Ἀντιδράσεις ἀμετανοήτων;
Εἶναι πράγματι ἀξιοκατάκριτος ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποίαν ἀπεμπόλησαν τὴν Θ. Λειτουργίαν αὐτοί, τοὺς ὁποίους ἔθεσεν ὁ Θεὸς «ἐπισκόπους ποιμαίνει τὴν ἐκκλησίαν». Ἀφοῦ ἔκλεισαν οἱ ἱ. ναοὶ κατέληξαν «ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες… καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα». Ὑπερηκόντισαν καὶ τὰς ἀπόψεις τῶν πολιτικῶν, ἐγκωμιάζοντες τὸν Πρωθυπουργὸν διὰ τὴν σύνεσίν του καὶ χαρακτηρίζοντες ὡς ἐπιπολαίους ὅσους ἐπιμένουν διὰ τὴν ἀνάγκην τῆς Θ. Λειτουργίας! Μήπως δι’ αὐτοὺς δὲν ἔγραψεν ὁ Ἀπ. Ἰούδας «παρεισέδυσαν γὰρ τινὲς ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι»;
Εἶναι πράγματι ἀξιοκατάκριτος ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποίαν ἀπεμπόλησαν τὴν Θ. Λειτουργίαν αὐτοί, τοὺς ὁποίους ἔθεσεν ὁ Θεὸς «ἐπισκόπους ποιμαίνει τὴν ἐκκλησίαν». Ἀφοῦ ἔκλεισαν οἱ ἱ. ναοὶ κατέληξαν «ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες… καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα». Ὑπερηκόντισαν καὶ τὰς ἀπόψεις τῶν πολιτικῶν, ἐγκωμιάζοντες τὸν Πρωθυπουργὸν διὰ τὴν σύνεσίν του καὶ χαρακτηρίζοντες ὡς ἐπιπολαίους ὅσους ἐπιμένουν διὰ τὴν ἀνάγκην τῆς Θ. Λειτουργίας! Μήπως δι’ αὐτοὺς δὲν ἔγραψεν ὁ Ἀπ. Ἰούδας «παρεισέδυσαν γὰρ τινὲς ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι»;
Ἡ μεγαλυτέρα
εὐεργεσία τοῦ Κυρίου μας εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας τοῦ Σώματος καὶ
Αἵματός Του, ἀλλὰ μερικοὶ Ἐπίσκοποι τὸ ἠρνήθησαν, εἶπαν «προσευχηθεῖτε
στὸ σπίτι». Ὄχι μόνον αὐτὸ ἀλλὰ ἕτεροι ἔφθασαν εἰς τὸ σημεῖον νὰ λέγουν
ὅτι προέχει ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἡ Θ. Λειτουργία καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι, διὰ
νὰ ὑπηρετῆ τὸν ἄνθρωπον καὶ ἂν πρέπη νὰ στερηθῆ καὶ αὐτῆς ταύτης τῆς Θ.
Λειτουργίας ὀφείλει νὰ τὸ πράξη! Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ἔφθασεν εἰς τὸ
σημεῖον νὰ εἴπη ὅτι ἡ στέρησις τῆς Θ. Κοινωνίας θὰ ἀποβῆ εἰς μεγαλυτέραν
ὠφέλειαν!
Τὸ ἐπιχείρημα ἑπομένως εἶναι ὅτι τὸ σημαντικὸν εἶναι ὁ πλησίον, αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, τὸν πλησίον ὀφείλομεν νὰ διακονήσωμεν καὶ ὄχι τὴν ἐμμονήν μας διὰ τὴν τέλεσιν Θ. Λατρείας. Νὰ στερηθῶμεν τὴν Λατρείαν, διὰ νὰ σωθῆ ὁ πλησίον, μὴ τὸν κολλήσωμεν ἰόν. Συνεκεφαλαιώθη μάλιστα ὅλον αὐτὸ εἰς τὴν ρῆσιν τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸ διάγγελμά του τῆς 18ης Μαρτίου 2020, διὰ νὰ παύσουν ὅλαι αἱ ἀκολουθίαι ὡς ἑξῆς: «Δὲν κινδυνεύει ἡ πίστη, ἀλλὰ οἱ πιστοί, ὄχι ὁ Χριστός, ἀλλὰ οἱ χριστιανοί μας, ὄχι ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι!». Μάλιστα, διὰ νὰ «χρυσώσουν τὸ χάπι», ἐξέφρασαν ὅλοι τὰ συναισθήματά τους λέγοντες πόσον βαθύτατα τοὺς θλίβει αὐτὴ ἡ κατάστασις καὶ πόσον στενοχωρημένοι εἶναι. Καμία διάθεσις διὰ αὐτομεμψίαν διὰ τὸν οἰκουμενισμὸν καὶ τὸ σχίσμα εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Καμία δήλωσις μετανοίας διὰ τὴν ποιμαντικὴν ἀποτυχίαν!
Ἡ συναισθηματικότης αὕτη δὲν ἔχει καμία σχέσιν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀπεναντίας παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησίαν ὡς μίαν συνήθειαν, ἡ ὁποία ἔχει προκαλέσει τοσαύτην ἐξάρτησιν, ὥστε νὰ παράγεται ἕνα συναισθηματικὸν κενὸν ἀπουσίας ἐντός τους. Οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται ὅτι παραμένομεν Ἐκκλησία ἄνευ τῶν Συνάξεων, ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν τὸ ἀναιροῦν, δίδοντες τὴν ἐντύπωσιν ὅτι αἱ παραγόμεναι συνέπειαι εἶναι ἐπουσιώδεις, ὡς θὰ ἦσαν ἐὰν ἀποστερηθῆ κανεὶς ἕνα «χόμπυ»…
Ποιμαινόμενοι ὑπὸ τῶν… πολιτικῶν!
Ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ συστηματικῶς ἀποφεύγουν νὰ παραδεχθοῦν εἶναι ὅτι ἐπειθάρχησαν πλήρως εἰς τὰς πολιτικὰς ἐντολάς. Ἀποδεικνύεται, δυστυχῶς, ἀληθὴς ἡ φράσις τοῦ φιλοσοφοῦντος κ. Στ. Ράμφου ὅτι «ἡ Ἐκκλησία κατάλαβε ὅτι εἶναι ΝΠΔΔ», ὅσον καὶ ἂν διεφώνησαν μερικοὶ εὐσεβεῖς λαϊκοί. Πράγματι, ἡ νοοτροπία τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας δὲν ἔχει καμίαν σχέσιν μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δομήτορος Κυρίου, καθὼς συμπεριεφέρθη ἀκριβῶς ὡς παράρτημα τοῦ Κράτους, «συνεμορφώθη πρὸς τὰς ὑποδείξεις», τὸ ἔγραψε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἰς τὸ μήνυμά του τῆς 20ῆς Μαρτίου 2020: «Πήραμε τὶς ἀπαραίτητες ἀποφάσεις ἀκολουθώντας ΠΙΣΤΑ τὶς ὑποδείξεις καὶ τὶς ὁδηγίες τῶν ἁρμόδιων κρατικῶν ὑπηρεσιῶν». Μετὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν προσκύνησιν τοῦ Καίσαρος, «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι», ἐφευρέθη καὶ ἡ θεολογικὴ δικαιολογία ὡς «προσφορὰ πρὸς τὸν πλησίον». Τὴν ποιμαντικὴν παρέδωσαν εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐπιστημόνων καὶ τῶν πολιτικῶν.
«Μένουμε εἰς τὸν»… ναόν;
Τὸ «μένουμε στὸ σπίτι» ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἐπόψεως εἶναι ὄντως προσφορὰ πρὸς τὸν πλησίον; Κατ’ ἀρχὰς μήπως εἶναι ἕνας τρόπος, διὰ νὰ ἐκφύγη κανεὶς ἀπὸ τὸ οὐσιῶδες, δηλαδὴ τὴν ἰδικήν του εὐθύνην καὶ νὰ μετατοπίση τὸ ἐνδιαφέρον μονομερῶς εἰς τὴν σωτηρίαν τῶν ἄλλων; Ἐνδιαφέρεται κάποιος διὰ τὸν ἄλλον, διὰ νὰ μὴ ἐνδιαφερθῆ διὰ τὸν ἑαυτόν του; Διὰ νὰ μὴ κοιτάξη ἐντός του καὶ ἀνακαλύψη τὴν αἰτίαν τοῦ ἀληθινοῦ κακοῦ;
Παραλλήλως, δὲν ἔχομεν ἐμεῖς ἀνάγκην τῆς συσσωματώσεως μὲ τὸν Χριστόν, τὴν Αὐτοζωήν; Δὲν ἀντλοῦμεν τὴν ζωήν μας ἀπὸ τὴν λατρείαν; Μόνον ὁ πλησίον ἔχει ἀνάγκην καὶ μάλιστα ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς θνητούς; Ἂν δὲν κρύπτεται μία ἀλαζονεία, κρύπτεται ὁπωσδήποτε ἡ ἐξοβέλισις τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν σχέσιν τοῦ ἑαυτοῦ μου μὲ τὸν πλησίον. Θεωρῶ ὅτι ἐγὼ θὰ σώσω τὸν ἄλλον. Ἀπὸ ἐμένα ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικῶς, ἀπὸ τὴν «ἀτομικήν μου εὐθύνην» νὰ μὴ τοῦ μεταδώσω τὸν ἰόν. Δὲν εἶναι ὁ Θεός, λοιπόν, ποὺ θὰ μᾶς σώση ἀλλὰ ἡ συμπεριφορά μας! Ὁ ἄνθρωπος θὰ σώση τὸν ἄνθρωπον! Τὸ κράτος θὰ σώση τὸν ἄνθρωπον! Ἑπομένως, ἡ κοινὴ λατρεία Του, εἶναι δευτερευούσης σημασίας καὶ μάλιστα εἰς τὴν συγκεκριμένην περίπτωσιν καταστροφική(!) ἕνεκα τῆς μεταδόσεως τοῦ ἰοῦ. Ἡ κοινὴ λατρεία κατήντησε ἀπειλή!
Ἡ κοσμικὴ λογικὴ ἐνίκησε κατὰ κράτος! Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὅσο καὶ νὰ προβαίνουν εἰς συστάσεις καὶ ἐκκλήσεις διὰ περιορισμὸν δὲν θὰ πειθαρχήσουν ὅλοι. Πράττουν ὅπως ἕνας ἱεροκήρυξ, ποὺ λέγει «σταματῆστε νὰ ἁμαρτάνετε», γνωρίζων ὅτι δὲν θὰ συμβῆ καθολικά. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν παύει τὴν Θ. Λειτουργίαν! Ἦλθεν ὅμως ἡ ὥρα ποὺ ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀποδέχεται τὴν κοσμικὴν λογικήν, διότι δὲν πιστεύει ὅτι τὸν περιορισμὸν θὰ φέρη ἡ μετάνοια ἀλλὰ ἡ ἰατρική.
Δὲν τοὺς ἀνήκει ἡ Θ. Λειτουργία
Ἔχει σημασίαν ὅμως πῶς ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τὴν λατρείαν. Ἡ στάσις της δεικνύει ὅτι θεωρεῖ κυριολεκτικῶς ὅτι πρόκειται δι’ ἀνθρώπινον ἔργον, δηλαδὴ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον ἐναπόκειται ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἀπόφασίν μας, ἂν θὰ τελεσθῆ ἢ ὄχι. Λησμονοῦν οἱ Ἱεράρχαι ὅτι «ὑπουργοῦν» τὸ μυστήριον, δὲν εἶναι οἱ ἰδιοκτῆται του· δυνάμεθα νὰ τοὺς παρομοιάσωμεν ὡς διακόνους ποὺ πέριξ τοῦ Μόνου καὶ Μεγάλου Ἀρχιερέως ἐδέχθησαν εἰς χεῖρας τὴν παρακαταθήκην διὰ νὰ τὴν μεταδίδουν διαρκῶς εἰς τὸν λαὸν, καὶ ὄχι διὰ νὰ ἀποφασίζουν συμφώνως πρὸς τὰ ὑγειονομικὰ μέτρα. Εἶναι ἐντολοδόχοι ὄχι ἐντολεῖς. Ἔχουν τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν ὄχι ὅμως τὴν ἐξουσίαν τοῦ λειτουργεῖν ἢ σαββατίζειν.
Εἰς κάθε συνάθροισιν μεταφέρονται μικρόβια καὶ ἰοὶ εἰς τὸν πλησίον, θὰ ἔπρεπε νὰ παύσωμεν τότε μονίμως τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ; Μήπως καὶ ὅσα ἤδη μεταδίδομεν δὲν εἶναι διὰ κάποιας εὐπαθεῖς ὁμάδας θανατηφόρα; Βεβαίως, θὰ εἴπη κάποιος, πρόκειται διὰ νέον ἰόν, ἂς εὑρεθῆ πρῶτα τὸ φάρμακον. Δηλαδὴ ἡ κοινὴ λατρεία ἀναστέλλεται ἐπ’ ἀόριστον, Σεβασμιώτατοι; Καταπατεῖτε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας κατὰ βούλησιν, ἀλλὰ τηρεῖτε τοὺς ὑγειονομικοὺς κανόνας μὲ θρησκευτικὴν εὐλάβειαν. Φοβοῦνται τὸν θάνατον; Λέγουν ὅτι φοβοῦνται μὴ μεταδώσουν τὸν ἰὸν εἰς τὸν πλησίον. Καὶ τὴν Ζωὴν ποῖος θὰ τὴν μεταδώση; «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» (Ματθ. 10,28).
Ἐσχατολογικῶς ἀποπροσανατολισμένοι
Ζῶμεν εἰς μία κοινωνίαν, τὴν ὁποίαν ἐνῶ ὀνομάζομεν χριστιανικήν, ὄχι μόνον φοβεῖται τὸν θάνατον ἀλλὰ νομίζει ὅτι θὰ τὸν ἀποφύγη. Παρετηρήσατε ὅτι κανεὶς Ἱεράρχης δὲν ὡμίλησεν αὐτὰς τὰς ἡμέρας διὰ τὸν κοινὸν προορισμόν, φοβούμενος τὴν κατακραυγὴν τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν δημοσιογράφων.
Εἴμεθα τόσον ὑποκριταί, ὥστε ἐπιλέγομεν τὸν θάνατον ἀπὸ τὸ κάπνισμα, τὴν ἔκτρωσιν, τὸ τροχαῖον, τὰ ναρκωτικὰ κ.λπ. ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὸν ἰόν; Διαφαίνεται ὅτι τὸ πρόβλημά μας εἶναι νὰ ἐλέγχωμεν τὴν ζωήν μας καὶ δὲν ἀνεχόμεθα νὰ μὴ ὁρίζωμεν ἐμεῖς τὸ πῶς θὰ ἀποθάνωμεν. Προτιμοῦμε τὸν ὁρατὸν θάνατον ἀπὸ τὸν ἀόρατον ἰόν, διότι μᾶς δίδει τὴν ψευδαίσθησιν ὅτι εἴμεθα κύριοι τῆς ζωῆς μας. Τώρα ποὺ ἦλθε αὐτὴ ἡ δοκιμασία, διὰ νὰ μᾶς συνταράξη ὁ Θεὸς νὰ ἀντιληφθῶμεν ὅτι τίποτε δὲν μᾶς ἀνήκει καὶ εἴμεθα ἐγκαταλελειμμένοι εἰς τὸ ἔλεός Του, ἀποδιώκομεν τὴν Χάριν Του. (Κάποιος δημοσιογράφος εἶπε: «εἴμαστε στὸ ἔλεος τοῦ ἰοῦ»!).
Αἱ οἰκίαι μας δὲν εἶναι φρούρια, διὰ τοῦτο παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι περιορίζεται ἡ προσβολὴ δὲν ἐξαλείφεται. Τὸ φυσικὸν κακὸν δὲν θὰ ἀφανισθῆ παρὰ μόνον εἰς τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ διαφορὰ τῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ προβλήματος ἀπὸ τὴν κοσμικὴν καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν λογικήν. Ἡ πρώτη θέλει νὰ περιορίση τὸ κακόν, ἐνῶ ἡ δευτέρα νὰ τὸ καταλύση. Τῆς πρώτης ἡ μέθοδος εἶναι τὰ ἰατρικὰ μέτρα, ποὺ εἶναι ἀπολύτως σεβαστά, ἐνῶ τῆς δευτέρας ἡ μεταμόρφωσις τοῦ κόσμου. Ἡ πρώτη ἐξαντλεῖται εἰς ὑγειονομικὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα βεβαίως καὶ πρέπει νὰ τηρῶμεν εἰς τὸ ἔπακρον, ἡ δευτέρα ἔχει ὡς ὅπλον τὸν ἐκκλησιασμὸν τῆς κτίσεως, τὴν προσδοκίαν τῆς Βασιλείας τῆς Ζωῆς, τὴν ἕλξιν τοῦ τέλους τῆς Ἱστορίας πρὸς τὸν παρόντα αἰῶνα. Διὰ τοῦτο ὅλα δύναται νὰ τὰ πράξη ἡ Ἐκκλησία (νὰ κλείση τοὺς ἱ. ναούς, νὰ ἀναβάλη τὰς ἀκολουθίας, νὰ προτρέψη τὸν κόσμον νὰ προσευχηθῆ εἰς τὰς οἰκίας του) πλὴν τοῦ νὰ ἀναστείλη τὴν Θ. Κοινωνίαν.
Ἰδιωτεύουσα Ἐκκλησία!
Ἀπεναντίας φαίνεται καλὸν εἰς πολλοὺς ὅτι παρέμειναν ἀνοικτοὶ οἱ ἱ. ναοὶ διὰ «ἀτομικὴν προσευχήν». Αὐτὸ ὑποκρύπτει ἕνα μέγιστον κίνδυνον: ἡ ἐπιτέλεσις «θρησκευτικὸν καθηκόντων», μὲ πολιτειακοὺς ὅρους, εἶναι μία ἀντιστροφὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ποτὲ ἀτομικὴ ὑπόθεσις. Ἡ υἱοθέτησις αὐτοῦ τοῦ μέτρου, δηλ. τῶν ἀνοικτῶν ἱ. ναῶν, δίδει τὸ στίγμα ὅτι ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀποδέχεται πλήρως πὼς ἡ πίστις εἶναι ἰδιωτικὴ ὑπόθεσις, μία σχέσις τοῦ κάθε ἀνθρώπου μὲ τὸ «θεῖον»! Αὐτὸ πρακτικὰ ὑπονομεύει τὴν δημοσίαν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς Πολιτείας, ἐνῶ θεολογικὰ εἶναι κατάλυσις τῆς Ἐκκλησίας ὡς γεγονότος. Ἂν ἡ πίστις εἶναι γεγονὸς πρὸς ἐσωτερίκευσιν τότε ποία ἀναγκαιότης τῆς διαμεσολαβήσεως τῆς Ἐκκλησίας; Τελικῶς, συναινεῖ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία μὲ τὸν ρόλον ποὺ ἀποδίδει εἰς αὐτὴν ὁ κόσμος, συγκλίνουσα πρὸς ὅσα ὁ ἄγευστος θείας Χάριτος ἄνθρωπος θεωρεῖ ὅτι αὐτὴ πρέπει νὰ πρεσβεύη: μαγαζὶ θρησκευτικῶν ὑπηρεσιῶν. Ἀλλοτρίωσις!
Ἂν τὸ πραγματικὸν μέλημα τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας ἦτο ὁ «πλησίον» τότε δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκολπωθῆ τὰς ἀπόψεις τοῦ πλησίον ἀλλὰ τὸν ἴδιον. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία εἰς μίαν ἔσχατον ἀπόπειραν νὰ «γλυτώση» τὴν κοινωνικὴν κατακραυγήν, ὅτι θὰ εὐθύνεται αὐτὴ διὰ τὴν διασπορὰν τοῦ ἰοῦ καὶ διὰ τοὺς θανάτους, ἔσπευσε νὰ ἀναστείλη τὴν λειτουργίαν της! Ἂν εἶχεν εὐαισθησίαν διὰ τὸν πλησίον, ὤφειλε νὰ παροτρύνη τοὺς πιστοὺς νὰ προστρέξουν ὡς ἐθελονταὶ νοσοκόμοι, διάκονοι εἰς ἀνημπόρους ἡλικιωμένους τῆς κάθε γειτονιᾶς, νὰ εὕρη τρόπους νὰ συνεχίσουν τὰ συσσίτια, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἐγκαταλείψη τοὺς πάσχοντας, λέγουσα ἁπλῶς ὅτι ὅποιος ἔχει ἀνάγκην θὰ στείλωμεν τὴν Θ. Κοινωνία ὡς ὑπηρεσία… delivery. Πρὸ πάντων νὰ σπεύσουν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀρχιερεῖς νὰ κοινωνήσουν ἀρρώστους μὲ μεταδιδόμενα νοσήματα.
Ὁ ἰὸς τῆς Ἀρχιερωσύνης
Ὁ ἰὸς ὅμως αὐτὸς ἔφερεν εἰς τὰ ὅρια τῆς δοκιμασίας τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν. Ὁ Σεβ. Λαγκαδᾶ προσεπάθησε νὰ δικαιολογήση καὶ θεολογικῶς τὴν στάσιν του λέγων «οὐκ ἐκπειράσεις κύριον τὸν θεόν σου» καὶ ἐπεξηγῶν ὅτι, ἐφόσον οἱ ἐπιστήμονες λέγουν ὅτι αἱ συναντήσεις μεταδίδουν τὸν ἰὸν δὲν θὰ συναχθῶμεν ὡς Ἐκκλησία προκειμένου νὰ μὴ θέσωμεν εἰς πειρασμὸν τὸν Θεὸν νὰ μᾶς προστατεύση. Δὲν ἐπείρασε τὸν Θεὸν ὅταν ἐκάλεσε μίαν ἱέρειαν προτεστάντισσα νὰ ὁμιλήση εἰς τὴν σύναξιν τῶν κληρικῶν του; Δὲν ἐπείρασε τὸν Θεόν, ὅταν συνελειτούργησε μὲ τὸν μὴ ἔχοντα ἀποστολικὴν διαδοχὴν ψευδεπίσκοπον Ὀλβίας; Πειρασμὸς εἶναι ἡ τέλεσις τῆς Θ. Λειτουργίας;
Δὲν ἀντελήφθη ὅτι ἡ συμπεριφορά του δὲν ἀπέχει ἀπὸ ἐκείνην τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἰσῆλθον εἰς τὸ Πραιτώριον διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν, «ἵνα μὴ μιανθῶσιν ἀλλ’ ἵνα φάγωσιν τὸ Πάσχα», ὁ Χριστὸς ἦτο ἐντός, αὐτοὶ ὅμως ἔμειναν ἔξω. «Τοῖς δὲ μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται» (Τίτ. 1,15-16).
Ἐλησμόνησεν ὁ Ἀρχιερεὺς ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὸ ζήτημα ποὺ ἐτέθη ἦτο ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις μεταδίδει τὸν ἰόν; Θὰ πειθαρχήση καὶ εἰς αὐτὸ ἢ μήπως ἤδη «μαζὶ μὲ τὰ ξερὰ κάηκαν καὶ τὰ χλωρά»; Τί διαφορὰ ἔχει αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς προστασίας τοῦ πλησίον ἀπὸ ἕνα προτεσταντισμὸν χωρὶς μυστήρια; Λυπούμεθα ποὺ τὸ γράφομεν, ἀλλὰ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἔχει ἐκδυτικισθῆ. Ἡ ἀπόδειξις: Ὁ γνωστὸς Μάρτιν Σκορτσέζε τὸ 2016 προέβαλε τὴν νέαν του ταινίαν «Σιωπή», ἡ ὁποία παρουσιάζει δύο παπικοὺς ἱεραποστόλους νὰ ἐπιχειροῦν νὰ κηρύξουν τὸν χριστιανισμὸν εἰς τὴν Ἰαπωνίαν. Ἀποτέλεσμα: εἰς τὸ δίλημμα τοπικοῦ ἡγεμόνος νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν σώζοντες νεοφωτίστους ἀπὸ τὸν θάνατον, ἀποφασίζουν ὅτι προέχει ἡ ἐπίγειος σωτηρία τοῦ πλησίον. Εἰς τὸ τέλος δὲν χάνουν μόνον τὴν πίστιν τους ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν τους!
Κανεὶς εἰς τὰ ΜΜΕ δὲν κάνει ἔκκλησιν νὰ προσευχηθῶμεν εἰς τὸν Θεόν! Ἡ Ἱεραρχία δὲν κηρύσσει μετάνοιαν! Διὰ τοῦτο ἡ ἐπιδημία θὰ συνεχίση ἕως ὅτου ἐπαληθευθῆ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «οὐ μὴ με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Τὸ ἐπιχείρημα ἑπομένως εἶναι ὅτι τὸ σημαντικὸν εἶναι ὁ πλησίον, αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, τὸν πλησίον ὀφείλομεν νὰ διακονήσωμεν καὶ ὄχι τὴν ἐμμονήν μας διὰ τὴν τέλεσιν Θ. Λατρείας. Νὰ στερηθῶμεν τὴν Λατρείαν, διὰ νὰ σωθῆ ὁ πλησίον, μὴ τὸν κολλήσωμεν ἰόν. Συνεκεφαλαιώθη μάλιστα ὅλον αὐτὸ εἰς τὴν ρῆσιν τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸ διάγγελμά του τῆς 18ης Μαρτίου 2020, διὰ νὰ παύσουν ὅλαι αἱ ἀκολουθίαι ὡς ἑξῆς: «Δὲν κινδυνεύει ἡ πίστη, ἀλλὰ οἱ πιστοί, ὄχι ὁ Χριστός, ἀλλὰ οἱ χριστιανοί μας, ὄχι ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι!». Μάλιστα, διὰ νὰ «χρυσώσουν τὸ χάπι», ἐξέφρασαν ὅλοι τὰ συναισθήματά τους λέγοντες πόσον βαθύτατα τοὺς θλίβει αὐτὴ ἡ κατάστασις καὶ πόσον στενοχωρημένοι εἶναι. Καμία διάθεσις διὰ αὐτομεμψίαν διὰ τὸν οἰκουμενισμὸν καὶ τὸ σχίσμα εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Καμία δήλωσις μετανοίας διὰ τὴν ποιμαντικὴν ἀποτυχίαν!
Ἡ συναισθηματικότης αὕτη δὲν ἔχει καμία σχέσιν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀπεναντίας παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησίαν ὡς μίαν συνήθειαν, ἡ ὁποία ἔχει προκαλέσει τοσαύτην ἐξάρτησιν, ὥστε νὰ παράγεται ἕνα συναισθηματικὸν κενὸν ἀπουσίας ἐντός τους. Οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται ὅτι παραμένομεν Ἐκκλησία ἄνευ τῶν Συνάξεων, ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν τὸ ἀναιροῦν, δίδοντες τὴν ἐντύπωσιν ὅτι αἱ παραγόμεναι συνέπειαι εἶναι ἐπουσιώδεις, ὡς θὰ ἦσαν ἐὰν ἀποστερηθῆ κανεὶς ἕνα «χόμπυ»…
Ποιμαινόμενοι ὑπὸ τῶν… πολιτικῶν!
Ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ συστηματικῶς ἀποφεύγουν νὰ παραδεχθοῦν εἶναι ὅτι ἐπειθάρχησαν πλήρως εἰς τὰς πολιτικὰς ἐντολάς. Ἀποδεικνύεται, δυστυχῶς, ἀληθὴς ἡ φράσις τοῦ φιλοσοφοῦντος κ. Στ. Ράμφου ὅτι «ἡ Ἐκκλησία κατάλαβε ὅτι εἶναι ΝΠΔΔ», ὅσον καὶ ἂν διεφώνησαν μερικοὶ εὐσεβεῖς λαϊκοί. Πράγματι, ἡ νοοτροπία τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας δὲν ἔχει καμίαν σχέσιν μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δομήτορος Κυρίου, καθὼς συμπεριεφέρθη ἀκριβῶς ὡς παράρτημα τοῦ Κράτους, «συνεμορφώθη πρὸς τὰς ὑποδείξεις», τὸ ἔγραψε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἰς τὸ μήνυμά του τῆς 20ῆς Μαρτίου 2020: «Πήραμε τὶς ἀπαραίτητες ἀποφάσεις ἀκολουθώντας ΠΙΣΤΑ τὶς ὑποδείξεις καὶ τὶς ὁδηγίες τῶν ἁρμόδιων κρατικῶν ὑπηρεσιῶν». Μετὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν προσκύνησιν τοῦ Καίσαρος, «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι», ἐφευρέθη καὶ ἡ θεολογικὴ δικαιολογία ὡς «προσφορὰ πρὸς τὸν πλησίον». Τὴν ποιμαντικὴν παρέδωσαν εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐπιστημόνων καὶ τῶν πολιτικῶν.
«Μένουμε εἰς τὸν»… ναόν;
Τὸ «μένουμε στὸ σπίτι» ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἐπόψεως εἶναι ὄντως προσφορὰ πρὸς τὸν πλησίον; Κατ’ ἀρχὰς μήπως εἶναι ἕνας τρόπος, διὰ νὰ ἐκφύγη κανεὶς ἀπὸ τὸ οὐσιῶδες, δηλαδὴ τὴν ἰδικήν του εὐθύνην καὶ νὰ μετατοπίση τὸ ἐνδιαφέρον μονομερῶς εἰς τὴν σωτηρίαν τῶν ἄλλων; Ἐνδιαφέρεται κάποιος διὰ τὸν ἄλλον, διὰ νὰ μὴ ἐνδιαφερθῆ διὰ τὸν ἑαυτόν του; Διὰ νὰ μὴ κοιτάξη ἐντός του καὶ ἀνακαλύψη τὴν αἰτίαν τοῦ ἀληθινοῦ κακοῦ;
Παραλλήλως, δὲν ἔχομεν ἐμεῖς ἀνάγκην τῆς συσσωματώσεως μὲ τὸν Χριστόν, τὴν Αὐτοζωήν; Δὲν ἀντλοῦμεν τὴν ζωήν μας ἀπὸ τὴν λατρείαν; Μόνον ὁ πλησίον ἔχει ἀνάγκην καὶ μάλιστα ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς θνητούς; Ἂν δὲν κρύπτεται μία ἀλαζονεία, κρύπτεται ὁπωσδήποτε ἡ ἐξοβέλισις τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν σχέσιν τοῦ ἑαυτοῦ μου μὲ τὸν πλησίον. Θεωρῶ ὅτι ἐγὼ θὰ σώσω τὸν ἄλλον. Ἀπὸ ἐμένα ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικῶς, ἀπὸ τὴν «ἀτομικήν μου εὐθύνην» νὰ μὴ τοῦ μεταδώσω τὸν ἰόν. Δὲν εἶναι ὁ Θεός, λοιπόν, ποὺ θὰ μᾶς σώση ἀλλὰ ἡ συμπεριφορά μας! Ὁ ἄνθρωπος θὰ σώση τὸν ἄνθρωπον! Τὸ κράτος θὰ σώση τὸν ἄνθρωπον! Ἑπομένως, ἡ κοινὴ λατρεία Του, εἶναι δευτερευούσης σημασίας καὶ μάλιστα εἰς τὴν συγκεκριμένην περίπτωσιν καταστροφική(!) ἕνεκα τῆς μεταδόσεως τοῦ ἰοῦ. Ἡ κοινὴ λατρεία κατήντησε ἀπειλή!
Ἡ κοσμικὴ λογικὴ ἐνίκησε κατὰ κράτος! Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὅσο καὶ νὰ προβαίνουν εἰς συστάσεις καὶ ἐκκλήσεις διὰ περιορισμὸν δὲν θὰ πειθαρχήσουν ὅλοι. Πράττουν ὅπως ἕνας ἱεροκήρυξ, ποὺ λέγει «σταματῆστε νὰ ἁμαρτάνετε», γνωρίζων ὅτι δὲν θὰ συμβῆ καθολικά. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν παύει τὴν Θ. Λειτουργίαν! Ἦλθεν ὅμως ἡ ὥρα ποὺ ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀποδέχεται τὴν κοσμικὴν λογικήν, διότι δὲν πιστεύει ὅτι τὸν περιορισμὸν θὰ φέρη ἡ μετάνοια ἀλλὰ ἡ ἰατρική.
Δὲν τοὺς ἀνήκει ἡ Θ. Λειτουργία
Ἔχει σημασίαν ὅμως πῶς ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τὴν λατρείαν. Ἡ στάσις της δεικνύει ὅτι θεωρεῖ κυριολεκτικῶς ὅτι πρόκειται δι’ ἀνθρώπινον ἔργον, δηλαδὴ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον ἐναπόκειται ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἀπόφασίν μας, ἂν θὰ τελεσθῆ ἢ ὄχι. Λησμονοῦν οἱ Ἱεράρχαι ὅτι «ὑπουργοῦν» τὸ μυστήριον, δὲν εἶναι οἱ ἰδιοκτῆται του· δυνάμεθα νὰ τοὺς παρομοιάσωμεν ὡς διακόνους ποὺ πέριξ τοῦ Μόνου καὶ Μεγάλου Ἀρχιερέως ἐδέχθησαν εἰς χεῖρας τὴν παρακαταθήκην διὰ νὰ τὴν μεταδίδουν διαρκῶς εἰς τὸν λαὸν, καὶ ὄχι διὰ νὰ ἀποφασίζουν συμφώνως πρὸς τὰ ὑγειονομικὰ μέτρα. Εἶναι ἐντολοδόχοι ὄχι ἐντολεῖς. Ἔχουν τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν ὄχι ὅμως τὴν ἐξουσίαν τοῦ λειτουργεῖν ἢ σαββατίζειν.
Εἰς κάθε συνάθροισιν μεταφέρονται μικρόβια καὶ ἰοὶ εἰς τὸν πλησίον, θὰ ἔπρεπε νὰ παύσωμεν τότε μονίμως τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ; Μήπως καὶ ὅσα ἤδη μεταδίδομεν δὲν εἶναι διὰ κάποιας εὐπαθεῖς ὁμάδας θανατηφόρα; Βεβαίως, θὰ εἴπη κάποιος, πρόκειται διὰ νέον ἰόν, ἂς εὑρεθῆ πρῶτα τὸ φάρμακον. Δηλαδὴ ἡ κοινὴ λατρεία ἀναστέλλεται ἐπ’ ἀόριστον, Σεβασμιώτατοι; Καταπατεῖτε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας κατὰ βούλησιν, ἀλλὰ τηρεῖτε τοὺς ὑγειονομικοὺς κανόνας μὲ θρησκευτικὴν εὐλάβειαν. Φοβοῦνται τὸν θάνατον; Λέγουν ὅτι φοβοῦνται μὴ μεταδώσουν τὸν ἰὸν εἰς τὸν πλησίον. Καὶ τὴν Ζωὴν ποῖος θὰ τὴν μεταδώση; «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» (Ματθ. 10,28).
Ἐσχατολογικῶς ἀποπροσανατολισμένοι
Ζῶμεν εἰς μία κοινωνίαν, τὴν ὁποίαν ἐνῶ ὀνομάζομεν χριστιανικήν, ὄχι μόνον φοβεῖται τὸν θάνατον ἀλλὰ νομίζει ὅτι θὰ τὸν ἀποφύγη. Παρετηρήσατε ὅτι κανεὶς Ἱεράρχης δὲν ὡμίλησεν αὐτὰς τὰς ἡμέρας διὰ τὸν κοινὸν προορισμόν, φοβούμενος τὴν κατακραυγὴν τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν δημοσιογράφων.
Εἴμεθα τόσον ὑποκριταί, ὥστε ἐπιλέγομεν τὸν θάνατον ἀπὸ τὸ κάπνισμα, τὴν ἔκτρωσιν, τὸ τροχαῖον, τὰ ναρκωτικὰ κ.λπ. ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὸν ἰόν; Διαφαίνεται ὅτι τὸ πρόβλημά μας εἶναι νὰ ἐλέγχωμεν τὴν ζωήν μας καὶ δὲν ἀνεχόμεθα νὰ μὴ ὁρίζωμεν ἐμεῖς τὸ πῶς θὰ ἀποθάνωμεν. Προτιμοῦμε τὸν ὁρατὸν θάνατον ἀπὸ τὸν ἀόρατον ἰόν, διότι μᾶς δίδει τὴν ψευδαίσθησιν ὅτι εἴμεθα κύριοι τῆς ζωῆς μας. Τώρα ποὺ ἦλθε αὐτὴ ἡ δοκιμασία, διὰ νὰ μᾶς συνταράξη ὁ Θεὸς νὰ ἀντιληφθῶμεν ὅτι τίποτε δὲν μᾶς ἀνήκει καὶ εἴμεθα ἐγκαταλελειμμένοι εἰς τὸ ἔλεός Του, ἀποδιώκομεν τὴν Χάριν Του. (Κάποιος δημοσιογράφος εἶπε: «εἴμαστε στὸ ἔλεος τοῦ ἰοῦ»!).
Αἱ οἰκίαι μας δὲν εἶναι φρούρια, διὰ τοῦτο παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι περιορίζεται ἡ προσβολὴ δὲν ἐξαλείφεται. Τὸ φυσικὸν κακὸν δὲν θὰ ἀφανισθῆ παρὰ μόνον εἰς τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ διαφορὰ τῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ προβλήματος ἀπὸ τὴν κοσμικὴν καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν λογικήν. Ἡ πρώτη θέλει νὰ περιορίση τὸ κακόν, ἐνῶ ἡ δευτέρα νὰ τὸ καταλύση. Τῆς πρώτης ἡ μέθοδος εἶναι τὰ ἰατρικὰ μέτρα, ποὺ εἶναι ἀπολύτως σεβαστά, ἐνῶ τῆς δευτέρας ἡ μεταμόρφωσις τοῦ κόσμου. Ἡ πρώτη ἐξαντλεῖται εἰς ὑγειονομικὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα βεβαίως καὶ πρέπει νὰ τηρῶμεν εἰς τὸ ἔπακρον, ἡ δευτέρα ἔχει ὡς ὅπλον τὸν ἐκκλησιασμὸν τῆς κτίσεως, τὴν προσδοκίαν τῆς Βασιλείας τῆς Ζωῆς, τὴν ἕλξιν τοῦ τέλους τῆς Ἱστορίας πρὸς τὸν παρόντα αἰῶνα. Διὰ τοῦτο ὅλα δύναται νὰ τὰ πράξη ἡ Ἐκκλησία (νὰ κλείση τοὺς ἱ. ναούς, νὰ ἀναβάλη τὰς ἀκολουθίας, νὰ προτρέψη τὸν κόσμον νὰ προσευχηθῆ εἰς τὰς οἰκίας του) πλὴν τοῦ νὰ ἀναστείλη τὴν Θ. Κοινωνίαν.
Ἰδιωτεύουσα Ἐκκλησία!
Ἀπεναντίας φαίνεται καλὸν εἰς πολλοὺς ὅτι παρέμειναν ἀνοικτοὶ οἱ ἱ. ναοὶ διὰ «ἀτομικὴν προσευχήν». Αὐτὸ ὑποκρύπτει ἕνα μέγιστον κίνδυνον: ἡ ἐπιτέλεσις «θρησκευτικὸν καθηκόντων», μὲ πολιτειακοὺς ὅρους, εἶναι μία ἀντιστροφὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ποτὲ ἀτομικὴ ὑπόθεσις. Ἡ υἱοθέτησις αὐτοῦ τοῦ μέτρου, δηλ. τῶν ἀνοικτῶν ἱ. ναῶν, δίδει τὸ στίγμα ὅτι ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀποδέχεται πλήρως πὼς ἡ πίστις εἶναι ἰδιωτικὴ ὑπόθεσις, μία σχέσις τοῦ κάθε ἀνθρώπου μὲ τὸ «θεῖον»! Αὐτὸ πρακτικὰ ὑπονομεύει τὴν δημοσίαν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς Πολιτείας, ἐνῶ θεολογικὰ εἶναι κατάλυσις τῆς Ἐκκλησίας ὡς γεγονότος. Ἂν ἡ πίστις εἶναι γεγονὸς πρὸς ἐσωτερίκευσιν τότε ποία ἀναγκαιότης τῆς διαμεσολαβήσεως τῆς Ἐκκλησίας; Τελικῶς, συναινεῖ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία μὲ τὸν ρόλον ποὺ ἀποδίδει εἰς αὐτὴν ὁ κόσμος, συγκλίνουσα πρὸς ὅσα ὁ ἄγευστος θείας Χάριτος ἄνθρωπος θεωρεῖ ὅτι αὐτὴ πρέπει νὰ πρεσβεύη: μαγαζὶ θρησκευτικῶν ὑπηρεσιῶν. Ἀλλοτρίωσις!
Ἂν τὸ πραγματικὸν μέλημα τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας ἦτο ὁ «πλησίον» τότε δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκολπωθῆ τὰς ἀπόψεις τοῦ πλησίον ἀλλὰ τὸν ἴδιον. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία εἰς μίαν ἔσχατον ἀπόπειραν νὰ «γλυτώση» τὴν κοινωνικὴν κατακραυγήν, ὅτι θὰ εὐθύνεται αὐτὴ διὰ τὴν διασπορὰν τοῦ ἰοῦ καὶ διὰ τοὺς θανάτους, ἔσπευσε νὰ ἀναστείλη τὴν λειτουργίαν της! Ἂν εἶχεν εὐαισθησίαν διὰ τὸν πλησίον, ὤφειλε νὰ παροτρύνη τοὺς πιστοὺς νὰ προστρέξουν ὡς ἐθελονταὶ νοσοκόμοι, διάκονοι εἰς ἀνημπόρους ἡλικιωμένους τῆς κάθε γειτονιᾶς, νὰ εὕρη τρόπους νὰ συνεχίσουν τὰ συσσίτια, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἐγκαταλείψη τοὺς πάσχοντας, λέγουσα ἁπλῶς ὅτι ὅποιος ἔχει ἀνάγκην θὰ στείλωμεν τὴν Θ. Κοινωνία ὡς ὑπηρεσία… delivery. Πρὸ πάντων νὰ σπεύσουν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀρχιερεῖς νὰ κοινωνήσουν ἀρρώστους μὲ μεταδιδόμενα νοσήματα.
Ὁ ἰὸς τῆς Ἀρχιερωσύνης
Ὁ ἰὸς ὅμως αὐτὸς ἔφερεν εἰς τὰ ὅρια τῆς δοκιμασίας τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν. Ὁ Σεβ. Λαγκαδᾶ προσεπάθησε νὰ δικαιολογήση καὶ θεολογικῶς τὴν στάσιν του λέγων «οὐκ ἐκπειράσεις κύριον τὸν θεόν σου» καὶ ἐπεξηγῶν ὅτι, ἐφόσον οἱ ἐπιστήμονες λέγουν ὅτι αἱ συναντήσεις μεταδίδουν τὸν ἰὸν δὲν θὰ συναχθῶμεν ὡς Ἐκκλησία προκειμένου νὰ μὴ θέσωμεν εἰς πειρασμὸν τὸν Θεὸν νὰ μᾶς προστατεύση. Δὲν ἐπείρασε τὸν Θεὸν ὅταν ἐκάλεσε μίαν ἱέρειαν προτεστάντισσα νὰ ὁμιλήση εἰς τὴν σύναξιν τῶν κληρικῶν του; Δὲν ἐπείρασε τὸν Θεόν, ὅταν συνελειτούργησε μὲ τὸν μὴ ἔχοντα ἀποστολικὴν διαδοχὴν ψευδεπίσκοπον Ὀλβίας; Πειρασμὸς εἶναι ἡ τέλεσις τῆς Θ. Λειτουργίας;
Δὲν ἀντελήφθη ὅτι ἡ συμπεριφορά του δὲν ἀπέχει ἀπὸ ἐκείνην τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἰσῆλθον εἰς τὸ Πραιτώριον διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν, «ἵνα μὴ μιανθῶσιν ἀλλ’ ἵνα φάγωσιν τὸ Πάσχα», ὁ Χριστὸς ἦτο ἐντός, αὐτοὶ ὅμως ἔμειναν ἔξω. «Τοῖς δὲ μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται» (Τίτ. 1,15-16).
Ἐλησμόνησεν ὁ Ἀρχιερεὺς ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὸ ζήτημα ποὺ ἐτέθη ἦτο ὅτι ἡ Θ. Μετάληψις μεταδίδει τὸν ἰόν; Θὰ πειθαρχήση καὶ εἰς αὐτὸ ἢ μήπως ἤδη «μαζὶ μὲ τὰ ξερὰ κάηκαν καὶ τὰ χλωρά»; Τί διαφορὰ ἔχει αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς προστασίας τοῦ πλησίον ἀπὸ ἕνα προτεσταντισμὸν χωρὶς μυστήρια; Λυπούμεθα ποὺ τὸ γράφομεν, ἀλλὰ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἔχει ἐκδυτικισθῆ. Ἡ ἀπόδειξις: Ὁ γνωστὸς Μάρτιν Σκορτσέζε τὸ 2016 προέβαλε τὴν νέαν του ταινίαν «Σιωπή», ἡ ὁποία παρουσιάζει δύο παπικοὺς ἱεραποστόλους νὰ ἐπιχειροῦν νὰ κηρύξουν τὸν χριστιανισμὸν εἰς τὴν Ἰαπωνίαν. Ἀποτέλεσμα: εἰς τὸ δίλημμα τοπικοῦ ἡγεμόνος νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν σώζοντες νεοφωτίστους ἀπὸ τὸν θάνατον, ἀποφασίζουν ὅτι προέχει ἡ ἐπίγειος σωτηρία τοῦ πλησίον. Εἰς τὸ τέλος δὲν χάνουν μόνον τὴν πίστιν τους ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν τους!
Κανεὶς εἰς τὰ ΜΜΕ δὲν κάνει ἔκκλησιν νὰ προσευχηθῶμεν εἰς τὸν Θεόν! Ἡ Ἱεραρχία δὲν κηρύσσει μετάνοιαν! Διὰ τοῦτο ἡ ἐπιδημία θὰ συνεχίση ἕως ὅτου ἐπαληθευθῆ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «οὐ μὴ με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».