«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿
ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ
οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν
ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς» (Γέν. α΄, 26). Μετάφραση: Ἐν συνεχείᾳ ὁ Τριαδικὸς
Θεὸς εἶπε καθ’ ἑαυτόν· «ἄς δημιουργήσουμε τώρα τὸν ἄνθρωπο, σύμφωνα μὲ
τὴν ἰδική μας εἰκόνα, καὶ νὰ ἔχη τὴν δυνατότητα νὰ ὁμοιάση μὲ ἐμᾶς.
Αὐτοί, ἄνδρας καὶ γυναίκα, ἄς εἶναι ἄρχοντες καὶ κύριοι τῶν ἰχθύων τῆς
θαλάσσης, τῶν πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ, τῶν κτηνῶν καὶ ὅλης τῆς γῆς καὶ ὅλων
ὅσα ἕρπουν ἐπάνω εἰς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς».
Τί μεγάλη τιμὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Πόση μεγάλη ἡ ἀγάπη Του πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς
ἔδωσε τὴν χάρη Του νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάρη. Μᾶς χάρισε ὅμως καὶ τὸ
αὐτεξούσιο. Αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο. Μᾶς ἔδωσε τὴν γνώση. Μᾶς ἔδωσε τὴν
φώτιση. Μᾶς εἶπε ὅμως: «εἴ τις (ὅποιος) θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι» (Λουκ.
θ. 23) ἤ «ὅς γὰρ ἄν θέλῃ τὴν ψυχὴ αὐτοῦ σῶσαι» (Λουκ. θ, 24).
Τέτοια μεγάλη τιμὴ δεχθήκαμε ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο Θεό, τὸν πλάστη μας καὶ
δημιουργό. Καὶ ὅμως ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι συνεχῶς παραβαίνουμε τὶς ἐντολές,
συνεχῶς τὸν ἀρνούμεθα μὲ τὶς πράξεις μας. Ἀρνούμεθα τὴν ὕπαρξή Του. Τί
φοβερὸ κατάντημα! Τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ ἀθεΐα μεταχειρίζεται κάθε τρόπο,
γιὰ νὰ πολεμήση τὸν Χριστό. Οἱ ὑπόγειες καὶ σκοτεινὲς δυνάμεις
(σκοτεινὲς διότι δὲν ἀντέχουν στὸ φῶς) ἐπέλεξαν ἕνα νέο εἶδος πολέμου
κατὰ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν. Αὐτὸ τὸ κάνουν, ὄχι
γιὰ λόγους ὑγιεινῆς ἤ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ πολεμήσουν τὴν Ἐκκλησία.
Καὶ γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς τὸ κάνουν αὐτὸ καὶ τὸ ζητοῦν οἱ λεγόμενοι
ἄθεοι, οἱ ὁποῖοι μεταχειρίζονται κάθε εἴδους ψέμα καὶ κάθε μέσο, γιὰ νὰ
ἐπιτύχουν τὸν σκοπό τους. Γιατί; «ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν
ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς
γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν» (Ψαλμ. ε΄, 10). Μετάφραση: Διότι στὸ στόμα
τῶν ἐχθρῶν μου δὲν ὑπάρχει ποτὲ ἡ ἀλήθεια. Ἡ καρδιά τους σκέπτεται καὶ
ἐπιθυμεῖ πάντοτε μάταια καὶ ἐπιβλαβῆ. Ὁ λάρυγγάς τους εἶναι τάφος
ἀνοικτός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐξέρχονται δυσωδίες· μὲ τὶς ψευδολόγους δὲ
γλῶσσες τους ἐκχύνουν φαρμακερὲς δολιότητες.
Ἄς ἔχουν ὑπόψη τους τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ποὺ λέγουν: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω
ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσουσιν τῆς φωνῆς
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσουσιν» (Ἰωάν. ε΄, 25). Μετάφραση:
Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἦλθε τώρα,
ὁπότε οἱ ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας νεκροὶ πνευματικῶς ἄνθρωποι θὰ ἀκούσουν τὴν
διδασκαλία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄλλη φωνὴ προσκλήσεως θὰ ἀπευθυνθῆ
πρὸς αὐτούς, καὶ ὅσοι θὰ ἀκούσουν μὲ πρόθυμα τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς τους τὴν
φωνὴ αὐτή, καὶ θὰ ἐγκολπωθοῦν τὰ ὅσα αὐτὴ διδάσκει καὶ παραγγέλλει, θὰ
ζήσουν τὴν αἰώνια ζωή.
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ Θεὸς ζώντων. Πῶς ἀπάντησε περὶ τῆς
ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν στοὺς Σαδουκαίους; «Ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ
Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων»
(Ματθ. κβ΄, 32). Μετάφραση: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ
ὁ Θεὸς Ἰακώβ; Δὲν εἶναι ὁ Θεός, Θεὸς νεκρῶν, ποὺ κατάντησαν εἰς
ἀνυπαρξίαν, ὅπως φαντάζεσθε σεῖς, ἀλλ’ εἶναι Θεὸς ζωντανῶν. Καὶ οἱ
πατριάρχες λοιπόν, μολονότι εἶναι πεθαμένοι, ζοῦν.
Πιστεύουμε ὅτι τὰ γνωρίζετε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐφαρμόζετε
τὶς ἐπιθυμίες τοῦ διαβόλου. «Ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς καὶ ἐν
τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ
ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ» (Ἰωάν
η΄, 44). Μετάφραση: Ἐκεῖνος ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἦτο
φονιὰς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μὲ τὸ ψεῦδος του παρέσυρε αὐτὸν στὴν ἁμαρτία
καὶ τὸν θάνατο. Καὶ δὲν στέκεται στὴν ἀλήθεια, διότι δὲν ὑπάρχει μέσα
του πόθος πρὸς αὐτὴ καὶ διάθεση νὰ εἰπῆ κάποτε τὴν ἀλήθεια. Ὅταν λαλῆ τὸ
ψεῦδος, τὸ βγάζει ἀπὸ μέσα του καὶ τὸ λέγει, διότι εἶναι ψεύστης καὶ
πατέρας τοῦ ψεύδους, ὁ πρῶτος ἐπινοητὴς καὶ ὁ κύριος ὑποβολεὺς αὐτοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της ποτὲ δὲν δέχθηκε τὴν καύση τῶν νεκρῶν.
Τὸ λέει ἡ ἱστορία της. Αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καθαγιάζεται
ὁλόκληρο ἀπὸ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, Βάπτισμα, θεία Εὐχαριστία,
Εὐχέλαιο κ.λπ. Δὲν ἐγκαινιάζεται οἱοσδήποτε Ἱερὸς Ναὸς χωρὶς τὰ
ἁγιασμένα καὶ ἄφθαρτα λείψανα τῶν ἁγίων Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος μᾶς διδάσκει γιά τά σώματα τῶν Ἁγίων ὅτι
στὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν χωρίση ἡ ψυχὴ ἀπό τὸ σῶμα, τότε ἡ χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος οἰκειοποιεῖται καὶ ἁγιάζει καθολικὰ ὅλο τὸ σῶμα τῶν
Ἁγίων, καὶ γι’ αὐτὸ ὅλα τὰ ἁγιασμένα Λείψανα ἀναβρύουν μύρο καὶ ἰάματα
καὶ θεραπεύουν κάθε ἀσθένεια.
Ἐπίσης ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει ὕπνο καὶ κοίμηση τὸ θάνατο τοῦ
ἀνθρώπου, ὁ δὲ θεῖος Χρυσόστομος λέγει: «Ἐπειδὴ ἦλθε Χριστός καὶ ὑπὲρ
τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου ἀπέθανεν, οὐκέτι θάνατος καλεῖται ὁ θάνατος, ἀλλὰ
ὕπνος καὶ κοίμησις, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς ὁ τόπος κοιμητήριον ὠνόμασται,
ἵνα μάθῃς ὅτι οἱ τετελευτηκότες καὶ ἐνταῦθα κείμενοι, οὐ τεθνήκασιν,
ἀλλὰ κοιμῶνται καὶ καθεύδουσιν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κοιμηθεὶς τοποθετεῖται
νὰ βλέπη πρὸς ἀνατολὰς περιμένοντας τί; «ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν
κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’
οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον» (Θεσ. δ΄, 16).
Μετάφραση: Καὶ λέγω, ὅτι δὲν θὰ προφθάσουμε τοὺς ἀποθαμένους, διότι
αὐτὸς ὁ Κύριος μὲ πρόσταγμα, μὲ φωνὴ ἀρχαγγέλου καὶ μὲ σάλπιγγα Θεοῦ θὰ
καταβῇ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ οἱ νεκροί, ποὺ ἀπέθαναν μὲ πίστη στὸν Χριστό,
αὐτοὶ πρῶτα θὰ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὸ λοιπὸν προσδοκοῦμε, τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι: «οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ
ἐστιν; (Α΄ Κορ. στ΄, 15). Δηλαδὴ τὸ σῶμα κάθε ἀνθρώπου εἶναι μέλος
Χριστοῦ.
Μεγάλη τιμὴ λοιπὸν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μεγάλη τιμὴ καὶ γιὰ τὰ ἅγια, ἄφθαρτα
καὶ πολλὲς φορὲς εὐωδιάζοντα Λείψανα. Διότι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι ἄνθρωποι
ἔλαβαν μεγάλη θεία δωρεά, μετὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἐπίγεια ζωή τους νὰ
θαυματουργοῦν. Ὅλα τὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων θαυματουργοῦν. Πόσα Ἅγια Λείψανα
εὐωδιάζουν, Ἁγίου Δημητρίου, Νείλου τοῦ Μυροβλύτου, Σίμωνος Μυροβλύτου
κ.ἄ.
Ἄς ἐπισκεφθοῦν τὰ Λείψανα τῶν Ἁγίων καὶ ἄς προβληματισθοῦν γιὰ τὸ
τραγικὸ λάθος ποὺ κάνουν καὶ ποὺ φυσικὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν σωτηρία τῆς
ψυχῆς τους.
Ὁ Θεὸς τέτοια χάρη ἔδωσε στοὺς Ἁγίους του ποὺ ὄχι μόνο τὰ Ἅγια Λείψανά
τους, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα, ποὺ μεταχειρίσθηκαν
θαυματουργοῦσαν καὶ πολλὲς ἰάσεις πραγματοποιοῦσαν.
Διαβάζουμε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι ἡ ἁλυσίδα ποὺ ἦταν δεμένος ὁ
Ἀπ. Πέτρος (16/1) πολλὰ θαύματα ἔκανε. Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων
βλέπουμε γιὰ τὸν Ἀπ. Παῦλο ὅτι καὶ τὰ μανδήλια ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἔκαναν
πολλὲς ἰάσεις. «ὥστε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπὸ τοῦ
χρωτὸς αὐτοῦ σουδάρια ἢ σιμικίνθια καὶ ἀπαλλάσσεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν τὰς
νόσους, τά τε πνεύματα τὰ πονηρὰ ἐξέρχεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν».
Καὶ ἦσαν τέτοια τὰ θαύματα, ὥστε ἔπαιρναν οἱ ἄνθρωποι μανδήλια ἤ
περιζώματα καὶ ἐμπροσθέλες (ποδιές), ποὺ εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ Παῦλος
καὶ εἶχε σφογγίσει μὲ αὐτὰ τὸν ἱδρῶτα του ἤ εἶχε καλύψει τὸ δέρμα του,
καὶ τὰ ἔφεραν ἐπάνω στοὺς ἀρρώστους καὶ διὰ μόνης τῆς ἐπιθέσεως αὐτῆς
ἀπεμακρύνοντο ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ἀσθένειες καὶ ἔβγαιναν ἐξ αὐτῶν τὰ πονηρὰ
πνεύματα.
Καὶ ὄχι μόνο ἀλλὰ καὶ ἡ σκιὰ τῶν Ἀποστόλων ἔκανε θαύματα. «ὥστε κατὰ τὰς
πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων,
ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν» (Πράξ. ε΄, 15).
Τόσον πολὺ δὲ ἐσέβετο αὐτοὺς ὁ λαός, ὥστε ἔβγαζαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους
στὶς πλατεῖες τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ἔθεταν ἐπάνω σὲ πολυτελῆ κρεβάτια
οἱ πλουσιώτεροι καὶ πτωχικὰ καὶ πρόχειρα φορεῖα οἱ πτωχότεροι, μὲ τὸν
σκοπό, ὅταν θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκεῖνος ὁ Πέτρος, νὰ πέσῃ ἔστω καὶ
ἡ σκιά του σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς αὐτούς, διὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ.
Καὶ τώρα θὰ μᾶς διδάξουν, οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, παγιδευμένοι ἀπὸ τὸν
πονηρὸ διάβολο, νὰ κάψουμε τὰ ὀστᾶ τῶν κεκοιμημένων; Τί φοβερὴ πτώση! Ἄν
ἡ Ἐκκλησία μας ἐδέχετο τὴν καύση τῶν νεκρῶν, θὰ εἴχαμε τὰ χαριτόβρυτα
καὶ μυροβλύζοντα Λείψανα τῶν Ἁγίων μας, ποὺ κάνουν τόσα θαύματα. Ἄν δὲν
τὸν πιστεύετε ἐσεῖς οἱ ὀπαδοὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, γιατὶ δὲν
πηγαίνετε νὰ διδαχθῆτε ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψή σας στὰ Ἅγια Λείψανα ἑνὸς Ἁγίου;