Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Κυριακή των Βαΐων –Ευλογημένος ο ερχόμενος!

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Φιλ. δ΄ 4-9
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ιω. ιβ΄ 1-18
1. ΤΟ ΠΑ­ΘΟΣ ΚΕ­ΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩ­ΗΣ ΜΑΣ
Ἀρ­κε­τές ἡ­μέ­ρες πρίν τήν Κυ­ρι­α­κή τῶν Βα­ΐ­ων ὁ Κύ­ρι­ος στήν μι­κρή πό­λι τῆς Βη­θα­νί­ας εἶ­χε κά­νει τό με­γα­λύ­τε­ρο θαῦ­μα Του. Ἀ­νέ­στη­σε τόν Λά­ζα­ρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἐ­πί τέσ­σε­ρις ἡ­μέ­ρες στόν τά­φο νε­κρός. Τό γε­γο­νός αὐ­τό ἐ­ντυ­πω­σί­α­σε τά πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Καί γι­ά νά ἀπο­­φύ­γῃ ὁ Κύ­ρι­ος τόν ἀσύνετο ἐν­θου­σι­α­σμό τους, ἀλ­λά καί τίς ἀ­ντι­δρά­σεις τῶν Φα­ρι­σαί­ων, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε πρός τήν ἔ­ρη­μο τῆς πό­λε­ως Ἐ­φραίμ.
Κα­θώς ὅ­μως τώ­ρα πλη­­σι­ά­ζει ἡ με­γά­λη ἑ­ορ­τή τοῦ Πά­­­σχα, ὁ Κύ­ρι­ος πο­ρεύ­ε­ται πρός τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, πρός τό ἐ­κού­σι­ο πά­θος του. Καί σή­με­ρα Σάβ­βα­το, ἕ­ξι ἡ­­μέ­ρες πρίν τό Πά­σχα, φθά­νει στή Βη­θα­νί­α, πού βρί­σκε­ται κο­ντά στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἐ­κεῖ οἱ συγ­γε­νεῖς τοῦ Λα­ζά­ρου γε­μᾶ­τοι εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τόν Κύ­ρι­ο τοῦ πα­ρα­θέ­τουν δεῖ­πνο, τό ὁ­ποῖ­ο φρό­ντι­σε νά ἑ­τοι­μά­σῃ ἡ ἀ­δελ­φή τοῦ Λα­ζά­ρου Μάρ­θα. Ἡ ἄλ­λη ἀ­δελ­φή του Μα­ρί­α σκέ­φθη­κε νά ἐκ­δη­λώ­σῃ τήν ἀ­νέκ­φρα­στη εὐ­γνω­μο­σύ­νη της μέ ἄλ­λο τρό­πο. Ἀ­γό­ρα­σε πα­νά­κρι­βο μύ­ρο (325 γραμ­μά­ρι­α) πού πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τό φυ­τό νάρ­δος καί μ’ αὐ­τό ἄ­λει­ψε τά πό­δι­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Στή συ­νέ­χει­α μέ τα­πεί­νω­σι καί σε­βα­σμό πολύ σκού­πι­σε μέ τά μαλ­λι­ά της τά πό­δι­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί ὅ­λο τό σπί­τι γέ­μι­σε ἀ­πό τήν εὐ­ω­δί­α τοῦ μύ­ρου.
Ὅ­λοι συ­γκι­νή­θη­καν ἀ­πό τήν πρᾶ­ξι αὐ­τή τῆς Μα­ρί­ας, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­ναν, τόν Ἰ­ού­δα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε λέ­γο­ντας: «Γι­α­τί νά μήν που­λη­θῇ τό μύ­ρο αὐ­τό γι­ά 300 δη­νά­ρι­α (2 ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α πε­ρί­που δρα­χμές) καί τά χρή­μα­τα νά δο­θοῦν στούς πτω­χούς;­». Τό εἶ­πε αὐ­τό βέ­βαι­α ὄ­χι γι­α­τί τόν ἐν­δι­έ­φε­ραν οἱ πτω­χοί, ἀλ­λά ἤ­θε­λε νά ἁρ­πά­ξῃ ὁ ἴ­δι­ος αὐ­τά τά χρή­μα­τα· δι­ό­τι ἦ­ταν κλέ­πτης, καί ἔ­κλε­βε καί ἄλ­λα ἀ­πό τό κοι­νό τα­μεῖ­ο πού εἶ­χε ἀ­να­λά­βει. Γι­’ αὐ­τό καί ὁ Κύ­ρι­ος τοῦ ἀ­πα­ντᾷ.   

– Ἄ­φη­σε ἥ­συ­χη τή Μα­ρί­α. Δι­ό­τι πρό­λα­βε μέ τό μύ­ρο νά ἑ­τοι­μά­σῃ τό σῶ­μα μου γι­ά τήν τα­φή. Τούς πτω­χούς θά τούς ἔ­χε­τε πά­ντο­τε μα­ζί σας γι­ά νά τούς βο­η­θᾶ­τε, ἐ­μέ­να ὅ­μως ὄ­χι, δι­ό­τι σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες θά πε­θά­νω.
Ο ΚΥ­ΡΙ­ΟΣ λοι­πόν συν­δέ­ει τήν πρᾶ­ξι τῆς Μα­ρί­ας μέ τόν θά­να­τό του καί τήν τα­φή του. Ἡ Μα­ρί­α βέ­βαι­α δέν εἶ­χε αὐ­τό τό σκο­πό, οὔ­τε μπο­ροῦ­σε νά δι­α­νο­η­θῇ κά­τι τέ­τοι­ο, ὅ­μως ὁ Κύ­ρι­ος αὐ­τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει. Καί μέ τήν ἑρ­μη­νεί­α πού δί­νει, μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὅ­τι ἔ­χει δι­αρ­κῶς στραμ­μέ­νη τή σκέ­ψι του στό φο­βε­ρό πά­θος του, στό θά­να­το καί τήν τα­φή του. Τόν συ­νέ­χει τό γε­γο­νός, τόν ἀ­πορ­ρο­φᾷ ἡ σταυ­ρι­κή θυ­σί­α. Γι’ αὐ­τό καί βι­ώ­νει τό πά­θος του ὄ­χι μό­νο τήν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή, οὔ­τε μό­νο λί­γες ἡ­μέ­ρες πρίν, ἀλ­λά ἀ­κα­τά­παυ­στα ζῇ τό πά­θος του καί πο­ρεύ­ε­ται πρός αὐ­τό. Αἰ­σθά­νε­ται δι­αρ­κῶς τόν ἀ­βά­στα­χτο πό­νο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, τό ἀ­σή­κω­το βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τιῶν τοῦ κό­σμου, ἀλ­λά καί τήν ἀ­νέκ­φρα­στη χα­ρά τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων.
Ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε, ἔ­χου­με στραμ­μέ­νο τό νοῦ καί τήν καρ­δι­ά μας στό με­γα­λύ­τε­ρο αὐ­τό γε­γο­νός τῆς σω­τη­ρί­ας μας; Μᾶς συ­νέ­χει ἡ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου; Ὄ­χι μό­νο τήν Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα, ἀλ­λά πά­ντο­τε; Ἄν μπο­ρού­σα­με νά συλ­λά­βου­με ἔ­στω καί λί­γο τί ἔ­πα­θε γι­ά μᾶς ὁ Κύ­ρι­ος, θά μᾶς συ­γκλό­νι­ζε ἡ θυ­σί­α του, θά μᾶς ἀλ­λοί­ω­νε ἡ ἄ­με­τρος φι­λαν­θρω­πί­α του. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἐ­μεῖς συ­χνά ξε­χνι­ό­μα­στε στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας, μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦν μά­ται­α, γί­η­να ἤ κά­πο­τε ἁ­μαρ­τω­λά πρά­γμα­τα. 
Ἄς μᾶς συ­γκι­νή­σῃ λοι­πόν ἡ θυ­σία τοῦ Κυ­ρί­ου. Νά γί­­­νῃ ὁ σταυ­ρω­θείς Κύ­ρι­ος κέ­ντρο τῆς ζω­ῆς μας, ἀ­σί­γα­­στος πό­θος μας, μέγας ἀ­να­με­νό­με­­νος. Νά τόν προ­­σ­μέ­­νου­με κα­θη­με­ρι­νά στή ζω­ή μας μέ ἀ­γά­πη καί εὐ­­γνω­­μο­σύ­νη· καί ὄ­χι μέ τά εὐ­με­τά­βλη­τα καί ἐ­πι­δερ­μι­­κά συ­­ναι­σθή­μα­τα τοῦ πλή­θους τῆς Κυ­ρι­α­κῆς τῶν Βα­­ΐ­ων γιά τά ὁποῖα ὁμιλεῖ ἡ συ­νέ­χει­α τοῦ ἱεροῦ εὐαγ­γε­λί­ου.  
2. ΥΠΟΔΟΧΗ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ
Ἡ εἴ­δη­σι τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου στή Βη­θα­νί­α κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­στρα­πι­αί­α σ’ ὅ­λη τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἄρ­χι­σαν λοι­πόν νά κα­τα­φθά­νουν πλή­θη λα­οῦ γι­ά νά δοῦν ὄ­χι μό­νον τόν Ἰ­η­σοῦ ἀλ­λά καί τόν ἀ­να­στη­μέ­νο Λά­ζα­ρο. Ἀρ­κε­τοί μά­λι­στα αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Λα­ζά­ρου ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν τό θαῦ­μα καί ἔ­τσι πί­στευ­αν πολ­λοί στόν Κύ­ρι­ο. Αὐ­τό ὅ­μως ἀ­να­στά­τω­σε τούς ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πο­φά­σι­σαν νά θα­να­τώ­σουν ὄ­χι μό­νον τόν Ἰ­η­σοῦ, ἀλ­λά καί τόν Λά­ζα­ρο.
Τήν ἄλ­λη τώ­ρα ἡ­μέ­ρα, μό­λις ὁ Κύ­ρι­ος ξε­κί­νη­σε γι­ά τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἀ­μέ­τρη­τα πλή­θη λα­οῦ δέν μπο­ροῦ­σαν νά συ­γκρα­τή­σουν τόν ἐν­θου­σι­α­σμό τους. Ἔ­κο­βαν κλα­δι­ά ἀ­πό φοί­νι­κες καί ἔ­βγαι­ναν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πό­λι μέ χα­ρά γι­ά νά ὑ­πο­δε­χθοῦν τόν Κύ­ρι­ο. Καί μό­λις τόν ἀ­ντί­κρυ­ζαν ἄρ­χι­ζαν νά φω­νά­ζουν δυ­να­τά καί νά ζη­τω­κραυ­γά­ζουν: «Εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, ὁ βα­σι­λεύς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ». Ὁ Κύ­ρι­ος ἐρ­χό­ταν στήν πό­λι «κα­θή­με­νος ἐ­πί πῶ­λον ὄ­νου» ὅ­πως τό εἶ­χε προ­φη­τεύ­σει ὁ προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας: «Μή φο­βᾶ­σαι Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, γι­α­τί ὁ βα­σι­λι­ᾶς σου ἔρ­χε­ται ὄ­χι σάν τύ­ραν­νος, ἀλ­λά πρᾶ­ος καί τα­πει­νός, κα­θι­σμέ­νος πά­νω σέ γα­ϊ­δου­ρά­κι». Βέ­βαι­α οἱ μα­θη­ταί δέν κα­τά­λα­βαν τό­τε ὅ­τι ἐκ­πλη­ρώ­νο­νταν οἱ λό­γοι τοῦ προ­φή­του. Τό κα­τά­λα­βαν ὅ­μως ἀρ­γό­τε­ρα, με­τά τήν Ἀ­νά­στα­σι τοῦ Κυ­ρί­ου φω­τι­σμέ­νοι ἀ­πό τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα.
Υ­ΠΟ­ΔΟ­ΧΗ πρα­γμα­τι­κά με­γε­λει­ώ­δης. Ἀλ­λά ποι­όν νο­μί­ζουν ὅ­τι ὑ­πο­δέ­χο­νται οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες; Ἕ­ναν κο­σμι­κό ἄρ­χο­ντα πού θά ἐ­γκα­θι­δρύ­σῃ μι­ά ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λεί­α. Δέν μπο­ροῦν νά συλ­λά­βουν ὅ­τι ὑ­πο­δέ­χο­νται τόν βα­σι­λέ­α ὄ­χι τοῦ κό­σμου αὐ­τοῦ, ἀλ­λά μιᾶς οὐ­ρα­νί­ου βασι­λείας. Εἶ­ναι ὁ βα­σι­λεύς τῶν βα­σι­λευ­ό­ντων καί Κύ­­ρι­ος τῶν κυ­ρι­ευ­ό­ντων· βα­σι­λεύς ὄ­χι κρα­τῶν ἀλ­λά καρ­δι­ῶν. Καί δέν ζη­τεῖ τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πό ἐ­μᾶς πα­ρά μό­νο τήν ἀ­γά­πη μας καί τή ἀ­φο­σί­ω­σί μας.  
Ἄς τρέ­ξου­με λοι­πόν κι ἐ­μεῖς σή­με­ρα νά ὑ­πο­δε­χθοῦ­με τόν Κύ­ρι­ό μας, ὄ­χι ὡς ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λέ­α ἀλ­λά ὡς τόν Βα­σι­λέ­α τῶν καρδιῶν μας. Κι ἀ­ντί γι­ά κλά­δους φοι­νί­κων, ἄς τοῦ προ­σφέ­ρου­με τήν ἀ­γά­πη καί τή λα­τρεί­α μας, ἄς τοῦ προ­σφέ­ρου­με τίς καρ­δι­ές μας. Κά­θε κτύ­πος τῆς καρ­δι­ας μας νά κτυ­πᾶ γι­ά ἐ­κεῖ­νον. Καί θά ἔρ­θῃ ἡ ἡ­μέ­ρα ἡ μο­να­δι­κή, ἡ ἀ­στρα­φτε­ρή καί παμ­φώ­τει­νη γι­ά νά μᾶς ὑ­πο­δε­χθῇ πλέ­ον Ἐ­κεῖ­νος στή Βα­σι­λεί­α του καί μᾶς κά­νῃ με­τό­χους τῆς αἰ­ώ­νι­ου εὐ­­τυ­χί­ας.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”