύσπλαγχνη καρδιά του δὲν ἀνεχόταν νὰ βρίσκεται δίπλα ἀπὸ τὴν Κατασκήνωση καὶ νὰ μὴ προσφέρει καὶ σὲ αὐτὴν τὴ φιλάνθρωπη ὑπηρεσία του. Ὅπως ἐπισκέφτηκε τοὺς Διευθυντὲς τῶν Σχολείων, ἔτσι ἐπισκέφτηκε καὶ τὸ Ἀρχηγεῖο τῆς Κατασκήνωσης τοῦ ΤΥΠΕΤ (Ταμεῖο Ὑπαλλήλων Ἐθνικῆς Τράπεζας). Ἡ Κατασκήνωση γειτονεύει μὲ τὸν ἅγιο – Γιώργη. Θὰ ἦταν κρῖμα νὰ μένουν τὰ παιδιὰ ἀμέτοχα τῆς Χάριτος, ποὺ
χύνεται πλάι στὴ μάντρα τους! Ζητιάνος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐπαίτης γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον, χτύπησε γιὰ πρώτη φορά τὴν πόρτα. Καὶ ἡ πόρτα δὲν ἦταν πρόθυμη νὰ ἀνοίξει. Ἀλλὰ τελικὰ μπροστὰ στὴν ἄδολη καὶ ἀνιδιοτελῆ παράκληση … ἔπεσε τὸ ὀχυρό.
Δὲν προσφέρει μόνο τὴν ἀνακουφιστικὴ δωρεὰ τῆς ἐξομολόγησης. Ἔχει κανονίσει μὲ τὸ Ἀρχηγεῖο κάθε Κυριακὴ νὰ ἐκκλησιάζονται μερικὲς ὁμάδες, κάθε φορά ἄλλες. Κι ἔβλεπες νεαρὰ ξεπεταρούδια μὲς στὸ κατακαλόκαιρο νὰ ἔρχονται σὲ ὁμάδες, νὰ ἀνάβουν τὸ ἁγιοκέρι τους καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ Θεία Λειτουργία μὲ τοὺς ὁμαδάρχες τους καὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ νὰ συμμετέχουν στὸ Μυστήριο τῶν μυστηρίων.
Βέβαια ἐκεῖνος θὰ ἤθελε νὰ ἀγκαλιάζει σὲ κάθε Λειτουργία ὅλα τὰ παιδιά. Μά, ὁ ἅγιος Γιώργης δὲν ἔχει τόση χωρητικότητα. Σὲ λίγες μέρες ὅμως εἶναι τῆς Παναγίας. Δὲ θὰ ἀφήσει κανένα παιδὶ ἀλειτούργητο.
Ἂν δὲν τὰ χωράει ὁ ναός, τὰ χωράει ἄνετα ὁ περίβολος τῆς κατασκήνωσης. Θὰ κάνει ὑπαίθρια Λειτουργία τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης Γιορτῆς, μὲ ὅλο τὸ τυπικὸ ποὺ ὁρίζει ἡ Ὀρθοδοξία σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις (προσηλωμένος ὅμως πάντα στὴν οὐσία), γιὰ νὰ νιώσουν τὰ παιδιὰ τὴ Χάρη τῆς Μάνας τοῦ κόσμου καὶ νὰ κοινωνήσουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ὤ, πόσο χαίρεται νὰ ὑπηρετεῖ! Καὶ πόσο ἡ χαρὰ αὐξάνεται, ὅταν ὁ κόπος του πιάνει τόπο!
Κάθεται τώρα στὴν καρέκλα τοῦ κατασκηνωτικοῦ ἐξομολογητηρίου καὶ προσεύχεται μυστικά. Ἕνα παιδάκι διακόπτει τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του. Θέλει νὰ πεῖ γιὰ τὸν διπλανό, ποὺ τὸν πείραξε, γιὰ τὴν ὁμαδάρχισσα, ποὺ τὸν μάλωσε. Κι αὐτὸ θύμωσε πολύ.
Σιγὰ – σιγὰ ξεθαρρεύει. Λέει γιὰ τὰ ψέματα, ποὺ μερικὲς φορὲς τοῦ «ξεφεύγουν». Μιλάει γιὰ τοὺς γονεῖς του, ποὺ ὅλο καυγαδίζουν. Βγάζει τὴν κρυφή του στενοχώρια. Τόσο ἁπλὰ πράγματα ἔχει νὰ πεῖ. Ὅμως ἡ καλὴ συνήθεια, νὰ βγάζει ὁ ἄνθρωπος τὰ προβλήματα καὶ τὰ λάθη του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μπροστὰ στὸν πνευματικό, θὰ μπεῖ μέσα του. Καὶ ὅταν μεθαύριο ὁ ἀγώνας τῆς ζωῆς θὰ γίνει ἀδυσώπητος, θὰ ξέρει ποῦ νὰ καταφύγει καὶ ποῦ νὰ ἀποθέσει τὸ βάρος του.
Ὁ παπα– Μᾶρκος εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῆς στοργῆς τῆς μάνας, ποὺ λέγεται Ἐκκλησία. Ξέρει ὅτι σκύβοντας πάνω στὰ προβλήματα τῶν παιδιῶν (ὄχι μόνο τῆς κατασκήνωσης, ἀλλὰ καὶ τοῦ Κατηχητικοῦ καὶ τῶν ἄλλων σχολείων) φροντίζει γιὰ τὸ σήμερα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸ αὔριο. Ἀψηφᾶ τὸν κόπο. Δὲν δίνει σημασία στὴ δική του, ἔστω ὀλιγόλεπτη, ξεκούραση. Τὸν λιώνει ἡ ζέστη μέσα στὸ ράσο. Ἡ ψυχὴ του ὅμως εἶναι δροσερὴ καὶ ἀναπαυμένη, γιατί προσφέρει τὴ δροσιὰ καὶ τὴν ἀνάπαυση σὲ τοῦτες τὶς τρυφερὲς ψυχές.
Κι ὅταν ἡ ἡγεσία τῆς Κατασκήνωσης ἄλλαξε καὶ συνάντησε τὴν παγερὴ ἀκαμψία πέτρινων καρδιῶν, ὅταν δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ κινηθεῖ ὅπως πρῶτα, δὲν ἔπαψε γονατιστὸς νὰ προσεύχεται γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς Κατασκήνωσης καὶ γιὰ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου.
Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του πάντα ἀνοιχτά. Καὶ τὸ πνεῦμα του ἄγρυπνο, γιὰ νὰ ἀδράξει κάποια εὐκαιρία γιὰ προσφορὰ στὰ παιδιά…
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ
πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου
Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019